@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Thursday, June 30, 2005

Θα σου πω εγώ...

Το σκέφτηκα σοβαρά.

Θα πάρω έναν μαγνητικό πίνακα.

Θα τον βάψω πορτοκαλί για να είναι χαρούμενος και θα τον κρεμάσω δίπλα στην έξοδο του διαμερίσματος.

Επάνω του θα ζωγραφίσω έναν χάρτη της γειτονιάς μου, τους δρόμους και τα στενά γύρω από το σπίτι μου σε ακτίνα μισού χιλιομέτρου.

Και θα πάρω κι ένα από τα μαγνητάκια που έχω πάνω στο ψυγείο, εκείνο που αγόρασα από το Βερολίνο και έχει όμορφα χρώματα.

Να σου πω εγώ αν θα ξαναφάω δέκα λεπτά να ψάχνω πού άφησα το αυτοκίνητο με την τσίμπλα στο μάτι...

posted by mindstripper @ 6/30/2005 10:38:00 pm  | 6 Comments | 

Wednesday, June 29, 2005

Ο Νικόλας της Ε.

Το ξέρω ότι σπάνια το ακούς, γιατί σε πονάει και σου τρυπάει την ψυχή. Θυμάμαι εκείνη τη φορά που ο DJ σε κείνο το ωσάν-καταγώγιο μαγαζί, σε είχε κοιτάξει στα μάτια όταν του ζήτησες το "Δημοσθένους Λέξις" από την Χαρούλα και σου είχε πει σηκώνοντας το ένα του φρύδι:

"Βεβαίως να στο βάλω αγάπη μου."

Και μετά σε ξανακοίταξε σχεδόν εξεταστικά και σου είπε:

"Σας βλέπω ότι ετοιμάζεστε να φύγετε, αλλά περίμενε, μετά θα σου βάλω κι εγώ ένα. Περίμενε να το ακούσεις."

.................

Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις πάντα, όπου και να πάμε, που ακόμα κι ο τραγουδιστής μπορεί να κατέβει από πάνω για να σου πιάσει την κουβέντα για τη μουσική και τον πόνο και την ευτυχία και τη δύναμη και την περιφρόνηση και το θρήνο που έχει μέσα της, κι αυτή κι εσύ κι αυτός μαζί.

Πότε ήταν που είχες γνωρίσει εκείνο τον κιθαρίστα και του είχες πει με ύφος ικετευτικό:

"Παίξτε ρε Σάκη τη 'Γιορτή'..."

Και σε κοίταξε όπως θα κοίταζε φιλαράκι του από τα παλιά και σου είπε:

"Δε γίνεται ρε. Πονάει πολύ. Δε γίνεται..."

Και σας είδα να χαμογελάτε και οι δύο και να κουνάτε το κεφάλι σαν γεροντάκια.

Να δεις πώς σε περιέγραφε τις προάλλες η Β. ...

"Έτσι είναι, έτσι ήταν πάντα. Μέσα σε 3 ώρες, όπου και να έχουμε πάει, εμένα θα μου την έχει πέσει γκόμενος και θα κάνω παιχνίδι, κι αυτή θα έχει γνωρίσει όλο το προσωπικό και τις κοντινές παρέες και θα γελάνε και θα πίνουν σφηνάκια στην υγειά μας. Και την ώρα που θα φεύγουμε θα χαιρετήσει το μισό μαγαζί."

.................

Κι εκείνο το βράδυ, έτσι όπως είχαμε ξεχαστεί και κουβεντιάζαμε, ξαφνικά η φωνή σου κόπηκε μαχαίρι, το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη σου, το κεφάλι σου γύρισε απότομα προς την κονσόλα, τα μάτια σου νόμιζα πώς θα πετούσαν σπίθες, αλλά αντί γι αυτό ήταν σαν μάτια μικρού παιδιού, γεμάτα με παράπονο και απορία. Μα πώς?... Κι ο DJ σε κοίταζε με ένα θλιμμένο χαμόγελο, σαν να ήξερε. Μα αν ήξερε πώς θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός?... Ποτέ δεν σε είχα δει να κλαις με λυγμούς σχεδόν, μπροστά σε τόσο κόσμο.

"Και σας το είπα να μην ερχόμουνα απόψε, έτσι πώς είμαι ρε γαμώτο!..."

Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια περίπου. Δεν ξαναπήγαμε σε κείνο το μαγαζί. Σιωπηλά συνομωτούσαμε όλοι κατά του, όταν ήταν να βγούμε έξω μαζί με σένα το βράδυ.

Σήμερα όμως το πέτυχες –ή μάλλον σε πέτυχε- στο ράδιο. Ήμουν εκεί, για μία ακόμα φορά. Και θυμήθηκες ξανά...

...και θα σου γράφω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφραίν...

Τους αγάπησες πολύ κι ας μην τους το είχες πει.
Τώρα έχεις έρθει εκεί που αυτοί ήταν κάποτε.
Το ξέρεις ότι κάτι σημαίνει. Από τότε το ήξερες.
Μένει να δεις αν θα επαληθευτείς. Είσαι σίγουρη ότι θα επαληθευτείς με κάποιον τρόπο, βλέπω την αναμονή στα μάτια σου. Αλλά και μόνο που βλέπω αυτή την σιγουριά σου, ανατριχιάζω. Γιατί δεν ξέρω ποιός θα είναι ο τρόπος της επαλήθευσης. Εσύ είσαι ήρεμη πια, εγώ όμως φοβάμαι.
Όταν περάσει ετούτος ο καιρός, θα σε φέρω να διαβάσεις αυτήν εδώ τη σελίδα, για να σε δω να χαμογελάς. Όχι ακόμα όμως...
Και τότε θα μου πεις τί έγινε ακριβώς αυτόν τον καιρό. Γιατί, ό,τι και να γίνει, εσύ πιστεύεις στα σημάδια, σε ξέρω καλά. Και μαζί με σένα, πάντα, σημαδευόμαστε και εμείς, οι υπόλοιποι.

Χάρη, Δημήτρη...
ακόμα ακούει Ξύλινα Σπαθιά και Μητροπάνο.


Δυνατά, δυνατά, γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα,
με τα χέρια ανοιχτά, όλα τα περιφρονώ...


Η δασκάλα μου είναι μάλλον καλά.

posted by mindstripper @ 6/29/2005 08:48:00 pm  | 0 Comments | 

Tuesday, June 28, 2005

Γι αυτό μου αρέσει το καλοκαίρι...

Επειδή οι πελαργοί γυρίζουν πάλι στη φωλιά τους, απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς μου, πάνω στον τρούλο της εκκλησιάς
Επειδή ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα και η μυρωδιά του νυχτολούλουδου τυλίγει όλο το σπίτι
Επειδή μπορώ να περπατάω ξυπόλητη επάνω στο ζεστό τσιμέντο
Eπειδή μπορώ να πίνω όσα milk shake σοκολάτα θέλω
Επειδή τα σχολεία κλείνουν και τα πιτσιρίκια ξεχύνονται στους δρόμους και στις πλατείες κάθε απόγευμα
Επειδή όταν έρθει η καλοκαιρινή μπόρα, δε χορταίνω να κοιτάζω τα λουλούδια μου π’ ανασαίνουν τη βροχή
Επειδή τις ώρες της ησυχίας, μου φαίνεται σαν όλοι οι θόρυβοι απ’ έξω να έχουν κάποια μακρυνή ηχώ
Επειδή στα ταξίδια με το καράβι με συντροφεύουν οι γλάροι και τα δελφίνια
Επειδή το φεγγάρι δεν το κρύβουν σχεδόν ποτέ σύννεφα
Επειδή η θάλασσα μέσα σε δυο στιγμές μπορεί να μου δώσει την κάθαρση που θα γύρευα μόνο από τον ίδιο το Θεό
Επειδή πού και πού ένα τριζονάκι ξεστρατίζει κι έρχεται να τρι-τρι-τραγουδήσει στο μπαλκόνι μου
Επειδή τις νύχτες που ποτίζω, κάθομαι για λίγο έξω, στη δροσιά, και αφουγκράζομαι την πόλη που κοιμάται
Επειδή η πόλη όλη, είναι σαν ένα χαλί κεντημένο με φωτάκια κι ένα απ’ αυτά – όποιο χρώμα θέλω - είμαι κι εγώ

Κι επειδή, μετά από όλα αυτά, κρυφά απ’ όλους και βαθυά μέσα μου, αποζητώ το φθινόπωρο, τη βροχή και τη μυρωδιά της πάνω στο χώμα εξ’ ίσου λατρεμένα...

posted by mindstripper @ 6/28/2005 10:39:00 pm  | 0 Comments | 

Monday, June 27, 2005

Μέγιστη ατάκα

Η μάνα μου προς τον πατέρα μου, στον επίλογο τεράστιου καβγά, κατά τον οποίον ο πατέρας μου είχε κλασσικές αντιδράσεις του στυλ "Ωχ, ρε γυναίκα, πού το θυμήθηκες τώρα κι αυτό... σταμάτα και δεν ακούω! (τον Σωτηρακόπουλο)", ενώ η μάνα μου δημιουργούσε στο μονόπρακτο της γκρίνιας (και επακολούθως κρεββατομουρμούρας), με main title "Με πήρες λουλούδι και μ' έκανες αγριόκακτο":

"Γι αυτό σε παντρεύτηκα, για να σε βρίζω!"

Και στο καπάκι κατουριόμαστε απ' τα γέλια και οι τρεις.

Μάνα, θύμησέ μου όποτε έρχομαι να σας βλέπω, να τρώω όλο το φαϊ μου...

posted by mindstripper @ 6/27/2005 09:29:00 pm  | 0 Comments | 

Yoda - Anakin

Βλέποντας, επιτέλους, το Star Wars III (δεν θέλω να πω αυτή τη στιγμή τη γνώμη μου για την ταινία, απλά ήταν σαφώς η καλύτερη από την καινούργια τριλογία), μία ήταν η σκηνή που σταμάτησε τον (δικό μου) χρόνο:

Yoda: Premonitions... premonitions... Hmmmm... these visions you have...
Anakin: They are of pain, suffering, death...
Yoda: Yourself you speak of, or someone you know?
Anakin: Someone...
Yoda: ...close to you?
Anakin: Yes.
Yoda: Careful you must be when sensing the future, Anakin. The fear of loss is a path to the dark side.
Anakin: I won’t let my visions come true, Master Yoda.
Yoda: Rejoice for those around you who transform into the Force. Mourn them, do not. Miss them, do not. Attachment leads to jealousy. The shadow of greed, that is.
Anakin: What must I do, Master?
Yoda: Train yourself to let go of everything you fear to lose.

posted by mindstripper @ 6/27/2005 02:37:00 am  | 1 Comments | 

Sunday, June 26, 2005

Κοριτσάκι μη σε μέλλει, ο Μητσάρας είναι μέλι

Προειδοποίηση:
Σας δίνω μία ευκαιρία αυτή τη στιγμή.
Κάντε πρώτα ένα scroll προς τα κάτω.
Όχι, δεν είναι οφθαλμαπάτη.
Έχετε ακόμα τον χρόνο να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια.
Εκ της διευθύνσεως.

---------------------------------------------------------------------------

Έχω δύο παπαγάλους. Πολύχρωμους και φουσκωτούς. Ανήκουν στο είδος της Ροζέλας, λέει. Έπρεπε να το πω, καθ’ ότι μόλις προχτές το τσέκαρα στο Internet και αν δεν το γράψω κάπου πρώτον, θα το ξεχάσω και δεύτερον, δεν θα κάνω και τη φιγούρα μου βρε αδερφέ. Τους αγόρασα πριν από 5 μήνες περίπου, αν δεν με απατά το Αλζχάιμερ μου. Μου έδωσαν θυμάμαι εκείνες τις μέρες κάτι λεφτά χρωστούμενα, τα οποία τα είχα ξεγραμμένα, και είπα να μην αλλάξω την ψυχολογία μου. Έτσι, με το πού τα πήρα στα χέρια μου, μπήκα στο πρώτο μαγαζί pet shop που βρήκα. Γιατί pet shop, θα πέσει η ερώτηση. Επειδή είχα ξεφτιλιστεί να αγοράζω ρούχα όλη την προηγούμενη εβδομάδα, η απάντηση.

Εκεί λοιπόν, είδα για πρώτη φορά το ζεύγος... Δύο ήσυχοι παπαγάλοι, να κάθονται δίπλα δίπλα στο κλαδάκι τους.

"Αυτά τα δύο πάνε μαζί", μου είπε ο καταστηματάρχης.

Το ήξερα βέβαια, καθώς είχα παπαγαλάκια και στο παρελθόν και γνώριζα από τότε ότι είναι μονογαμικά πουλιά. Σπάνια ένας παπαγάλος μετά το θάνατο του συντρόφου του ξαναζευγαρώνει. Μερικοί μπορεί να πεθάνουν κι από μελαγχολία.

"Είναι ζευγάρι?" ρώτησα με τη σειρά μου.
"Ε, απ’ όσο ξέρω..." κόμπιασε λίγο το αφεντικό.

Κατάλαβα, μπορεί να μου βγουν και αδερφοί Κατσάμπα, σκέφτηκα. Δεν είχε όμως σημασία για μένα αν ήταν ζευγάρι ή όχι (έτσι κι αλλιώς με έτρωγε η τσέπη μου). Εγώ απλά δεν ήθελα να αγοράσω μόνο ένα πουλί, για να μην κάθεται μόνο του τις ώρες που λείπω από το σπίτι και μαραζώσει. Κι έτσι 'ξηλώθηκα' και γύρισα σπίτι με δύο πουλιά κι ένα κλουβί αγκαζέεεε...

Ήρθε και η ώρα της βάφτισης. Είχα ένα πρόβλημα ως προς το νονό -δεν ήθελα να βάλω άλλον, ήθελα εγώ να τα βαφτίσω όπως καταλαβαίνετε κι ας ήμουν τυπικά η 'μαμά'- αλλά από τη στιγμή που το παπαδαριό δεν ανακατεύεται ακόμα σε τέτοιου είδους μυστήρια, έμεινα ήσυχη ότι μπορώ να προσδοκώ μία θέση στον Παράδεισο, και προχώρησα στον σκοπό μου.

Δύσκολο πράγμα να βαφτίζεις πουλιά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα γυρίσουνε στο όνομα που θα τα καλέσεις. Θυμήθηκα τώρα το κόλλεϋ της κολλητής μου, που όταν ήταν ακόμα μια σταλιά κι έμοιαζε με χνουδωτή μπάλα, είχε γυρίσει στο όνομα 'Ζαχαρίας'. Ανώμαλη η κολλητή μου, αλλά και το σκυλί δεν πήγαινε πίσω... Είδα κι έπαθα να της αλλάξω γνώμη με ό,τι παπαρο-επιχείρημα μπορούσα να σκεφτώ ("υπάρχουν και gay σκυλιά σου λέω, αφού το έχω ακούσει!"). Τα πουλιά λοιπόν, είναι άλλη περίπτωση. Έχει μεγάλη σημασία το τί συσχετισμό έχει κάνει ο καθένας μας με τα ονόματα πρώτ’ απ’ όλα. Για να βαφτίσω εγώ ένα πουλί Νώντα ας πούμε, πρέπει να το γράφει το κούτελό του ρε παιδί μου. Πρέπει να κάθεται σ’ ένα κλαδί από το πρωί μέχρι το βράδυ, να κράζει όλη την ώρα, και πού και πού να ξύνεται βαριεστημένα. Το προηγούμενο παπαγαλάκι μου, το είχα βαφτίσει Σωτηράκη. Ήτανε μπαγάσικο, γι αυτό. Και πολύ παιχνιδιάρικο. Από τα πιο έξυπνα ζώα που είχα ποτέ. Ετούτα τα δύο, τα κοίταζα, τα κοίταζα... Μαζί τρώγανε, μαζί πηγαίναν πέρα δώθε στο κλουβί, μαζί κοιμόντουσαν το βράδυ, ακουμπώντας σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν πάρα πολύ αγαπημένα (σάλιο δεν μου είχε μείνει να τα φτύνω συνέχεια). Έτρωγε ο ένας τα απομεινάρια φαγητού από το στόμα του άλλου, έτσι όπως πασαλείβονταν με το μήλο που τους έβαζα. Μέγας έρωτας, ήταν ολοφάνερο.

"Τέτοια αγάπη, την βρίσκεις μόνο στα λαϊκά στρώματα του κόσμου ετούτου φιλενάδα", είπα στον εαυτό μου...

Κι έτσι, κατέληξα! Παντρεύεται ο δούλος του Θεού Μήτσος την δούλη του Θεού Τούλα. How typical θα μου πείτε... Σαφώς και έφαγα κράξιμο απ’ όλους τους φίλους μου, αλλά επειδή είμαι δημοκρατικός άνθρωπος, τους είπα ότι στην τελική, δικοί μου ήταν οι παπαγάλοι, όπως ήθελα τους ονόμαζα. Είναι χαρακτηριστικό μου επιχείρημα που πάντα αφοπλίζει τους συνομιλητές μου.

Κι έτσι καθόμουν και τα χάζευα στην αρχή. Ο Μήτσος χοντρός-χοντρός, βαρύς και πλουμιστός, η Τούλα πιο αδυνατούλα και πολύ πιο περίεργη, με το κεφάλι της συνέχεια να τεντώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις (μην της ξεφύγει τίποτα – τυχαίο ήτανε νομίζετε το 'Τούλα'?). Τους αγόρασα ένα καινούργιο κλουβί, τους πήρα και μια φωλιά να υπάρχει, καθώς διέκρινα πλάγιες κινήσεις του Μήτσου προς την Τούλα αρκετές φορές που η τελευταία πλησίαζε τα κάγκελα του κλουβιού, να ατενίσει τον ορίζοντα. Ούτε μία φορά όμως δεν είδα να ψήνεται χοντρά η κατάσταση, όπως θα το έθετε κι ο Μήτσουρας αν ήτο αντί παπαγάλος, άντρας μάγκας και μπελαλής. Άρχισα να πιστεύω ότι τσάμπα του έδωσα το συγκεκριμένο όνομα. Αλλά τί να το κάνεις, μου βγήκε και η Τούλα ψηλομύτα. Ένα τσουκ, στο άλλο κλαδί και άφηνε τον Μήτσο με το λιόσπορο στο πόδι...

Με τον καιρό όμως, ο Μήτσος άρχισε να μαδάει.
"Άνοιξη έχει έρθει, είναι η εποχή τους", σκέφτηκα...

Οι μέρες περνούσαν. Ο Μήτσος καράφλιαζε όλο και πιο πολύ στην μπροστινή περιοχή της κοιλιάς. Γύριζα σπίτι από τη δουλειά κι έβρισκα δικά του φτερά και πούπουλα παντού στο πάτωμα της κουζίνας. Άρχισα πια να ανησυχώ πολύ. Η Τούλα από την άλλη, ήταν φως φανάρι ότι είχε πάρει τα πάνω της. Πάχαινε και στρογγύλευε. Σε σημείο που την φώναζα 'Μωρή φούσκα' χαϊδευτικά. Τους πήρα και τους δύο λοιπόν ένα ωραίο απόγευμα και τους πήγα στον κτηνίατρο, βλαστημώντας σε όλο τον δρόμο εμένα και βρίζοντας πάλι εμένα.

"Τί ‘θελες και τα πήρες? Δεν έπαιρνες ένα καναρίνι γμ το κέρατό σου, αφού όλος ο κόσμος το λέει ότι οι παπαγάλοι είναι από τα πιο ευαίσθητα πουλιά. Λες και δεν το ήξερες!".

Μπαίνω στο ιατρείο, τον τσακώνει ο γιατρός τον Μητσάρα, του κάνει μία ένεση σε περίπτωση που το πουλί είχε ψείρες, του κόβει και τα νύχια (τί τον πλέρωσα 30 ευρά, να του τα καθάριζε κιόλας!) και στο τέλος μου λέει ότι δεν βρίσκει κάτι το ανησυχητικό κι ότι ίσα ίσα, ήταν από τους πιο ζωηρούς παπαγάλους που είχε δει ('Φτύστον γιατρέ μου, γιατί το ενδεχόμενο να μου τον έχουνε ματιάσει δεν το σκέφτηκα η καψερή'). Το μόνο για το οποίο μου έκανε παρατήρηση ήταν τα κλαδάκια στο κλουβί. Έπρεπε να πάω να βρω αληθινά κλαδιά δέντρων και να πετάξω τα υπάρχοντα πλαστικά, γιατί διαφορετικά τα πόδια των πουλιών θα ανέπτυσσαν κάλους (είχαν ήδη αρχίσει) από τους οποίους τα πουλιά αργότερα θα βασανίζονταν πολύ. Τρέχω σαν την τρελλή κι εγώ στο καπάκι να βρω δέντρα μέσα στην Αθήνα (θέμα το οποίο μόνο του φτιάχνει μία ακόμα ιστορία). Την επόμενη ημέρα θα έφευγα για τη Σάμο και είχα αγχωθεί, γιατί θα άφηνα τα πουλιά μόνα τους.

Αφού κατάφερα να βρω δύο γερά κλαδιά και να σπάσω και δύο νύχια, πάω σπίτι κι αρχίζω το πελέκημα. Τακ, τουκ απο δω, τικ, τοκ από κει, μπορεί να πάλευα και μιάμιση ώρα να περάσω τα αληθινά κλαδιά στο κλουβί. Τα πουλιά λοιπόν, από ένα σημείο και μετά ήταν σαν να ξέχασαν ολοκληρωτικά ότι βρισκόμουν ακριβώς δίπλα τους. Και ο Μητσάρας άρχισε να ξύνεται.

"Μην ξύνεσαι μανάρι μου, πάει τώρα, σου έκανε ενεσούλα ο γιατρός και θα σου φύγουνε οι ψείρες", του έλεγα η ξανθιά...

Τσουκου, τσούκου λοιπόν, βλέπω την Τούλα μετά από λίγο να τον πλησιάζει, κι αυτόν να πισω-πατάει μια σταλίτσα χωρίς όμως να φεύγει μακρυά. Σκύβει η Τούλα προς το μέρος της κοιλιάς του και τσακ! νά ‘το το φτερό του Μήτσου στο στόμα της! Μένω κόκκαλο. Μπαααα.... θα έτυχε. Ε, λοιπόν, όχι απλά δεν έτυχε, αλλά πέτυχε πανηγυρικώς. Ο Μήτσος έβγαζε ο ίδιος τα φτερά του, σε τέτοιο σημείο ώστε μετά η Τούλα το μόνο που είχε να κάνει ήταν ένα έτσι με το ράμφος της και να τα πάρει. Τα πέρναγε 'ένα γαζί' και μετά τα άφηνε να πέσουν κάτω. Χωρίς να τσακώνονται καθόλου. Ήταν ολοφάνερο ότι ο αρσενικός προσέφερε τα φτερά του στην θυληκιά. Δεν πίστευα στα μάτια μου.

"Ρε Μητσάρα, τί κάνεις μάνα μου? Τί ξεπουπουλιάζεσαι καλέ μου γι αυτήν και δεν την βλέπεις που η ίδια κοντεύει να γίνει σαν γουρουνοπούλα? Μα τί άντρας ζόρικος είσαι εσύ στο κάτω κάτω?"

Πήγα στη Σάμο με φόβο μεγάλο ότι θα γυρίσω πίσω και θα βρω το Μήτσο σαν την αγαπημένη κότα που είχε κάποτε ο κόκκορας της γιαγιάς μου (φτερό για φτερό δεν της είχε μείνει της κακομοίρας, ήταν μία απερίγραπτη εικόνα...). Και όταν γύρισα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πώς η Τούλα με έφτυνε κατ’ επανάληψην και δεν έβγαινε ούτε λεπτό έξω από τη φωλιά. Μέχρι τότε όμως, ήμουν πια υποψιασμένη γι αυτό που είδα όταν άνοιξα το καπάκι της φωλιάς: Η Τούλα είχε γίνει μάνα. Αυτό είναι και το νέο της παρατσούκλι άλλωστε – Τούλα μανούλα. Ένα αυγό ήταν εκεί, στο βαθούλωμα του ξύλου. Στις επόμενες μέρες το ένα αυγό, ήρθαν να το συντροφέψουν άλλα τρία. Και σε 3 εβδομάδες περίπου το ζεύγος Μήτσος-Τούλα θα γευτεί τους καρπούς του μεγάλου του έρωτα (ο οποίος ελπίζω να μην είναι τζούφιος παρεπιπτόντως, καθότι εξακολουθώ να μην έχω δει το ζευγάρι ποτέ επί τω έργο – και δε θέλω θρασείς χαρακτηρισμούς όπως 'ματάκια', 'ηδονοβλεψία', 'ουυυυ' κτλ). Προς το παρόν, δεν βλέπω την Τουλίτσα ούτε ζωγραφιστή, καθώς έχει πέσει με τα μούτρα στην επώαση των αυγών. Αυτή τη στιγμή που γράφω την ακούω να γυρίζει πάλι τα αυγά. Ο Μητσάρας μπανιαρίζεται μπας και του φυτρώσουν τα φτερά πιο γρήγορα...

Ελπίζω να πάνε όλα καλά και να γίνω ξανά νονά. Και αυτή τη φορά, το σκέφτηκα σοβαρά το πράμα, τα ονόματα θα είναι κλασσάτα, όχι αηδίες. Από τα λαϊκά στρώματα άλλωστεν έχει ξεπηδήσειν η αφρόκρεμαν της κοινωνίας κατά την διάρκεια όλων των εποχών(ε).

Όχι, παίζουμε...


Υστερόγραφα:
Αν έχετε διαβάσει ετούτο το post από την αρχή μέχρι το τέλος του:
  • πρώτον, σας αξίζει ένα μεγάλο μπράβο
  • δεύτερον, σιγά μη σας πιστέψω κιόλας (ας μου πει κάποιος την περίληψη!)
  • τρίτον, έχετε το δικαίωμα να συμμετέχετε στην βάφτιση και να δώσετε κάποιο όνομα της επιλογής σας στα νεογέννητα (τί, νομίσατε ότι έπαιζε δώρο? Χα!) :P

posted by mindstripper @ 6/26/2005 02:06:00 pm  | 9 Comments | 

Saturday, June 25, 2005

Ωιμέ!

Θα ήθελα πάρα πολύ να πάω στην απέναντι πολυκατοικία που έχουν πάρτυ κάτι πιτσιρίκια και να πυροβολήσω τον DJ.

Για να σας δώσω να καταλάβετε:
  • Καλοκαιρινά ραντεβού – Δυτικές Συνοικίες
  • Κι απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις – Βασίλης Καρράς
  • With or without you – U2
  • Το παλιό μου παλτό – Χρήστος Δάντης
  • Άιντε στου παράδεισου την πόρτα – Γιώργος Μαργαρίτης
  • Ο προσκυνητής - Αλκίνοος
Η σειρά δεν είναι random.

Ας τους φέρει κάποιος το 100 Χριστέ μου...

posted by mindstripper @ 6/25/2005 11:55:00 pm  | 3 Comments | 

Καμάκι του... φαναριού

Τελικά αυτά τα φανάρια έχουν πολύ σουξέ στην καθημερινή μου ζωή τον τελευταίο καιρό...

Τύπος μελαχροινός, με μισό κιλό τζέλ στο μαλλί, γυαλί ηλίου Σταρ Τρεκ και συνοδευτική τσίχλα, μέσα σε Fiat Uno, χρώματος κόκκινου. Σταματά δεξιά μου σε φανάρι που στρίβει για αριστερά. Κατεβάζει το παράθυρο στο τέρμα από το ήμισι που το είχε πριν και βγάζει όξω το χεράκι με το ρολόι το χρυσαφούλι. Βλέπω παλινδρομική κίνηση του κεφαλιού μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, μπρος-πίσω και ακούω στο τέρμα αυτό το τελευταίο πασίγνωστο hit των Chemical Brothers που όλο μου διαφεύγει ο τίτλος του (ψέμματα λέω, ποτέ δεν τον έμαθα).

Γυρνάει, κατεβάζει το γυαλί και σκάει ένα χαμόγελο.

Κι εκείνη την ώρα θα ορκιζόμουν ότι τα αυτιά μου είχαν αρχίσει να βγάζουν ίχνη καπνού. Απορούσα πώς δεν είχε ανατιναχτεί ακόμα το πορτ μπαγκάζ του, γιατί στάνταρ με τόσο μπάσο που χτύπαγε, εκεί θα τον είχε χωμένο τον ενισχυτή της οικογενειακής συσκευασίας των 2.5 τόνων.

Πώς έρχεσαι ρε μάγκα και μου χαλάς το καλύτερο σημείο του αγαπημένου μου κομματιού που έπαιζε εκείνη την ώρα ο εμ-πι-θρι πλέιερ μου?

Ανάβει το φανάρι, ρίχνω κι εγώ μία στροφή προς τα δεξιά στο volume του πλέιερ και καθώς το κομμάατι των Chemical Brothers τελείωνε, χαιρετώ του τον πλάτανο τραγουδώντας:

Κράτα κι έναααααα ποτηράαααααααακι, με το πιο πικρόοοοο φαρμάααακιιιιι,
να το πιωωωωω κι απ' την καρδιάααα μουυυυ να σου ευχηθώωωωω,
καλύ τύχηηηηηη, γεια χαράααααααα σου, μην πετάαας τα όνειράααα σουυυ,
μην τα βρω ποτέεεε στο δρόμοοοο και σε λυπηθώωωωω...


Κρίμα που δεν μπορούσα να δω τη φάτσα του φεύγοντας. Τον έκλεισε μία νταλίκα. :P

posted by mindstripper @ 6/25/2005 11:05:00 pm  | 0 Comments | 

Friday, June 24, 2005

Προς MEGA, ANT1, Alpha και STAR Channel

Αιτούμαι έκτακτα καλοκαιρινά επεισόδια και επιπλέον χρόνο reality ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ!

Από αυτά που ο Τζόρτζιο, το ξανθό άτριχο αγοράκι με την τέλεια οδοντοστοιχία και το σφιχτό κωλαράκι, καψουρεύεται θανατηφόρα την Τζέσικα την λάγνα, την μελαχροινή και καυλιάρα Λαμιώτισσα, που της αρέσει να τρώει γιαούρτι με μέλι όταν ξυπνάει και κοιμάται αγκαλιά με τον Πίπη τον αρκούδο, αυτόν που της έκανε δώρο η κολλητή της που την παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο για να της πει πώς ο κόσμος outside παίζει στοιχήματα ότι ο Τζόρτζιο τελικά την κουνάει την αχλαδιά.

Κύριοι Πανόπουλοι, σταματήστε το ζάπινγκ στην μπλογκόσφαιρα και ξανανοίξτε τις τηλεοράσεις σας, πλιζ.

Έλεγα να μην ασχοληθώ.

Άσταδιάλα πια.

posted by mindstripper @ 6/24/2005 06:12:00 pm  | 2 Comments | 

Thursday, June 23, 2005

Έτσι είναι η ζωή

"Έχω περάσει πολλά. Υπάρχει τόση δυστυχία στη ζωή, τόση αναστάτωση, και τραγωδίες, πόλεμοι, αρρώστιες και τόσες πολλές καταστροφές στον κόσμο. Όταν όμως κοιτάζω βαθιά μέσα σ' όλα τα παράλογα που με περιβάλλουν, βλέπω πως τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι μόνιμο. Τότε αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν όλα ν' αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη και πώς γίνεται να υπάρχουν γεγονότα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Και η μόνη απάντηση που έρχεται στο νου μου είναι μία: Έτσι είναι η ζωή! Και όπως τα κύματα χτυπούν στα βράχια και δεν τα καταστρέφουν, μόνο τα λειαίνουν δημιουργώντας όμορφα σχήματα, έτσι και ο χαρακτήρας μας λειαίνεται με όλες αυτές τις αλλαγές, όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα της ζωής μας, που απαίδευτα αποκαλούμε ατυχίες."

Lacryma Christi (Το δάκρυ του Χριστού)
Φιλομήλα Λαπατά

posted by mindstripper @ 6/23/2005 12:51:00 am  | 0 Comments | 

Wednesday, June 22, 2005

Φεγγαράκι μου λαμπρό

Πανσέληνος απόψε.

Το φεγγάρι έχει πάντα ζωγραφισμένο πάνω του ένα μελαγχολικό πρόσωπο.

"Μα γιατί οι άντρες δεν το βλέπουν ποτέ?"
με ρώτησε η φίλη μου μέσα στο αυτοκίνητο καθώς πηγαίναμε προς την ταβερνούλα.

Ο φίλος της, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, είχε σκύψει μπροστά και κοίταζε προς τα πάνω, μπας και καταφέρει και σχηματίσει το πρόσωπο που βλέπαμε κι εμείς.

"Το νου σου στο δρόμο εσύ πουλάκι μου, για να έχουμε να βλέπουμε κι άλλα φεγγάρια".

Κι εκείνη η στιγμή μου θύμησε εκείνο το βράδυ που καθόμουν με την Ν. στο σπίτι και κουβεντιάζαμε.

"Θα ήθελα μία φορά να μάθω... τελικά με ποιόν τρόπο αγαπούν οι άντρες?"

Συνοφρυώθηκα.

"Ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Πάντα το θεωρούσα δεδομένο ότι όταν αγαπήσουν, αγαπούν όπως εμείς."

Αλλά πάλι, σάμπως εγώ αγαπάω με τον ίδιο τρόπο που αγαπάει η Α.? Αυτή θεωρεί δεδομένο τις διακοπές της να τις πλερώνει κάθε χρόνο ο γκόμενος, ο οποίος που και που πρέπει να της αγοράζει εκείνα τα παπουτσάκια τα ροζουλιά με τα κορδονάκια που πάνε γύρω γύρω από τη γάμπα σαν την Ζήνα ένα πράμα. Επειδή τα φόραγε η Ρούλα ή η Μενεγάκη ή δεν ξέρω κι εγώ ποιά άλλη (δεν παρακολουθώ τους τελευταίους κλώνους).

Η αγάπη διαφέρει από πόρτα σε πόρτα όπως και νά ‘χει...

Έχω σεληνιαστεί υποθέτω. Κανονικά έλεγα να γράψω για τη Σάμο. Για το πόσο υπέροχο νησί είναι, το πόσο κρίμα επίσης είναι που είναι τόσο μακρυά και δεν μπορεί περισσότερος κόσμος να το επισκεφτεί και να χαρεί τις ομορφιές του. Το πόσο μερακλήδες είναι οι άνθρωποί του. Τόσο περιποιημένους, πολύχρωμους κήπους δεν έχω δει σε άλλο νησί. Τί σε άλλο νησί... εδώ η μάνα μου που φτιάχνει χρόνια ολόκληρα τον κήπο της κι αν ήταν εκεί, μαζί μου, θα είχε φάει τα λυσσακά της. Εγώ δεν είχα ιδέα. Όταν είδα το πράσινο και τις βελανιδιές, τα κυπαρίσσια και τα πλατάνια ανάμεσα στα ρυάκια που κατηφορίζανε, έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

"Ρε παιδιά, δεν είμαστε σε νησί, εδώ είμαστε στη Βόρεια Εύβοια!"

Αμ, οι θάλασσες?... Καρδιά δεν μου έκανε να βγω έξω, ειδικά την τελευταία μέρα.

"Ρε παιδιά, πάρτε ένας τηλέφωνο για βόμβα στο αεροδρόμιο!"

Αυτό το "ρε παιδιά" παρά λίγο να μου μείνει τικ. Να, και σήμερα πάλι, έλεγα στη δουλειά:

"Ρε παιδιά, δε με χέζετε κι εσείς και οι δουλειές σας?"

Διάβασα για άλλη μία φορά τον Μικρό Πρίγκηπα. Διάβασα και το "Ο Καραγκιόζης Φαντάρος" - συλλεκτική έκδοση που αγόρασα στο αεροδρόμιο πριν φύγω. Από τις λίγες φορές που μου κόλλησε κάτι για τόσο πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: ακόμα λυπάμαι που δεν πήρα και τα άλλα τεύχη του Καραγκιόζη που είχε εκεί. Ξεκουράστηκα, ευχαριστήθηκα θάλασσα. Στην παραλία έκανα το μπανάκι μου, εκεί έπινα τον καφέ μου, εκεί έτρωγα, εκεί κοιμόμουν κι εκεί χουζούρευα (το άλλο πήγαινα και το έκανα στο ξενοδοχείο). Ένιωθα τη μέρα να κυλάει αργά και νωχελικά, χωρίς άγχος, χωρίς τηλέφωνα και υποχρεώσεις. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο αναίσαινα, ήταν κι αυτός ένα τελετουργικό κομμάτι της φύσης.

Δεν άνοιξα τηλεόραση, δεν είχα πρόσβαση στο νετ (ούτε προσπάθησα να έχω κιόλας), ήταν από τις λίγες φορές που ξέχασα να πάρω μαζί μου και το τρανζιστοράκι, αλλά ακόμα και η έλλειψη μουσικής δεν μου κόστισε ούτε τόσο δα (γεγονός καθόλου σύνηθες στην περίπτωσή μου). Η θάλασσα απ’ έξω με νανούριζε, η θάλασσα απ’ έξω με χάιδευε με το αεράκι της για να ξυπνήσω κάθε πρωί... Δε θέλω να σταθώ ούτε στο πού πήγα, ούτε στο που γύρισα, ούτε στο τί είδα. Γιατί αυτό που ακόμα έχω μέσα μου είναι η γλύκα και η γαλήνη συντροφιά με την μελαγχολία. Και το φεγγάρι το αποψινό με βοηθά να τα κρατήσω λίγο ακόμη δικά μου, ακόμα κι αν στο τέλος αυτό κάπως με πληγώνει.

Πώς είναι δυνατόν να φεύγεις από τέτοια μέρη και να μην σου ξεριζώνεται η ψυχή?


Υπάρχει και η θετική πλευρά βέβαια. Το ότι -ευτυχώς- γύρισα νύχτα. Δεν το αντέχω να γυρίζω μέρα σε τούτη την πόλη...

Η πατρίδα, κι όλες οι πατρίδες, όπως και η αγάπη, διαφέρουν από πόρτα σε πόρτα... Όπως και νά ‘χει.


Καληνύχτα μας.

posted by mindstripper @ 6/22/2005 12:11:00 am  | 5 Comments | 

Tuesday, June 21, 2005

Φαντασία μου πλανεύτρα

Ακούω απ' έξω το αεράκι, κι έτσι όπως είμαι με κλειστά τα φώτα, ανοιχτά τα παράθυρα και τραβηγμένες τις κουρτίνες, αν κλείσω τα μάτια μου έχω την εντύπωση πως είμαι ακόμα στο νησί.

Σνιφ... Νεότερα όταν μου σταματήσουν τα νεύρα της επιστροφής. :-P



posted by mindstripper @ 6/21/2005 12:41:00 am  | 2 Comments | 

Friday, June 17, 2005

Πώς έχεις γίνει έτσι?

Πόσο γρήγορα περνάει αυτή η άτιμη η ώρα... Φεύγω για Σάμο το τετραήμερο. Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής. Ίσως λίγο παρορμητική, αλλά όχι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής. Σήμερα όμως, μου την έφερα. Φόρτωσα τα πάντα στο γάιδαρο (αυτή η φράση μου άρεσε από μικρή τελικά...) Μέχρι να δω τον αγώνα, ετοίμασα τη βαλίτσα. Εκεί στο ημίχρονο ζέστανα και το θερμοσίφωνα, και μετά μία το ξύρισμα, μία να βάψω το νύχι, άντε να βγάλω και κανα φρύδι, πάει η ώρα, πέρασε. Τί τραβάμε ρε γαμώτο... Πού νά ‘μασταν και χορεύτριες...

Με παρατηρώ απ’ έξω κάτι ώρες σαν και τούτη και -πραγματικά- με ακούω να μονολογώ:

"Πώς έχεις γίνει έτσι μωρή?..."

Κάποτε κορόιδευα τη μάνα μου ότι κουβάλαγε όλο το σπίτι μαζί της. Τώρα... μία σακκούλα για τα σαμπουάν, άλλη μία για τα καλλυντικά, άλλη μία για τα παπούτσια, άλλη μία για τα βρακιά... Α, ναι! Τώρα που μπήκε το καλοκαίρι θέλουμε κι άλλη μία για τα μαγιά και τις πετσέται... Ψηφιακή, πιστολάκι έχουν δικές τους θήκες ευτυχώς. Ε, κι εκεί, ανάμεσα σε όλα αυτά, στριμώχνω και κανα ρούχο. Σαν τους φαντάρους που βάζουν τα πουκάμισα και τα παντελόνια κάτω από το στρώμα, έτσι κι εγώ, μπήχνω παντελόνια και μπλουζάκια εκεί, στα χιλιοστά που περισσεύουν κολλητά στα τοιχώματα της βαλίτσας.

Πρέπει να μάθω... Άραγε, αν κάποια μέρα χάσω τη βαλίτσα μου πηγαίνοντας διακοπές, θα πάθω ζημιά μακροχρόνια ή θα μείνω απλά στον τόπο?

Καλά να τα περάσετε όλοι και όλες το τριήμερο. Και με προσοχή στους δρόμους οι οδηγοί. :-)

posted by mindstripper @ 6/17/2005 01:42:00 am  | 4 Comments | 

Thursday, June 16, 2005

Ελλαδάρα

Πρωί, η ώρα 10 περίπου μπροστά στο σταθμό των Κάτω Πατησίων στην Αχαρνών.

Ταρίφας ακινητοποιεί το όχημα στη μέση του δρόμου για να ακούσει πού πάει η κυρία με τα ψώνια, μπας και χτυπήσει δεύτερη κούρσα.

Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιικ!!!!!!!

Ο από πίσω κύριος, προερχόμενος από φανάρι που μόλις είχε ανάψει πράσινο, παγώνει το Octavia και αρχίζει έξαλλος τα μπινελίκια (κόσμιος όμως κατά τα άλλα - ούτε μία μούντζα δεν έριξε). Οι οδηγοί που περιμέναμε το κόκκινο φανάρι της αντίθετης κατεύθυνσης, όπως ήταν φυσικό, εντοπίσαμε αμέσως το νέο αυτό σημείο ενδιαφέροντος και πήραμε θέση καναπέ με σατανικά, υποχθόνια, εκδικητικά χαμόγελα να σχηματίζονται στα πρόσωπά μας. Κι έτσι όπως είχαν αρχίσει να μαζεύονται τα αυτοκίνητα πίσω από τον ταρίφα, αρχίζει να επέρχεται το χάος. Κόρνες, κεφάλια να πετάγονται έξω από τα αυτοκίνητα, 'Φύγε από τη μέση ρεεεεε' και τα σχετικά γνωστά... Όντας σε στροφή επάνω ο ταξιτζής, σε έκανε να σκεφτείς εκείνη την ώρα πως τον ήθελε τον Γερμανό του. Και με την ευκαρία βεβαίως, πεζοί αρχίσαν να περνάνε όπως-όπως τον δρόμο μπας και προλάβουν το δικό μας φανάρι που ακόμα δεν έλεγε να πρασινίσει.

Ένας από τους πεζούς λοιπόν, μου έκανε πολύ εντύπωση. Διότι από την ώρα που πήγε να περάσει το δρόμο, μέχρι και την ώρα που διέσχιζε τη διάβαση μπροστά μου είχε "κλειδώσει" το frame επάνω στον ταξιτζή, με ένα ύφος βλοσυρό και τσαμπουκαλίδικο. Ήταν θαύμα πώς πέρασε το δρόμο χωρίς να τον πατήσει ένα μηχανάκι, να στουκάρει με τους αντίθετα ερχόμενους πεζούς ή να φάει τρικλοποδιά στην ενδιάμεση νησίδα των δύο ρευμάτων. Μαυριδερός, ψηλός και παχουλός, ψιλο-ιδρωμένος, με ένα χαβανέζικο πουκάμισο έξω από το παντελόνι του και με το στόμα να χάσκει ανοιχτό και τα μάτια μισόκλειστα όχι από σαστιμάρα αλλά από attitute 'Έλα να σου ξηγήσω τ’ όνειρο', κοίταζε, ξανα-κοίταζε... ξανα-ματα-κοίταζε.... Κι όταν πια κόντευε να διασχίσει το δρόμο και τον χάζευα να απομακρύνεται, τον ακούω να ρίχνει την φοβερή ατάκα με την χαρακτηριστική χασισο-νταβατζηλίδικη φωνή του βαρύ κι ασήκωτου Ελληναρά:

"Ε, χώστου μία από πίσω να δεις για πότε φεύγει να πούμε..."

Και για πρώτη φορά μετά από τόση ώρα το βλέμμα του αλλάζει κατεύθυνση, προς τη μεριά που ρίχνει τη ροχάλα.

"Χχχχχχχχχχρρρρρρρτ... φτουυυυυυ!!!"

Μέσα στον παραλογισμό της ώρας, με πήρανε τα γέλια. Μπορεί να ακουστώ γραφική, αλλά κάτι τέτοια μικρο-επεισόδια τα γουστάρω πολύ ρε γμτ... Μπας και τό 'χω πάει προς extreme εθνικισμό το πράγμα και δεν τό 'χω καταλάβει?

Πώς τό 'λεγε ο μέγας Χάρυ Κλυν?
"Λυσσιατρείο, θα κατέβει κανείς?"

posted by mindstripper @ 6/16/2005 01:02:00 pm  | 1 Comments | 

Wednesday, June 15, 2005

Αγαπημένα τραγούδια

Mου ήρθε λοιπόν η φαεινή ιδέα να συγκεντρώσω όλα μου τα αγαπημένα τραγούδια εδώ, σε τούτο το blog. Τα πολύ αγαπημένα όμως. Αυτά που έχω ακούσει χιλιάδες φορές και πάντα νιώθω σαν να τα ακούω πρώτη φορά, πάντα θλίβομαι, πάντα γελάω, πάντα θυμάμαι.

Είπα να ξεκινήσω από εκείνα τα κομμάτια που τα ακούω και ανατριχιάζω ολόκληρη.

The Mission.

Twin Peaks.

Λατρεμένο μουσικό θέμα το Twin Peaks... Νοσταλγώ το μουσικό opening της πολύ πολύ αγαπημένης μου σειράς Hill Street Blues. Και παρέα μ’ αυτό θυμάμαι και το M.A.S.H. με την πανέμορφη μουσική του. Suicide is Painless – Jay Jay Johanson. Μήπως θυμάται κανείς το Don’t fear the Reaper από τους Blue Oyster Cult? Ακούγωντας αυτό το κομμάτι, έχω μερικές φορές την εντύπωση ότι μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να περπατήσω χορεύοντας ανάλαφρα επάνω σε μία κορδέλα. Κι όταν τ’ ανοίξω, μπροστά μου θα απλώνεται ένας ασημένιος ωκεανός.

Τώρα μόλις ο Eric τραγουδάει και παίζει την κιθάρα του στο Wonderful Tonight. Μακρινά καλοκαίρια και να λιώνουμε από τη ζέστη ακούγοντας αυτό, ακούγοντας το Α Whiter Shade of Pale από τους Procol Harum... Ήταν εκείνος ο καιρός που πήγαινα στο σχολείο κι έβρισκα γραμμένα πάνω στο θρανίο από την κοπέλα που ήταν απογευματινή τα λόγια από το Still loving you κι από το Holiday. Μετά ήρθαν οι Dire Straits με το Brothers in Arms και το Private Investigations. Έπειτα οι Supertramp. The logical song. Ο ύμνος.

Aπό εκείνη την εποχή, το Something’s telling me it might be you από τον Stephen Bishop είχε ρίξει άγκυρα στην ψυχή μου. 20 χρόνια μετά, όποτε σταθώ τυχερή και το ακούσω ξανά, το πρόσωπό μου αλλάζει, χαμογελάω σαν το παιδί.

Και το χαμόγελο γίνεται μελαγχολικό όταν ακουστεί το The Piano του Μichael Nyman. Το βλέμμα έχει αρχίσει ήδη να πλανιέται όταν παίζει το Cavatina. Και στο Any Other Name του Thomas Newton, όλες οι αισθήσεις σιωπούν.

Αναστενάζω βαθιά. Έχω αφήσει έξω άπειρα κομμάτια. Το κεφάλι μου έχει γεμίσει με τίτλους, ονόματα και μελωδίες. Δεν τα βγάζω πέρα. Εγώ δε θέλω να γράψω αγαπημένα τραγούδια, νομίζω ότι οδηγούμαι υποσυνείδητα στο να φτιάξω ένα πλήρες μουσικό psycho(logical) profile. Αυτό δε γίνεται.

I give up.

(Προς το παρόν δηλαδή...)

Νύχτα καλή blog-o-γειτονιά :)

posted by mindstripper @ 6/15/2005 12:25:00 am  | 2 Comments | 

Tuesday, June 14, 2005

Πρέζα

Ερχόμουν στη δουλειά με το τρένο. Ζέστη σήμερα. Εκεί, στην πίσω μεριά της Αγίας Βαρβάρας, σε δυό παγκάκια, είδα δύο παιδιά κουλουριασμένα να κοιμούνται. Με διάφορα 'σύνεργα' δίπλα τους. Έσφιξα τα χείλη μου.

Γαμώ το κέρατό μου...

Η εικόνα τους έμεινε εκεί, μπροστά μου, παρ’ ότι το τρένο συνέχιζε την καθιερωμένη, τετριμμένη, καθημερινή πορεία του. Τα παιδιά εκείνα μπορεί και να είχαν περισσότερα όνειρα από μένα. Ίσως κάποτε να είχανε και πιο πολλούς φίλους απ΄ότι εγώ. Μπορεί να ήταν πολύ πιο έξυπνα από μένα. Μπορεί, αν τους είχε δωθεί ποτέ η ευκαιρία και είχαν μία κανονική ζωή, να ήταν σαν τον πιτσιρικά στην κάβα της γειτονιάς μου που κάθε φορά που πάω να πάρω μπύρες και αναψυκτικά, με κοιτάει στην αρχή με τσαμπουκά μασώντας με θόρυβο την τσίχλα του, και μετά μου κλείνει το μάτι και μου σκάει ένα χαμόγελο αλά Άλκη Γιαννακά.

"Τί γίνεται, καλά?..."

Κάποτε ένα παιδί με είχε σταματήσει στη γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων. Το μόνο που μου είπε όταν μου άπλωσε το χέρι ήταν:

"Ρε κοπελιά... κοίτα με".

Ακόμα και τώρα που το γράφω μου σηκώνεται η τρίχα. Εκείνη την ώρα, καθώς πήγαινα να βγάλω λεφτά από το πορτοφόλι μου, νοιώθω την γνωστή μου να με στραβοκοιτάει.

"Έλα δω."
"Τσου."
"Έλα δω ρε σου λέω!"
"Τσου."


Μπορεί και να είχε δίκιο. 12 παρά το βράδυ, καθημερινή, να ανοίγω κι εγώ το πορτοφόλι μου σαν τον βλάκα, μπροστά σε έναν άθρωπο που η ζωή του κρέμεται από λεφτά και άσπρη σκόνη.

"Πόσα τού 'δωσες?"
"Δύο ευρώ."
"(......)"
"Γιατί, τί θες δηλαδή, να μην του έδινα?"
"Ε, και τώρα που του έδωσες και τί έγινε? Άντε να πάει να πάρει τη δόση του μία ώρα νωρίτερα..."
"Τώρα που του έδωσα υπάρχει μία περίπτωση να μην κάνει κακό σε κάποιον άλλον προκειμένου να βρει τα φράγκα που θέλει. Επίσης, υπάρχει η περίπτωση να μην φτάσει σε ακόμα χειρότερο σημείο εξευτελισμού και πουλήσει το σώμα του και κάνει ένας Θεός ξέρει ακόμα τί. Τουλάχιστον όχι για απόψε..."


----------------------------------------------------------------------

Ετούτο το post θα το αφιερώσω στο παιδί που άκουσα να τραγουδάει Σιδηρόπουλο όπως δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν να τραγουδάει, στην Αδριανού, την Κυριακή το απόγευμα. Άκουσε μόνο τον ήχο από τα ψιλά που του άφησα και με κλειστά τα μάτια και σκυμμένο το κεφάλι είπε:

"Ευχαριστώ πολύ ρε παιδιά..."

Κι έτσι όπως δεν έβλεπε μπροστά του, πήρε την κιθάρα του αγκαλιά και ξεκίνησε:

Σού γράφω πάλι απ’ ανάγκη
η ώρα πέντε το πρωί...

posted by mindstripper @ 6/14/2005 11:40:00 am  | 4 Comments | 

Others mature

- Άραγε έτσι θα σκεφτόμαστε και μετά από 20 χρόνια?

- Δεν ξέρω πώς θα σκεφτόμαστε... Το θέμα είναι μέχρι τότε να έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλον.

posted by mindstripper @ 6/14/2005 02:09:00 am  | 2 Comments | 

Monday, June 13, 2005

Για όλους τους ταινιο-κλαψιάρηδες

Φιλοξενώ μία φίλη εδώ και τρεις-τέσσερις μέρες. Απόψε είδαμε σε DVD το Σπίτι των Πνευμάτων (The House of the Spirits), παλιά τανία (1993), με ένα καστ αστέρων, όλοι ένας κι ένας. Meryl Streep, Glenn Close, Jeremy Irons, Winona Ryder, Antonio Banderas, Vanessa Redgrave. Όσοι δεν την έχετε δει, να την δείτε οπωσδήποτε (αν και πιθανώς να ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη που δεν την είχε δει).

Από την αρχή της ταινίας σχεδόν, ήθελα να σπάσω τον Jeremy Irons στο ξύλο. Ναι, για όσους δεν το έχουν δει, παίζει τον πλέον αντιπαθητικό ρόλο στο έργο. Δεν το συζητώ για το τί ερμηνεία δίνει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια όλης της ταινίας. Μέχρι τη μέση ήθελα να τον δω να πεθαίνει αργά και βασανιστικά, με λεπτομέρειες και κοντινά. Και παρ’ ότι είμαι άνθρωπος που δεν μπορώ να βλέπω θρίλερ με αίματα και σπλάαατς και σπληνάντερα στους τοίχους και τα σχετικά (αλλάζω κανάλι επι τόπου αν δω ότι το κόλπο με το μαξιλάρι στη μούρη μου δεν φέρνει αποτελέσματα), στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως και να έκανα εξαίρεση (μιλάμε για πολύ μίσος, όχι αστεία). Εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι συγκινούμαι εύκολα (αφού στο σημείο που συνειδητοποίησα ότι ο Χουλκ ήταν ζωντανός παρά λίγο να βουρκώσω, να μη σας πω δηλαδή ότι στο Νέμο κρυφοκοίταζα την ανηψιά μου μην τυχόν και με δει να σκουπίζω τη μύτη μου – ω μον ντιέ, μιλάμε για μεγάλη ξεφτίλα). Στο House of the Spirits, παρ’ όλ΄αυτά, ξέχασα όλους τους καλούς μου τρόπους και την καθώς πρέπει ανατροφή μου κι έριχνα κάτι μπινελίκια άλλο πράμα.

"Χαλάρωσε παιδάκι μου, ταινία είναι" να μου λέει η φίλη μου (με προτροπή της οποίας πήραμε να δούμε την ταινία).

Μωρ’ τί ταινίες και κουραφέξαλα... Ακόμα θυμάμαι τη φάση που μαχαιρώνει το cave troll τον Φρόντο στον Άρχοντα. Με άκουσε όλος ο κινηματογράφος στο ηλίθιο κενό χωρίς μουσική που είχε τη φαεινή ιδέα να πλασάρει ο Jackson σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Εδώ και καιρό σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να υπάρχουν ειδικά φίμωτρα στους κινηματογράφους. Ή ένα πρόχειρο σκουπόξυλο ανά τρεις θέσεις τέλος πάντων... Αν ήταν όλοι σαν και μένα, οι πωλητές χαρτομάντηλων θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα φανάρια (και ούτε καν να δουλεύουν full-time).

Όπως και νά ‘χει, ακόμα μπορώ και διαχωρίζω το ψεύτικο από το αληθινό. Αφού όταν κόντευα να πεθάνω απο ασφυξία συγκρατώντας τα κλάμματα στο Green Mile, το μόνο που με συγκράτησε από το να μελανιάσω εντελώς, ήταν να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου συνέχεια ότι έβλεπα ταινία και ότι όλα αυτά ήταν ψέμματα.

Είναι σπαστικό κάτι ώρες. Έχω που έχω τον πόνο μου εκείνη τη στιγμή, έχω και μερικούς να με κοιτάζουν στα κρυφά για να με αρχίσουν στο δούλεμα με την πρώτη ευκαιρία. Παραδείγματος χάρην: ο αδερφός μου. Εκεί που η οθόνη έχει αποκτήσει ένα gaussian blur, radius 8 με 10 περίπου, τσααααααακ... βλέπω ξαφνικά μπροστά μου τη μούρη του!

"Κοίτα την ρε! Πάλι κλαίει!"

Ε, άσταδιάλα ντε! Ναι, κλαίω. Τί ζόρι τραβάς εσύ? Έρχομαι ποτέ όταν σου σκάει το τροφοδοτικό να σου πω:

"Καλέ, μη στεναχωριέσαι. Να, σού ‘χω εδώ ένα ανεμιστηράκι από τους Κινέζους μούρλια!"

Εεε? Εεεεεεεεεεεε?...

Επανέρχομαι στο House of the Spirits. Πού, παρέλειψα να πω πιο πάνω, είναι βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα της Isabel Allende. Η ιστορία αυτή είναι αριστουργηματική. Είναι από τις ιστορίες που μέχρι το τέλος, σε έχει καταφέρει να αλλάξεις γνώμη για τον "κακό" της υπόθεσης. Για όλες αυτού του είδους τις ιστορίες και για όλες τις ταινίες που έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την ακραία συναιθηματική κατάσταση του αναγνώστη ή του θεατή, θα πρέπει να πω ότι σέβομαι τους δημιουργούς τους απεριόριστα. Και απλά νοιώθω ευγνώμων που σαν ταινιόφιλη, έχω το προνόμιο να βλέπω ηθοποιούς της κλάσης του Jeremy Irons, της Meryl Streep ή της Glenn Close να δίνουν τόσο δυνατές ερμηνείες. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι την ενέργεια αυτών των ανθρώπων να διαπερνά την οθόνη της τηλεόρασης και να διοχετεύεται μέσα μου. Κι εκείνη την ώρα οι ηθοποιοί, οι χαρακτήρες που έχουν διαπλάσει, και το σημείο πλοκής που έχει φτάσει στην κορύφωσή του, είναι όλα τόσο πραγματικά όσο και ο φίλος μου ή η φίλη μου που κάθεται στην ακριβώς διπλανή καρέκλα.

Γι αυτό, την επόμενη φορά που θα πάτε σινεμά ή θα δείτε κανένα DVD σπίτι με κάποιον από την παρέα να μυξοκλαίει, μην του την πείτε ρε παιδιά. Μέχρι να βγουν τα φίμωτρα που κουβεντιάζαμε πιο πάνω, δώστε του ένα χαρτομάντηλο... και σκεφτείτε ότι αν ποτέ σας καεί το τροφοδοτικό (φτου πιπέρι), παίρνετε ένα Awakenings από το πιο κοντινό video-club και πλαντάζετε στο κλάμα όλοι μαζί. :P

posted by mindstripper @ 6/13/2005 03:01:00 am  | 6 Comments | 

Friday, June 10, 2005

Το κόκκινο φανάρι (καμμία σχέση με την ταινία)

Πολλή κούραση αυτές τις μέρες. Πολλά πράγματα μηχανικά.

Χτες καθώς γυρνούσα σπίτι και περίμενα σε ένα από τα αιωνίως κόκκινα φανάρια της επιστροφής σα ζόμπι, στο μπροστινό αυτοκίνητο ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που είχε ανέβει στο πίσω κάθισμα με πλάτη στη μαμά της και στο μπαμπά της, και με κοιτούσε με τρόπο. Όταν έκανα ότι κοιτούσα κι εγώ άλλαζε το βλέμμα προς τα κάτω, προς τα δεξιά, προς τα πάνω... σε μια στιγμή έκανε και προσποίηση ότι έφτιαχνε το γεμάτο μπουκλίτσες μαλλί του. Εκεί με έπιασαν τα γέλια. Και η μικρή με είδε. Έσκασε ένα χαμόγελο μια σταλίτσα μικρό, έκανε ότι με σνόμπαρε προς στιγμήν και γύρισε προς τη μαμά της (το έχουν αυτό τα παιδιά, δεν είναι να δίνεις και πολύ θάρρος σε μας τους μεγάλους άλλωστε), αλλά με κοίταξε πάλι κατευθείαν, αυτή τη φορά με το γέλιο πιο έντονο στο προσωπάκι της. Κι εκεί γέλαθα πιο πολύ γιατί είδα ότι τηθ λείπανε δύο δόντια! Βρήκα ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να κάνω βήμα τολμηρό: την χαιρέτησα κουνώντας το χέρι πάνω κάτω. Και φτου, εκείνη την ώρα το αναθεματισμένο το φανάρι άναψε πράσινο!... Καθώς το μπροστινό αυτοκίνητο απομακρυνόταν, η μικρή είχε κολλήσει τη μουρίτσα της στο τζάμι και με χαιρετούσε γελώντας, αγνοώντας παντελώς και τα υπόλοιπα 4-5 δόντια που της λείπανε. Εικόνα που έχω ολοζώντανη μπροστά μου ακόμα και τώρα που την περιγράφω εδώ...

Ένα κόκκινο φανάρι ήταν η αφορμή για να κολλήσει στη φάτσα μου ένα χαμόγελο ίσαμε 2 στρέμματα. Και είμαι σίγουρη ότι χτες τις γλύτωσα σίγουρα τις κανα-δυο άσπρες τρίχες που σκεφτόντουσαν να μου κάνουν σουρπρίζ πάλι. ;)

posted by mindstripper @ 6/10/2005 01:43:00 am  | 3 Comments | 

Monday, June 06, 2005

Flashback

Τον επόμενο πλανήτη τον κατοικούσε ένας μπεκρής.
Η επίσκεψη αυτή στάθηκε πολύ σύντομη, αλλά βύθισε το μικρό πρίγκηπα σε μεγάλη μελαγχολία.
-Τί κάνεις εκεί; είπε στον μπεκρή, που τον βρήκε να κάθεται βουβός μπρός σ' ένα καλάθι αδειανές μπουκάλες κι ένα καλάθι γεμάτες.
-Πίνω, αποκρίθηκε ο μπεκρής με πένθιμο ύφος.
-Γιατί πίνεις; τον ρώτησε ο μικρός πρίγκηπας.
-Για να ξεχάσω, αποκρίθηκε ο μπεκρής.
-Για να ξεχάσεις τί; ενδιαφέρθηκε ο μικρός πρίγκηπας, που άρχισε κιόλας να τον λυπάται.
-Για να ξεχάσω πώς ντρέπομαι, ομολόγησε ο μπεκρής, σκύβοντας το κεφάλι.
-Μα ντρέπεσαι γιατί; ρώτησε ο μικρός πρίγκηπας θέλοντας να τον βοηθήσει.
-Ντρέπομαι που πίνω! απόσωσε ο μπεκρής και κλείστηκε οριστικά στη σιωπή του.
Κι ο μικρός πρίγκηπας έφυγε γεμάτος αμηχανία.
Είναι γεγονός, οι μεγάλοι είναι πολύ παράξενοι, έλεγε μέσα του συνεχίζοντας το ταξίδι.

Antoine de Saint-Exupery
Ο μικρός πρίγκηπας

posted by mindstripper @ 6/06/2005 11:06:00 pm  | 5 Comments | 

Οι κολλητοί

Πήγα σε κολλητούς σήμερα. Το σχέδιο ήταν στην αρχή να πάω σινεμά. Μετά άλλαξα γνώμη. Είπα να κάτσω σπίτι. Από το να σπάω τα @@ ανθρώπων που δεν μου φταίνε σε τίποτα (παρά μόνο στο ότι τόσα χρόνια δεν έχουν βάλει μυαλό και συνεχίζουν να με κάνουν παρέα), προτίμησα να αράξω μπροστά στο PC και να βολτάρω στα blogs. Ίσως να έβλεπα και κανένα DVD. Είχα βγάλει και τα 3 Indiana Jones και τα είχα σε κατάσταση ετοιμότητας στο τραπεζάκι του σαλονιού. Και μετά, αν δεν μου φτάναν αυτά, είχα έτοιμη και την τριλογία των Star Wars. Των παλιών όμως, έτσι? Μην εκφραστώ για τα καινούργια που ήταν τα παλιά και για το τελευταίο που παίζεται τώρα, αλλά που κατά βάσιν είναι το τρίτο ΠΡΙΝ από την πρώωωωωτη τριλογία που ο Λούκας είχε δει μεν στον ύπνο του, αλλά ποτέ δεν είχε υλοποιήσει. Μην μου δίνετε σημασία, υπάρχει περίπτωση να πω πολλές κακίες. Μπορείτε να φύγετε από αυτό το blog πατώντας εκείνο το μικρούλι x επάνω δεξιά στον browser σας. Αυτό που μοιάζει με σταυροκατσάβιδο (αυτούς τους φίλους μου κάτι ώρες τους θαυμάζω...)

Μετά από 5 σχετικά νορμάλ συνομιλίες στο τηλέφωνο, 2 βρισίδια και 1 παρακαλετό μπινελίκι, άρχισα να το σκέφτομαι. Το σχέδιο ήταν να πηγαίναμε για καφέ.

"Δε με παρατάτε λέω γω, και δεν πήγαινα σινεμά όπως το είχα σχεδιάσει αν ήθελα να βγω?..."
Η νοοτροπία του loser – προσπαθεί να κάνει τους άλλους να έχουν τύψεις για κάτι που δεν κάνει, ενώ ο ίδιος έχει προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πώς ακριβώς να μην το κάνει.

"Καλά, ντύσου κι έλα απο δω και βλέπουμε μετά τί θα κάνουμε."
Κλασσική απάντηση του στυλ 'κόπιασε κι αν πάμε σινεμά να μας χέσεις'.

Το καλό με τους κολλητούς σου φίλους είναι ότι ξέρεις ακριβώς πότε προσπαθούν να σε ξεγελάσουν προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Καλό επειδή μέσα σε χρόνο μηδέν έχεις αντιληφθεί την σχεδόν βέβαια πιθανότητα να σε παραμυθιάζουν, τουρκεύεις, αναλύεις όλα τα πιθανά σενάρια να τους ξεσκεπάσεις, να τους εκθέσεις, να τους βρίσεις... και στο τέλος όταν τελικά βρίσκεστε, λες ένα 'άντε και γ@#$$@ βρε μαλ$#%#νο' και η υπόθεση τελειώνει εκεί. Ως κολλητοί, συμφωνείτε όλοι ότι γλυτώνετε έτσι πολύτιμο χρόνο από τη ζωή σας.

Αφού λοιπόν, άπλωσα την τελευταία φουρνιά ρούχων επάνω στα κάγκελα και φρόντισα τα νερά να πέφτουν επάνω στην τέντα του απο κάτω μου και όχι στο κενό (ποτέ στο κενό – αν περάσει απο κάτω καμμιά που μόλις γυρίζει από κομμωτήριο και την πετύχουν οι στάλες στο κούτελο, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε), έβαλα μέσα τους παπαγάλους μου μην τυχόν πιάσει καμμιά απροσδόκητη μπόρα και γύριζα σπίτι και τους έβρισκα σαν τις πιτσικουλιές που ζωγραφίζει η ανηψιά μου στην ακουαρέλλα της, και άφησα κάτι πιάτα άπλυτα για δεύτερη μέρα στο νεροχύτη, άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Θαύμασα το μεγαλείο των σκουπιδιών κάτω από το σπίτι μου και θρήνησα βουβά για τις θέσεις πάρκινγκ που καταλάμβανε ο όγκος τους. Ευτυχώς, τη δικιά μου αμαξάρα την είχα σε ένα κωλό-στενο όπου και θα παρέμενε, καθ’ ότι γενικώς προσπαθώ να μετακινούμαι με το τρένο όποτε μπορώ. Βοηθά την ψυχική μου ηρεμία. Αγριοκοίταξα έναν κοντό μαυριδερό με τρίχες που μου έκανε καμάκι στον πεζόδρομο (όχι στο πεζοδρόμιο, στον πεζόδρομο είπα – να προσέχουμε λίγο τί διαβάζουμε...), προσπέρασα και το μαγαζί με τα Ινδικά κοιτώντας προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου ('δε φτάνει που ξεφραγκιάζεσαι τις καθημερινές – σκάσε και προχώρα') και μπήκα στο σταθμό.

Με τα πολλά πολλά έφτασα και στο σπίτι που με περίμεναν οι κολλητοί μου.

Φρόντισαν να μου πουν με τη μία πώς ομόρφυνα και πώς αδυνάτησα, ενώ έχω πάρει 3 κιλά πριν κόψω το τσιγάρο και άλλα 2 μετά. Αυτό κάπως καταλάγιασε το πρώτο κύμα που θα τους ερχόταν (και το ξέρανε).

Στο καπάκι αρχίσανε τα εγκώμια για τα μαλλιά μου.
"Μα πώς σου πάνε έτσι όπως τα έχεις μαζέψει επάνω..."

Στραβοκοίταγμα και προς τους δύο με παράλληλο βράχνιασμα της φωνής.
"Έτσι τα είχα μαζέψει από το πρωί που σφουγγάρισα το σπίτι."

Επι τόπου χωριστήκανε, η μία στην τουαλέτα, ο άλλος στην κουζίνα να μου φέρει κάτι να πιω.

Έτσι καταλάγιασε και το δεύτερο κύμα...

Η μέρα ήταν πάρα πολύ ωραία και το απόγευμα φωτεινό. Καθήσαμε στη βεράντα με θέα μία άδεια αλάνα και μερικά δέντρα. Φτωχή εικόνα, αλλά σε συνδυασμό με την γαλήνη εκείνης της ώρας στη γειτονιά, ήταν σχεδόν όμορφη. Οι φίλοι μου είχαν ήδη χαλαρώσει, εγώ προσπαθούσα να σταματήσω λίγο να σκέφτομαι. Ήμουν νηστική και η μπύρα έκανε τη δουλειά της πολύ καλύτερα απ’ ότι θα έπρεπε. Ξεκινήσαμε τη φιλοσοφία. Πώς είμασταν πριν 10-20 χρόνια, πώς αλλάξαμε, αν όντως αλλάξαμε, πώς έχουμε γίνει, τί απίστευτες συμπτώσεις που έχει η ζωή, πώς κατά τρόπους περίεργους τελικά οι δρόμοι μας δεν χωρίσαν ποτέ από τότε που γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον. Μιλήσαμε για τους άλλους, τους παλιούς, τους πλέον χαμένους, οι περισσότεροι μέσα στις υποχρεώσεις, ο ένας μάλιστα που κάποτε ήταν κι ο head της παρέας, μένει μόλις 4-5 τετράγωνα απο κει που εμείς σήμερα τα μπεκροπίναμε στην υγειά μας και στη σπάνια ψυχική ομορφιά μας. Συνεχίσαμε την συνοπτική ανασκόπηση που κάναμε, σαν να την είχαμε και οι τρεις μας ανάγκη, λες κι αυτός ήταν ο σκοπός της συνάντησής μας σήμερα. Και ήρθε και η ώρα της κατάθεσης αυτής της ρημάδας της ψυχής.

"Έχω πολύ καιρό που δεν είμαι καλά."
"Κι εγώ έχω την εντύπωση ότι διανύω την χειρότερη περίοδο της ζωής μου, χωρίς αστεία."
"Εγώ ρε παιδιά πάλι, τον τελευταίο καιρό, είμαι μια χαρά ρε γαμώτο!"

Πέσαμε κάτω από τα γέλια. Οι δύο από τους τρεις είμασταν ανέκαθεν οι πολύ κοινωνικοί και ψυχολογικά ανεβασμένοι. Η τρίτη αντίθετα, που πέταξε και την τελευταία ατάκα, βρισκόταν ένα 70% του συνολικού καιρού που την ξέρουμε σε μία μέτρια προς αρνητική ψυχολογία. Όχι μιζέρια, ποτέ μιζέρια. Δεν είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων γύρω μου. Ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει όσο περνάει από το δικό μου χέρι.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου (ναι, ακόμα πιο μεγάλο κι από αυτό της Julia Roberts). Γιατί η Β. για μία φορά στη ζωή της, στη ζωή μας, εδώ και πολύ καιρό, ήτανε καλά και με τον εαυτό της και με τους άλλους. Κι εμείς, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο που την ξέρει, γνωρίζουμε πόσο το αξίζει αυτό σαν άνθρωπος, επειδή την αγαπάμε. Και την αγαπάμε επειδή ανέχεται τη γκρίνια μας, επειδή μπορεί να κάτσει και να υποστεί τη δικιά μας ηλίθια κριτική, επειδή μας δέχεται όσο πεισματάρηδες και στενοκέφαλοι μπορούμε να γίνουμε κάτι ώρες, επειδή όταν θυμώσουμε με την παραμικρή μαλακία ξέρει ακριβώς πώς θα αντιδράσουμε και τί θα πούμε, επειδή ξέρει πότε θα μας τα χώσει όταν πια το έχουμε παρακάνει. Επειδή πιστεύει σε μας περισσότερο ίσως κι απ’ ότι πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι. Κι επειδή μας αγαπάει δίχως αντάλλαγμα. Κι όλοι μαζί έχουμε μάθει εδώ και χρόνια να αγαπάμε ο ένας τον άλλον όπως ακριβώς είμαστε, για τα καλά μας, αλλά κυρίως, για τα κακά μας...

Σήμερα έχω την εντύπωση ότι το θυμηθήκαμε και οι τρείς μαζί, ταυτόχρονα.

Κι έτσι, μείναμε να χαμογελάμε. Και τίποτε, μα τίποτε άλλο δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.

Νομίζω ότι είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος τελικά...

posted by mindstripper @ 6/06/2005 04:58:00 am  | 3 Comments | 

Sunday, June 05, 2005

Θυμός

Παλιά, μιλούσα πολύ. Ό,τι είχα, το πέρναγα μαζί με τους άλλους.

Τώρα, μιλάω ακόμα. Θέλω να τα βγάζω από μέσα μου. Και η παρέα μετράει. Η παρέα με κρατάει από το να φτάσω σε σκέψεις κατάμαυρες και καταθλιπτικές. Και μόνο να έχω δικούς μου ανθρώπους δίπλα μου, με κάνει να νοιώθω μεγάλη ανακούφιση και ηρεμία. Αλλά -ένα παράξενο πράγμα- η παρηγοριά τους δεν με αγγίζει. Και δεν νοιώθω να μπορεί κανείς να μου δώσει δύναμη περισσότερη από αυτή που έχω –ή που θέλω να έχω– ανά περίσταση. Πολύ εγωιστικό, το ξέρω. Ως και υπερβολικά αλαζονικό θα έλεγα. Ίσως απλά να είναι η δική μου αποδοχή της δικής μου πραγματικότητας.

Αν ήμουν μικρή, εκεί, γύρω στα 8-10 φαντάζομαι, θα το έλεγα έτσι, ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο:
Η δασκάλα μου είναι πολύ άρρωστη.

Τώρα που μεγάλωσα και έχω περισσότερη γνώση της πραγματικότητας, με μάτια βουρκωμένα, γράφω ετούτο:
Ελπίζω σε λίγες μέρες που θα βρω το κουράγιο την ξανα-πάρω τηλέφωνο, να μου πει ότι όλα είναι καλά κι ότι ήταν απλά ένα false alarm. Αλλιώς, ούτε εκείνη, ούτε κανένας δεν θα με ακούσει να παίζω ποτέ το Cavatina.

Και χέστηκα κιόλας.

posted by mindstripper @ 6/05/2005 03:58:00 pm  | 3 Comments | 

Friday, June 03, 2005

Κόλλημα

Εγώ είμαι εδώ κι εσύ είσ' εκεί
μια ρίμα μισή και παρακατιανή...

Ρόδες - Λόγια λόγια (στατιστική)
Κάθε φορά που το ακούω κολλάω απίστευτα.

Δεν είναι μόνο ο στίχος, είναι και το ύφος του τύπου που το λέει. Εκείνη την ώρα που το τραγουδάω, με πλημμυρίζει μία περιφρόνηση, μία οργή, ένα ύφος υπεράνω και άντε γεια. Είναι σαν να βλέπω τον τύπο να με κοιτάει σαν το σκουπίδι μέσα απ' το γυαλί με σηκωμένο το φρύδι (δεν έχω δει το video clip, αν υπάρχει, αλλά έτσι το φαντάζομαι).

Πάρα πολύ καλό κομμάτι.
Έψαξα για τους στίχους, αλλά πουθενά φως...

Κεφάλια κάτω τώρα, back to work. Kαλημέρα :-)

posted by mindstripper @ 6/03/2005 11:20:00 am  | 5 Comments | 

Thursday, June 02, 2005

Υποσυνείδητο για κλάμματα

Είδα χτες βράδυ στον ύπνο μου όνειρο πολύ άσχημο. Ότι ήμουν πολύ άρρωστη και παρ’ όλ’ αυτά κάπνισα ένα πακέτο τσιγάρα. Καλά, το άγχος το θυμάμαι να με κυριεύει την ώρα που κοιμόμουν κανονικότατα.

"Σταμάτα να καπνίζεις, δεν έχεις καιρό που το έκοψες", έλεγα στον εαυτό μου.

Και μετά από ώρα ενώ κόντευα να τελειώσω το πακέτο... "ΟΚ, από τώρα λοιπόν μπορείς να πεις ότι ξανάρχισες το τσιγάρο".

Το πρωί που ξύπνησα, είχα έντονο το συναίσθημα της δυσφορίας. Μετά θυμήθηκα το όνειρο όπως το περιγράφω τώρα και γούρλωσα τα μάτια. Είμαι γνωστή για το πόσο αφηρημένη είμαι στην καθημερινή μου ζωή και σε καθημερινά πράγματα, πολύ περισσότερο σε ότι αφορά τα όνειρα που βλέπω. Σπάνια τα θυμάμαι. Γι αυτό κι έχω πολύ συχνά στιγμές ντε ζα βου (όπως ο Neo με την μαυρό-γατα).

Δύο οι εξηγήσεις: η πρώτη είναι ότι το υποσυνείδητο κλωτσάει ακόμα για την στέρηση της πίσσας και της νικοτίνης και έψαχνε ευκαιρία να ξυπνήσει και να μου την φέρει πισώπλατα (και βρήκε την αμέσως επομένη από την παγκόσμια ημέρα κατά του καπνίσματος – στην προηγούμενη ζωή μου πρέπει να ήμουν μεγάλη ρουφιάνα, δεν το συζητάω). Και η δεύτερη εξήγηση, ονειροκριτική ετούτη, είναι ότι θα περάσω μεγάλη στεναχώρια. Και κάπνιζα και ήμουν άρρωστη και έκανα και ολόκληρο πακέτο. Κλασμεντέν τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά ευτυχώς, ποτέ δεν μου βγαίνουν τα όνειρα που βλέπω για τον εαυτό μου. Αν έβγαιναν, τότε έπρεπε να βγει κι εκείνο το όνειρο που είχα δει το κίτρινο λουλούδι στη γλάστρα μου να ανθίζει και τα άνθη του στο καπάκι να γίνονται κατακόκκινα και να γεμίζουν με χρώμα και μυρωδιά όλο το μπαλκόνι. Τί ωραίο όνειρο ήταν εκείνο ρε παιδί μου... Τύφλα νά ‘χει το American Beauty.

"Ααααααα, χαρά! Χαρά και γρήγορη κιόλας!!" όλες οι ονειροκρίτισσες εκ του τηλεφώνου.

Αλλά ούτε γκόμενο είδα, ούτε φράγκα, ούτε καν μία καλή ταινία στην τηλεόραση βρε αδερφέ. Όχι ότι έχει σημασία. Η χαρά και η δροσιά που μου είχε αποπνεύσει εκείνη η εικόνα ήταν όλα τα λεφτά και οι γκόμενοι του κόσμου (ντάξει, για τις ταινίες υπάρχουν και τα DVD).

Η δεύτερη εξήγηση λοιπόν απορρίπτεται εμπειρικώς πια. Οπότε μένει η πρώτη. Άτιμο υποσυνείδητο...

Έχει τύχει κι έχω κάνει ένα απ’ αυτά τα τεστ που κυκλοφορούν στο Internet με τίτλο "Ποιός είσασταν στην προηγούμενη ζωή σας". Κορδωνόμουν σαν τον Mr. Bean όταν το αποτέλεσμα στην περίπτωσή μου έδειξε ότι ήμουν άντρας Σκωτσέζος και ευγενής παρακαλώ. Κάπου στο 1800 κάτι αν θυμάμαι καλά. Να δεις που στάνταρ θα είχα και πύργο. Και σίγουρα το βράδυ στον ύπνο μου θα έβλεπα εφιάλτες ότι αγόραζα στη γυναίκα μου δαχτυλίδια και κοσμήματα. Και πού έχω καταντήσει τώρα λέγω, το έτος 2005 πια, να ονειρεύομαι ότι κάνω ένα πακέτο τσιγάρα και να ξυπνάω τρομοκρατημένη! Πού να με έβλεπαν οι απόγονοί μου από τα Highlands. Θα με μπούφλιζαν οι άνθρωποι.

Προς συμπαράσταση στους αδελφούς Σκωτσέζους και διαμαρτυρία στο σκοτεινό και λαμόγιο υποσυνείδητό μου, απόψε θα δω στον ύπνο μου ότι έγινα καλά, ότι καπνίζω κανα πουράκι την εβδομάδα κι αυτό άμα θέλω, κι ότι η γλάστρα στο μπαλκόνι μου έχει πετάξει λελούδια θαλασσιά με φούξιες πιτσιλιές. Καληνύχτα μας.

posted by mindstripper @ 6/02/2005 12:48:00 am  | 2 Comments | 

Wednesday, June 01, 2005

Της στιγμής

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
κι όλα ακόμη μένουν ίδια
κάτω απ'τα παλιά σανίδια
κρύφτηκαν καλά, όνειρα πολλά

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
σφηνωμένα σ'ένα όχι
το φιλί σου ποιος να το 'χει
σβήνοντας το φως, καίγεται ο ουρανός

Είναι αλλιώτικο να ψάχνεις
μια αγκαλιά μες στο χειμώνα
να μη βρίσκεις στα όνειρα σου
μια ήσυχη κρυψώνα

Είναι αλλιώτικο συνέχεια
να σου λείπει πάντα κάτι
είναι αλλιώτικο να χάνεις την αγάπη
είναι αλλιώτικο να χάνεις την αγάπη

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
δύο στοιχειωμένα χρόνια
φορεμένα σαν κολώνια
που 'χεις βαρεθεί κι έχει εξατμιστεί

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
και τον κύκλο τους πριν κλείσω
για να σ' αποχαιρετήσω
κάτι από το χθες, στείλε μου αν θες


Για την Ε.
Κάποια στιγμή θα περάσει και αυτό κοπέλα μου...


Καλό μήνα.

posted by mindstripper @ 6/01/2005 10:10:00 pm  | 0 Comments |