@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Thursday, September 29, 2005

Ετοιμάζω ταξίδι...

...όχι... όχι μόνο για πάρτη μου! (αν και από κει ξεκίνησε να πω την αλήθεια) :-P

Η ιδέα μου είχε μπει εδώ και πολύ καιρό. Άλλωστε, το είχα υποσχεθεί κιόλας. :-)

Ανέβηκα λοιπόν στο πατρικό μου γύρω στον έναν μήνα πριν, χώνοντάς τα αμείλικτα κατά τη διάρκεια όλης της διαδρομής στον εαυτό μου.

"Αυτή τη φορά δεν έχει σούξου-μούξου μανταλάκια, θα ανέβεις το πατάρι ή θα κατέβεις στο υπόγειο και θα τσακιστείς να τις βρεις, κι ας έχουν περάσει 21 χρόνια. Ρίξε κορώνα-γράμματα: κατσαρίδες ή ποντίκια; Όλο το στρίβεις δια του αρραβώνος..."

Για κασσέτες ο λόγος. Ναι, ναι, κασσέτες. Denon, TDK, Maxell… Εκείνα τα μικρά τετράγωνα πραγματάκια που μέσα τους κάποτε κρατούσαν επιλεκτικά όλους τους μουσικούς θησαυρούς του κόσμου. Κι ο καθένας μας τότε, είχε με τα χρόνια γεμίσει το δικό του σεντούκι.

Το είχα βάλει σκοπό να βρω ό,τι απομεινάρια μπορούσα από τον δικό μου -κάποτε- θησαυρό. Δεν μπορεί, κάτι θα είχε επιζήσει από όλες εκείνες τις μετακομίσεις.

Γίνονται όμως κάτι φορές πράγματα απίστευτα...

Με το που μπαίνω σπίτι του αδερφού μου και πάω στο γραφείο του, βλέπω εκεί μπροστά στο πάτωμα, μία σακούλα παραγεμισμένη. Το σχήμα που έχει και οι μικρές γωνίτσες παντού, της προσδίδουν υφή κακοτράχαλου δρόμου, μαρτυρούν αιχμηρά αντικείμενα πεταγμένα μέσα κακήν κακώς.

"Τί είν’ αυτά ρε; Καρφιά έχεις μαζέψει; Τί τα έχεις πεταμένα μπροστά στο γραφείο;", αφετηρία τρυφερής συζήτησης αδερφής προς αδερφό.

"Δε μας παρατάς! Η μάνα σου τα έχει μαζέψει όλα. Νομίζω είναι κασσέτες για πέταμα."

Παρδόν;

Κασσέτες;

Έτυχε σε μένα τη γκαντέμω τέτοιο πράγμα;

Εκείνη τη στιγμή δεν είχα το χρόνο, την ψυχολογία ή το μυαλό (αν και αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο στην περίπτωσή μου :-P) να σημειώσω ώρα και ημερομηνία.

Αρπάζω τη σακκούλα όπως-όπως και στρογγυλοκάθομαι στο γραφείο του αδερφού μου, ο οποίος αρχίζει τις διαμαρτυρίες για τη σκόνη που θα το γεμίσω αν αφήσω τις κασσέτες επάνω του (λες και δεν ήταν μέσα στη μαύρη μπίχλα έτσι κι αλλιώς).

Εγώ, απολύτως καμμία σημασία.
Έχω βρει το τέλος του ουράνιου τόξου.
Το θέμα είναι το σεντούκι να να είναι ακόμα γεμάτο.

"Ρε συ! Η κασσέτα με τους Scorpions!!!"

Ο αδερφός μου χαζεύει πάνω από τον ώμο μου τάχαμου αδιάφορα.

"Άντε ρε βλαμμένο. Έχεις την εντύπωση ότι θα παίζουν πια μετά από τόσα χρόνια; Δε θυμάσαι πόσες φορές τις παίζαμε στον πειρατικό;"

Το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι. Λες;…

"Απομαγνητίζονται με τα χρόνια παιδάκι μου...", μου λέει σχεδόν τρυφερά ο brother, ο οποίος καταλαβαίνει ότι έχει πληροφορήσει τον ασθενή πολύ απότομα για τις επιπλοκές και υπάρχει περίπτωση να του μείνει στον τόπο.

Αλλά ξάφνου αστράφτει η ελπίς.

"Απομαγνητίζονται μόνο όταν τις έχεις εκτεθειμένες στον ήλιο. Ετούτες έχουν να δούνε φώς πόσα χρόνια", λέω με φωνή διστακτική, προσπαθώντας κι εγώ η ίδια να πιστέψω αυτό που λέω.

Ο αδερφός μου δεν μιλάει. Κουνάει μόνο το κεφάλι και φεύγει.

"Είχες δεν είχες, μας την έκανες την καρδιά περιβόλι", σκέφτομαι καθώς τον κοιτάζω να φεύγει.

Μένω εκεί να χαζεύω τις κασσέτες έτσι όπως είναι πεταμένες σχεδόν σε όλη την επιφάνεια του γραφείου. Ένα χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη μου έτσι όπως χαϊδεύω μερικές από αυτές με τα δάχτυλά μου βρώμικα, σχεδόν μαύρα από τη σκόνη των χρόνων.

"Εσένα σε θυμάμαι, πόση χαρά είχα κάνει όταν σε παρέλαβα από το δισκάδικο...", αναφέρομαι νοητά σε μία μαύρη Denon που γράφει απ’ έξω 'Can’t fight this feeling' με κεφαλαία γράμματα.

Τις μαζεύω όλες ξαφνικά και τις βάζω μέσα στη σακούλα.

Προσπαθώ να μην τις ξανασκεφτώ για όλο το υπόλοιπο της ημέρας, αν και είναι μεγάλη η προσμονή που σιγοκαίει μέσα μου, για κείνη τη μοναδική στιγμή που θα βάλω την πρώτη κασσέτα στο κασσετόφωνο-αντίκα που επιζεί ακόμα από τα φοιτητικά μου χρόνια... και θα πατήσω το play…

Επιστρέφοντας πια, έχω βάλει τη σακούλα επάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Η λειτουργία της πλάγιας όρασης με επιβεβαιώνει κάθε τόσο για την ύπαρξή της. Η αγωνία μου μεγαλώνει όλο και περισσότερο όσο πλησιάζω σπίτι.

Μέχρι την ώρα που ανοίγω την πόρτα, πετάω ό,τι άλλο κουβαλάω μαζί μου στους καναπέδες του σαλονιού και κατευθύνομαι τρεχάτη στην κουζίνα, όπου εδρεύει το κασσετόφωνο σε θέση προεδρική. Αρπάζω μία καρέκλα, κατεβάζω το κασσετόφωνο από τη θέση του, βγάζω μία – επι τούτου επιλεγμένη για την αμφίβολη ακεραιότητά της- κασσέτα από την τσέπη μου... Eject!... είσοδος κασσέτας!... Play!

To 'φύσημα' που λέγαμε και στα χρόνια των πειρατικών, πολύ...
Δυναμώνω την ένταση σταδιακά.
Κι από το βάθος αρχίζει να φτάνει στ’ αυτιά μου ο ήχος της τρομπέτας...
...και η μακρυνή φωνή του Φρανκ.

Start spreading the news,
I’m leaving today,
I want to be a part of it,
New York, New York...


Παίζει Χριστούλη μου, παίζει...

Η συγκίνηση είναι τεράστια, μεγαλύτερη από το μπόι μου, ίσαμε όλον τον κόσμο.
Γιατί αυτόν έχω απέναντί μου ετούτη την ώρα...
Πατάω το Forward με κινήσεις τόσο προσεκτικές, σαν να είναι φτιαγμένο από βούτυρο.

Το ταξίδι μόλις ξεκινάει.
Στα 80's, σε τραγούδια ξεχασμένα, σε τραγούδια που δεν θα πεθάνουν ποτέ, στις δικές μου μουσικές αναμνήσεις...
Θα είναι μεγάλο.
Υπομονή... :-)

posted by mindstripper @ 9/29/2005 07:24:00 pm  | 9 Comments | 

Wednesday, September 28, 2005

Μονόλογος

(Για ετούτη τη στιγμή...)

...επιλέγω μια φωνή πανέμορφη και χαδιάρα,
πολλά, πολλά βιολιά,
κρουστά,
ένα ρυθμό νωχελικό και γεμάτο που μαζί του πάλλεται όλη μου η ύπαρξη,
και τρεις λέξεις...

         mad
                  about
              you

Την απολυτοσύνη του απέραντου...
κι αυτή τη γλυκιά ανατριχίλα που συγκλονίζει το κορμί μου κάθε -μα κάθε- φορά που αυτή η αίσθηση με συνεπαίρνει...
την ονομάζω μουσική.

posted by mindstripper @ 9/28/2005 12:24:00 pm  | 1 Comments | 

Monday, September 26, 2005

Aυτός ο Καραγκιόζης...

...πάντα θα μου φτιάχνει το κέφι :-)

Ο Καραγκιόζης φαντάρος - Απόσπασμα από την Πρώτη Πράξη
(η σκηνή παριστάνει αριστερά την καλύβα του Καραγκιόζη και δεξιά το σαράγι)

Χατζηαβάτης
(Εξερχόμενος από το μέρος του σαραγιού)
Απελπίστηκα ο καημένος μια εβδομάδα γυρίζω τώρα να βρω καμμιά δουλίτσα και δεν κατόρθωσα τίποτε... Αχ! αχ!

Ταχήρ
(Εξερχόμενος από το σαράγι)
Τί έχεις πάλι Χατζηαβάτη και βαριαναστενάζεις;

Χατζηαβάτης
(υποκλινόμενος)
Τί ναχω πολυχρονεμένε μου πασά. Μια βδομάδα ψάχνω ο καϋμένος να βρω καμμιά δουλίτσα και δεν το κατόρθωσα.

Ταχήρ
Μη στεναχωριέσαι Χατζηαβάτη, ο Αλάχ είναι μεγάλος, ακριβώς εγώ έρχομαι ψάχνοντας για να σου δώσω δουλειά.

Χατζηαβάτης
(υποκλινόμενος)
Στις διαταγές σου, πασά μου, ο Αλάχ να κόβει μέρες από μένα τον καϋμένο και να σου χαρίζει χρόνια.

Ταχήρ
Άκου λοιπόν, Χατζηαβάτη, θα τρέξεις όλους τους μαχαλάδες και θα τελαλήσεις πως από σήμερα πρέπει να παρουσιαστούν όλοι στο σαράγι για να ντυθούν στρατιώτες για τα μεγάλα γυμνάσια που πρόκειται να γίνουν.

Χατζηαβάτης
(υποκλινόμενος)
Όπως ορίσεις, πολυχρονεμένε μου άρχοντα...

Ταχήρ
Καλά, πήγαινε τώρα Χατζηαβάτη, πάρε μια λίρα μπαξίσι κι άμα τελειώσεις πέρασε από το σαράγι να πληρωθείς.

Χατζηαβάτης
(υποκλινόμενος)
Ευχαριστώ πασά μου, ευχαριστώ και ο Αλάχ να σ' έχη πάντα καλά. (Ο Ταχήρ εισέρχεται στο σαράγι)
Ακούστε κόσμε: Οθωμανοί, Έλληνες, Εβραίοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικάνοι και Κινέζοι από σήμερα να παρουσιασθήτε όλοι στο σαράγι για να ντυθήτε στρατιώτες... Ακούστε καλά...ά...ά.

Καραγκιόζης
(προβαίνει από την καλύβα του)
Βρε τί φωνάζεις πρωί πρωί και ξύπνησες τα γατσούλια μου. (Του δίνει μία κατακεφαλιά)

Χατζηαβάτης
Τί βαράς, βρε κακοχρονιασμένε, Καραγκιόζη; Εγώ κάνω τη δουλειά μου και συ βαράς.

Καραγκιόζης
Χα, χα, χα... Ας γελάσω για να μη σε ξανακαρπαζώσω. Ακούς δουλειά... Δεν είσαι με τα καλά σου, βρε Χατζατζάρη να λες το φώναγμα δουλειά.

Χατζηαβάτης
Αμ' απ' αυτή τη δουλειά, Καραγκιόζη, έβγαλα σήμερα το καρβέλι... Μια ολόκληρη λιρίτσα.

Καραγκιόζης
Δώσε μου τη μισή.

Χατζηαβάτης
Και γιατί να σου δώσω τη μισή!

Καραγκιόζης
Δεν είμαστε φίλοι;

Χατζηαβάτης
E! ναι... Κι επειδή είμαστε φίλοι πρέπει να μοιραστούμε τον κόπο μου;

Καραγκιόζης
Αμ! τί νόμιζες πως θα μοιρασθώ τον κόπο τον δικό μου;

Χατζηαβάτης
Σ' άμα τί σου είπα εγώ, βρε γρουσούζη, να μοιρασθούμε τα λεπτά σου;

Καραγκιόζης
Και γιατί να μη τα μοιρασθούμε; Α! πρέπει να ξέρης για τους φίλους εγώ γίνομαι θυσία.

Χατζηαβάτης
Σ' ευχαριστώ Καραγκιόζη, σ' ευχαριστώ.

Καραγκιόζης
Α! τίποτε... (τεντώνει το χέρι του). Και τώρα κατέβαινε...

Χατζηαβάτης
Τί να κατεβαίνω;

Καραγκιόζης
Τα λεφτά... Το μερδικό μου.

Χατζηαβάτης
Για ποιό μερτικό σου μιλάς;

Καραγκιόζης
Ου! πάλι θα τα λέμε; Κατέβαινε Χατζατζάρη μη σου κατεβάσω την κεφάλα σου απ' την καρπαζιά... Εμπρός. (Σηκώνει το χέρι του) αλά ούνα... αλά ντούε... Αλά (του δίνει μια κατακεφαλιά) τρε... Διαλέγετε κύριοι ποιότητα.

Χατζηαβάτης
Στάσου που κακόχρονο νάχης γρουσούζη (Βγάζει από την τσέπη του και του δίνει μισή λίρα). Πάρε μισή λίρα κι' ας το διάολο να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου!

Καραγκιόζης
Γιατί βρε Χατζατζάρη, εγώ που σ' αγαπάω τόσο και σε υποστηρίζω...

posted by mindstripper @ 9/26/2005 11:39:00 pm  | 0 Comments | 

MANA!!! ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΓΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ!


Ν Ι Κ Η Σ Α Μ Ε !

posted by mindstripper @ 9/26/2005 12:35:00 am  | 1 Comments | 

Saturday, September 24, 2005

Εθνική Ελλάδος γεια σου!

Αφού το γλύτωσα σήμερα το εγκεφαλικό, είμαι γερή κράση τελικά!
(Το παραλήρημα δεν το γλύτωσα όμως - ακολουθεί σύντομο απόσπασμα)

Δε με νοιάζει αν το πάρουμε αύριο, δε με μέλλει καθόλου!
Μπράβο σε όλα τα παιδιά, στον προπονητή, στον άνθρωπο για τις πετσέτες, μπράβο, μπράβο σε όλους! Μπράβο γιατί παλέψαν το παιχνίδι με όση δύναμη ψυχική και σωματική είχαν πάνω τους, και τους το πήρανε μέσα από τα χέρια.

Καλή επιτυχία για αύριο. Όπως και νά 'χει, εγώ είμαι περήφανη γι αυτή την ομάδα.

Έχω πυρετό, πάω στο γιατρό,
φέρτε μου το κύπελο για να γιατρευτώ.


posted by mindstripper @ 9/24/2005 09:25:00 pm  | 6 Comments | 

Friday, September 23, 2005

Ολίγον psycho...

"...φοράει μαύρα γυαλιά για να μην του κλέψουν τις σκέψεις του."

Το είδα γραμμένο στο ποστ του Azrai, στο Σπιτάκι.
Κι όταν το διάβασα ένιωσα εκείνο το περίεργο κενό στο στομάχι μου.
Και οι σκέψεις άρχισαν να ρέουν...

Τρελός το είπε αυτό το πράγμα;

Kι αν το διάβαζα μέσα σ' ένα βιβλίο;
Αν μου το έλεγε ο παππούς ο Στέργιος;
Αν ήταν μία ατάκα που κορδώνεται στον επίλογο μίας ταινίας του David Lynch; (καλά, μπορεί και στον πρόλογο αν μιλάμε για τον συγκεκριμένο)
Είναι ικανοί να αλλάξουν, να επηρεάσουν, να εκμηδενίσουν ή ακόμα και να παραμορφώσουν την αντίληψή μας, οι πομποί της πληροφορίας κάθε αυτής;
Κι εμείς, ως ανθρώπινοι δέκτες, πόσο σκεπτόμενοι είμαστε;
Πόσο σκεπτόμενοι έχουμε μάθει, πόσο σκεπτόμενοι θέλουμε να είμαστε;...

Θα το πω.
Εγώ όταν φοράω μαύρα γυαλιά ζεσταίνομαι, ιδρώνω.
Έχω την εντύπωση ότι δεν ανασαίνει καλά το πρόσωπό μου.

posted by mindstripper @ 9/23/2005 01:04:00 pm  | 4 Comments | 

Wednesday, September 21, 2005

Τέλη Τέλη Τέλη (χάδια και φιλιά) - Μέρος B'

... (Μέρος Α')

Από το σημείο αυτό και μετά έχω γράψει τον τουρίστα στα παλιά μου τα All Star που είναι εκεί παραδίπλα (και έχουν και τρύπιο πάτο από κάτω).

Κάμποση ώρα αργότερα, ο Τέλης έχει αποθρασυνθεί εντελώς. Πετάγεται από τον πεύκο ανά 5 λεπτά, με πλησιάζει μονοκοπανιάς πια στο ένα μέτρο και κάθε φορά συνειδητοποιώ, ότι αν δεν κουνηθώ αυτή τη στιγμή, ετούτος είναι ικανός να ανέβει στο πόδι μου, να μου βγάλει τη γλώσσα κατάμουτρα και μετά να φύγει χοροπηδώντας πάνω-κάτω σκορπίζοντας τριγύρω του με echo το γέλιο τρελλού επιστήμονα.

Ο φόβος με έχει εγκαταλείψει εδώ και πολύ ώρα. Αντί αυτού χαμογελάω συνέχεια σατανικά:

"Όχι ρε κάθαρμα, δεν θα σε αφήσω να ανέβεις επάνω στην πετσέτα μου, να δω πόση υπομονή έχεις ακόμα πια!..."

H κατάσταση έχει ξεφύγει από τα λογικά πλαίσια. Απλά εγώ δεν το έχω καταλάβει και είμαι με μία ψηφιακή στο χέρι να αλλάζω θέσεις σαν το παρλιακό, εστιάζοντας (φαινομενικά) σε διάφορα βότσαλα της παραλίας. Κι εκεί που κάθε φορά νομίζω ότι "τον έχω", κάνει ένα τσουπ, μού 'ρχεται πιο κοντά και νά 'σου εγώ τα ακροβατικά πάνω στην πετσέτα...

Έρχεται η ώρα που τσαντίζομαι.
Δηλαδή τί θα γίνει τώρα, έτσι θα το πάμε όλη μέρα;
Λίγο πριν μία από τις εφόδους του, του φράζω το γνωστό του δρομολόγιο με την τσάντα θαλάσσης μου.

'ΧΑ!', ακούω τη φωνή μου δυνατά. Δυνατά; Μωρέ δυνατά και πεντακάθαρα...

Την επόμενη στιγμή σχεδόν, βλέπω τον Τέλη να πλακώνεται στα γκάζια από τον πεύκο. Φτάνει μπροστά στην τσάντα. Φρενάρει. Βραχυκυκλώνει για 5 δευτερόπτα περίπου. Απότομη στροφή αριστερά. Πατάει πάνω στην πετσέτα μου και για πρώτη φορά περνάει στην απέναντι πλευρά με κυκλική κίνηση, εκεί που βρίσκεται η κουλούρα μου. Εξαφανίζεται κάτω από αυτήν, εκσφενδονίζοντας πίσω του μικροσκοπικά χαλικάκια.

'Τώρα σ' έχω στο χέρι μάγκα...'

Δεν μπορούσε να πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πίσω του ήταν η θάλασσα, τον είχα στριμώξει. Θα έπρεπε κάποια στιγμή να βγει για να επιστρέψει στην εστία του. Παίρνω την ψηφιακή μου, κάθομαι σε σημείο κάπως μακρινό και σετάρω το ψηφιακό ζουμ στο τερματικό του όριο. Για προστασία από πιθανή έφοδο βάζω μπροστά μου το βιβλίο μου, τα παπούτσια μου και την τσάντα θαλάσσης, κι έτσι ήσυχη, πίσω από το οδόφραγμα που έχω στήσει, μένω να καραδοκώ με το δάχτυλο 'στη σκανδάλη'.

'Όταν βγεις φίλε μου θα σε αποθανατίσω. Κι άμα δεις την τύφλα σου μετά το φλας εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη.'

Περνάει γύρω στο ένα λεπτό. Αρχίζω να αναρωτιέμαι αν ζει ή αν βρίσκεται κάπου μέσα στο κύμα να κολυμπάει πεταλούδα με σκοπό να μου την βγει ύπουλα από πίσω όπου έχω τα νώτα μου ακάλυπτα.

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή χαλαρότητος, πετάγεται αστραπιαία κάτω από την κουλούρα και καταβροχθίζει μπροστά στα μάτια μου ένα αμέριμνο ζωύφιο που περνούσε από μπροστά του! Τον βλέπω να χλαπακιάζει το έντομο με τρεις-τέσσερις κινήσεις, και έχω μείνει με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο. Το δάχτυλό μου πιέζει -τρεμάμενο από το απροσδόκητο της εικόνας- το κουμπί της ψηφιακής, αλλά είναι πάρα πολύ αργά... Η τεχνολογία με προδίδει. Ο χρόνος εστίασης του φακού της Olympus ξεπερνάει κατά πολύ την όλη κίνηση αιφνιδιασμού του Τέλη. Κοινώς, είχα μιά Smith & Wesson στη θέση ενος Ούζι. Έναν γαϊδαράκο στη θέση ενός 4x4.

Άσε που από τη συγκίνηση του παρ' ολίγο συγκλονιστικού αυτού ντοκουμέντου, έπαθα τέτοιον πανικό που αντί για τον Τέλη τράβηξα τον ουρανό από πάνω του.

Πλήρης απογοήτευση.

'Βρήκες κι εσύ περίσταση να σου βγει το φωτογραφικό δαιμόνιο, τρομάρα σου...', μουντζώθηκα.

Μέσ' στη βαριά σκοτούρα μου, κοιτώ τον Τέλη.
Μου φαίνεται κάπως διαφορετικός.
Κάθεται ακίνητος επάνω σε μία πέτρα με ανασηκωμένο το κεφάλι του και με κοιτάει.
Δεν κάνει καμμία απολύτως κίνηση... ούτε να έρθει προς τα εμένα, ούτε να φύγει και να επιστρέψει στον πεύκο του.

'Εμ, να μάθεις να μην τρως απότομα! Είδες που σού 'κατσε βαρύ το φαϊ;'

Τον τραβάω δυο τρεις φωτογραφίες με την άνεσή μου, με ύφος νικηφόρου κατακτητή.



Αργά αργά, κατεβαίνει την πέτρα για να φύγει.
Γυρίζει στον πεύκο του και δεν με επισκέπτεται ξανά.
Ο ήλιος κοντεύει να πέσει.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.



'Άραγε ποιός να εξημέρωσε ποιόν σήμερα;' αναρωτιέμαι και σκέφτομαι τον Μικρό Πρίγκηπα με την αλεπού του.

Την απάντηση την ξέρω πολύ καλά.

Αναστενάζω και βουλιάζω στην κουλούρα μου ατενίζοντας τον γεμάτο χρώματα ορίζοντα και τον κόκκινο ήλιο που σχεδόν ακούγεται να βυθίζεται τσιτσιρίζοντας μέσα στη θάλασσα.
Αφουγκράζομαι το κύμα και ρίχνω μία ματιά στον πεύκο πίσω μου.
Χαμογελώ όπως τότε που, όταν άλλαζα σχολείο, γνώριζα τους πρώτους μου καινούργιους φίλους.
Τελικά να δεις ότι το μόνο που ήθελε όλη τη μέρα, ήταν να συστηθεί και να μου πει το 'καλώς ήρθες'...


posted by mindstripper @ 9/21/2005 11:22:00 pm  | 7 Comments | 

Tuesday, September 20, 2005

Τέλη Τέλη Τέλη (χάδια και φιλιά) - Μέρος Α'

Καλοκαιράκι, μέσα Αυγούστου. Κοντά της Παναγιάς, σε μια παραλία της Νάξου. Όπου -τύχη βουνό- μία κολλητή μου έχει σπίτι. Τόσα χρόνια λέμε να πάμε παρέα προς τα κει, τη μία η δουλειά της μίας, την άλλη η μουρλαμάρα της άλλης ('πού είσαι;' 'E, είπαμε να ανέβουμε Χαλκιδική για ΣΚ, το επόμενο λέμε να πάμε Ξάνθη... αλλά αυτό το 38 δεν μου πέφτει ρε γαμώτο και ανησυχώ...'), ποτέ λοιπόν δεν τα είχαμε καταφέρει. Το 2005 όμως μας έκατσε καλά (από μερικές πλευρές, την εξής μία που περιγράφω δηλαδή), τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, βγάλαμε και τα εισιτήριά μας, κι ένα πολύ όμορφο μεσημέρι που η Αττική ψηνόταν σαν το κοτόπουλο, εγώ παρέα με μία συρόμενη βαλιτσούλα και την κιθάρα μου, πατάω το πόδι μου στο νησί με κατάνυξη θρησκευτική (προς το θεό Διόνυσο μεριά). Η κολλητή είχε φτάσει μία εβδομάδα νωρίτερα για να ανοίξει το σπίτι, να ξυλώσει τα κόντρα πλακέ και τα ξύλα που προστατεύαν τα παράθυρα από την αλμύρα, και να βγάλει τα μάτια της με τον γκόμενο για όσες μέρες προλάβαινε (κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο).

Φύγε εσύ, έλα εσύ... μένουμε με την κολλητή σε ένα σπίτι που κάτι ώρες μου φαινόταν σαν να είχε πάρει σάρκα και οστά από εικόνες παλιών αγαπημένων ταινιών στην τηλεόραση. Το βράδυ με νανούριζε ο αχός από το κυματάκι που γινόταν ένα με την αμμουδιά. Το πρωί πάλι ξυπνούσα από τα τιτιβίσματα των πουλιών και το ζουζούνισμα από τις μέλισσες που γυροφέρνανε τα ανθάκια της βουκαμβίλιας έξω από το παράθυρό μου. Ζούσα την απόλυτη -pardon my expression- ρέκλα. Κουραζόμουν και μόνο να σκέφτομαι ότι έπρεπε να διανύσω 20-30 μέτρα για να κατέβω στην παραλία. Οι μέρες, σαν ζωντανές υπάρξεις, κυλούσαν η μία μετά την άλλη πανομοιότυπες και απόλυτα γαλήνιες, κοιτάζοντας όλον τον υπόλοιπο κόσμο με το φρύδι σηκωμένο, χαχανίζοντας υπεροπτικά, έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη. Στην παραλία λίγος κόσμος για την εποχή, όσοι ακριβώς πρέπει να μένανε στα γύρω σπίτια και σ' ένα (και μόνο) ξενοδοχείο που υπήρχε εκεί. Σε ένα σημείο της παραλίας αυτής κατεβαίναμε κι εμείς κι απλώναμε τις πετσέτες μας κάθε μέρα... στο ίδιο σημείο, που μας περίμενε εκεί, με τις ίδιες πέτρες που είχαμε χρησιμοποιήσει και την προηγούμενη μέρα για να ασφαλίσουμε τις πετσέτες μας από τον άνεμο, με τα ίδια σχεδόν σημάδια από τα σώματά μας επάνω στην αμμουδιά... Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος στη θέση μου εκείνες τις μέρες, θα μπορούσε να κάνει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από το να ερωτοτροπεί αχόρταγα με τη φύση. Ήταν το συναίσθημα της απόλυτης ευτυχίας μετά τον έρωτα: ό,τι έδινες το έπαιρνες πίσω εκατό φορές πιο έντονο, πιο δυνατό, πιο σαρωτικό, πιο ολοκληρωμένο...



Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα κατέβηκα το μονοπατάκι προς την παραλία μόνη μου ένα μεσημέρι. Ανυπομονούσα να φτάσω κάτω, να κάνω τη βουτιά μου και με το φως του απογευματινού ήλιου να τελειώσω το βιβλίο που διάβαζα. Απλώνω την πετσέτα μου στο γνώριμο μέρος, παίρνω αγκαζέ την κουλούρα μου και πεφτω στη θάλασσα. Η μέρα είναι πολύ ζεστή και η επιφάνεια της θάλασσας μία τεράστια παλλόμενη μεμβράνη. Βγαίνω έξω, ξαπλώνω στην πετσέτα μου, ανοίγω το τρανζιστοράκι μου... ας μην ξεκινήσω να διαβάζω ακόμα, ας κάτσω λίγο να αφουγκραστώ προσεκτικά ετούτη την ησυχία...

Ο Μορφέας με νανουρίζει χωρίς να το καταλάβω. Και ξάφνου, έτσι όπως είμαι βυθισμένη στην αγκαλιά του, νοιώθω κάτι να περπατάει πάνω στο πόδι μου! Σε δευτερόλεπτα φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα του μέρμηγκα, που διαδέχεται την εικόνα της σφήκας, που διαδέχεται την εικόνα του μπάμπουρα, αλλά... διάολε!... ετούτο που περπατάει πάνω μου αυτή τη στιγμή είναι βαρύ και η αίσθηση στο δέρμα μου είναι σχεδόν γαργαλιστική!

P A N I C!!!

Πετάγομαι πάνω αλαφιασμένη. Η αλυσίδα έσπασε. Άμα πιάσω ετούτο το πράμα που την διατάραξε με τόσο απότομο και βάρβαρο τρόπο θα...

Ωχ!
Τί 'ν' τούτο που τρέχει;
...
Μία σαύρα τόση δα μικρή!

Κάθομαι να την χαζεύω με το στόμα ανοιχτό καθώς διασχίζει με ταχύτητα αστραπή τα βότσαλα και κρύβεται ανάμεσα στα κλαδιά ενός πεύκου ένα μέτρο σχεδόν πιο πέρα από κει που βρίσκομαι.

Τα έχω χάσει. Κοιτάζω γύρω μου να δω πόσο ακριβώς ρεζίλι έχω γίνει. Ένας τουρίστας ξαπλωμένος μέσα στα πεύκα πιο πίσω μου κάνει πως συνεχίζει το διάβασμά του αλλά συγκρατεί το γέλιο μέσα από τα μουστάκια του. Χμφφ... Σκασίλα μου κιόλας, ανάγκη σ' έχω ή μπας και θα με ξαναδεις; Ξαπλώνω ξανά στην πετσέτα μου, αυτή τη φορά με τη σωστή κατεύθυνση σώματος: το οπτικό μου πεδίο επικεντρώνεται στο πεύκο από το οποίο προήλθε ο εισβολέας.

'Δεν ανοίγω το βιβλίο μου να διαβάζω; Αυτό θα έχει τρομάξει πιο πολύ από μένα', καθησυχάζω τον εαυτό μου.

Αμ δε! Σε λίγη ώρα η άκρη του ματιού μου εντοπίζει κίνηση στον τομέα Βου, κλαδί Α, πευκοβελόνα ΧΙΙ. Το σαυράκι αρχίζει να κινείται ξανά προς το μέρος μου με πορεία διακοπτόμενη, αλλά σταθερή. Ανασηκώνομαι χωρίς να κάνω απότομες κινήσεις. Στέκεται ακίνητο.

'Κοιτάτε θράσος ρε παιδιά...', σκέφτομαι.

Ανακάθομαι. Ο φίλος μου παραμένει ακίνητος.

'Τώρα ή ετούτο δω είναι τσαμπουκαλήδικο ή εγώ έχω αρχίσει να έχω παραισθήσεις λόγω έλλειψης υπερβολικών συγκεντρώσεων αζώτου και μονοξειδίου του άνθρακα...'.

Κι εκείνη την ώρα, λες και διάβασε το μυαλό μου, κάνει την απίστευτη κίνηση: διασχίζει ταχύτατα τα βότσαλα και σταματάει απότομα ακόμα πιο κοντά μου! Με ζώνουν μαύρα φίδια (είναι το ποστ των ερπετών όπως και να το κάνουμε) και αλλάζω θέση στην πετσέτα, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στον τουρίστα που αυτή τη φορά δεν έχει πάρει πρέφα τί γίνεται.

'Σαν λίγο επιθετικός μου φαίνεσαι ρε μάγκα και θα σου πω καμμιά κουβέντα μεσημεριάτικο. Ούτε ο Τέλης ο μπουζουκτζής να ήσανε...'

Κάνω και καλά ότι πιάνω τα μαλλιά μου κοτσίδα με απότομη κίνηση των χεριών μου, προς παραπλάνηση του τουρίστα που πιθανώς να με είχε πάρει χαμπάρι. Ο μάγκας σκιάζεται και επιστρέφει πίσω στον πεύκο τρεχάλα.

Με ύφος θριαμβευτικό ξαπλώνω στην πετσέτα μου χρησιμοποιώντας την κουλούρα μου για μαξιλάρι.

Μετά από ένα τέταρτο όμως η σκηνή επαναλαμβάνεται. Ο Τέλης βγαίνει πάλι από την κρυψώνα του και κινείται ξανά προς το μέρος μου.

Τον τρομάζω.
Το βάζει στα πόδια.
Προλαβαίνω όμως να τον τραβήξω μία φωτογραφία. Το δαιμόνιο του παπαράτσι έχει ξυπνήσει μέσα μου χωρίς να το καταλάβω.

Συνεχίζεται...

posted by mindstripper @ 9/20/2005 10:57:00 pm  | 4 Comments | 

Monday, September 19, 2005

(H) Μέρα Κυριακή

Πάντα μου άρεσαν οι Κυριακές.
Όταν ήμουν πιτσιρίκι, μου άρεσαν επειδή τη Δευτέρα θα πήγαινα σχολείο που το αγαπούσα τόσο πολύ.

Τώρα που μεγάλωσα, οι Κυριακές μου αρέσουν ακόμη περισσότερο κι ας μην πηγαίνω σχολείο την επομένη.
Τόσο που μετράω τις μέρες με ανυπομονησία από τη μία Κυριακή στην άλλη.

posted by mindstripper @ 9/19/2005 01:22:00 am  | 17 Comments | 

Sunday, September 18, 2005

:-(

Ήρθε καινούργια δασκάλα στο Ωδείο...

ΔΕ ΘΕΛΩ!!!

posted by mindstripper @ 9/18/2005 03:15:00 pm  | 3 Comments | 

Thursday, September 15, 2005

Εσύ, ο κατάσκοπος [Προσωπική αφιέρωση #3]

Έχω ένα φιλαράκι που το αγαπώ πολύ. Τον είχα γνωρίσει πρώτη φορά την πρώτη μέρα της πρώτης μου δουλειάς. Μακρυμάλλης, σκουλαρικάς, μηχανόβιο μπουφάν, μπότες κι έτσι... Εγώ φρέσκια από το Πανεπιστήμιο και το μεταπτυχιακό, μέσα στη μαύρη κατάθλιψη από την επιστροφή από Αγγλία, έτσι όπως τον είδα μέσα στο άγχος και την αγωνία της πρώτης μου συνέντευξης, τρομοκρατήθηκα. Κι όταν μου είπε το αφεντικό ότι το πόστο μου εκεί απαιτούσε άμεση καθημερινή συνεργασία μ' αυτόν, η πρώτη μου σκέψη ήταν 'Ωχ...'

Την πρώτη μέρα το έπαιζα αδιάφορη. Μου έφτανε που δεν ήξερα την τύφλα μου και ήμουν εκεί για τρεις μήνες δοκιμαστικά, δεν θα μιλούσα και σ' αυτόν, που ήταν φανερό ότι είχε προϋπηρεσία στο χώρο... Έκανε ο Μ. το πρώτο βήμα λοιπόν. Σου λέει 'δεν μιλάει, δε λαλάει τούτη, ή καθυστερημένη θα είναι, ή ψηλομύτα, ή και τα δύο - κάτσε να τσεκάρω τί γίνεται...'
Χαμηλόφωνα με ρώτησε αν είχα ξαναδουλέψει σε τέτοιο περιβάλλον στο παρελθόν.

"Μπα, πρώτη μου δουλειά είναι, άστα..."

Αυτό το 'άστα' ήταν σωτήριο. Είναι αξιοθαύμαστη η επίδραση που μπορεί να έχει μία τόσο δα λεξούλα στην ψυχολογία των ανθρώπων κάτι φορές. Και μέχρι να πεθάνω αυτό είναι ένα πράγμα που δεν θα με αφήνει ποτέ ασυγκίνητη. Ο τρόμος μου είχε εξαφανιστεί σε λιγότερο από 10 λεπτά, μέσα στα οποία είχαμε αναλύσει με ταχύτητα φωτός τους φόβους και τον πανικό στον οποίο ζούσαμε -τελικά- και οι δύο. Μετά το καμπανάκι των 10 λεπτών πήγαμε ο καθένας στο γραφείο του. Φοβόμασταν μη μας πάρει πρέφα ο αφεντικός ('πρώτη μέρα κι αρχίσαν το κους-κους οι νέοι, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα...'). Ψαρούκλες, όχι αστεία... Δεν θυμάμαι την κουβέντα μας ακριβώς, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα εξ' αιτίας του Μ. γέλασα για μια στιγμή δυνατά κι αβίαστα, σ' ένα περιβάλλον εντελώς ξένο, που σε λίγο καιρό θα γινόταν πιο οικείο κι από το σπίτι μου.

Περάσαμε πολύ όμορφα σε κείνη τη δουλειά. Ήταν τα καλύτερα χρόνια του εργασιακού μου βίου, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Με τον Μ. είμασταν οι φιγούρες του ορόφου, πρώτον επειδή με το που έμπαινε κάποιος στην πόρτα είχε τα δύο γραφεία μας φάτσα κάρτα, και δεύτερον επειδή με το πέρασμα του χρόνου, ο τοίχος πίσω μας είχε μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο κολάζ με φωτογραφίες, φάρσες, αποκόμματα περιοδικών, εκτυπώσεις... Μια φορά που με είχε χτυπήσει σπαστική κωλίτιδα θυμάμαι, από τα νεύρα μου που δεν μπορούσα να φάω στερεά τροφή, είχα κολλήσει κι ένα φακελλάκι σούπας Knorr κάπου εκει. Πολλά ξενύχτια, πολλά γέλια, χαρές, στεναχώριες, κλάμματα, μούτρα, καυγάδες, κατινιές, γκομενικοί προβληματισμοί, συμβουλές, όνειρα, σχέδια, αποφάσεις ζωής... Μας φωνάζανε 'το αχτύπητο δίδυμο', λόγω δουλειάς και πόστου περισσότερο, αλλά εγώ ακόμα και τώρα, σχεδόν 10 χρόνια μετά, μας θεωρώ ακόμα πιο αχτύπητο δίδυμο από τότε. Όταν αναφέρομαι πολλές φορές στο πρόσωπό του, λέω:

"...ένας καλός μου φίλος, κολλητός μου... αδερφός ρε παιδί μου..."

Με το θάρρος λοιπόν μίας τέτοιας φιλίας του φόρτωσα ετούτο το καλοκαίρι τους παπαγάλους μου. Κι ο Μ. τους ανέλαβε ευχαρίστως (σιγά μην τους ανέλαβε αυτός, ας μην ήταν αυτή η χρυσή κοπέλα δίπλα του και θα σου έλεγα εγώ... :P). Επάνω στην κουβεντούλα κάτι μέρες πριν την αναχώρησή μου, έπεσε και η κουβέντα περί μπλογκ.

"Κι εσύ ποιά είσαι;"
"Τί ποιά είμαι; Ποιό είναι το nickname εννοείς;..." κάνω την κότα εγώ.
"Ναι."
"φφφφ... Ντρέπομαι να σου πω!"
"Πες ρε βλάκα!"
"Ε, δεν μπορώ σου λέω, ντρέπομαι. Άσε με τώρα, μετά το καλοκαίρι."

Επιστρέφω από τις διακοπές μου. Ξεσκονίζω το σπίτι, αερίζω το μπλογκ μου, βλέπω τα στατιστικά μου, εντοπίζω ένα IP κάπως περίεργο. Επισκέπτομαι τον Μ. για να πάρω πίσω το ζεύγος της συμφοράς (που ακόμα δε λέει να μου κάνει ένα παιδάκι).

"Να σου πω ρε Μ... Πόσα άτομα είστε εκεί που δουλεύεις;"
"Ε, τώρα ξέρω κι εγώ να σου πω; Δεν είμαστε και πολλοί."
"Κάποιος από σας με επισκέπτεται στο μπλογκ", τον κοιτάζω ερευνητικά, αλλά επειδή είναι χαρακτηριστικό το πόσο στόκος μπορώ να είμαι κάτι ώρες, ουσιαστικά δεν τον υποπτεύομαι.
"Άντε ρε. Πώς το ξέρεις αυτό;"
"Ε, είδα ένα IP με το τάδε όνομα. Εσείς δεν είστε αυτοί;"
"Ναι, εμείς είμαστε. Ίσως να μπαίνουν από το άλλο κτίριο που είναι και περισσότεροι, ποιός ξέρει..."

Παύση.

"Ποιά μου είπες ότι είσ... Α, δε θες να μου πεις, ξέχασα."
"Δεν είναι ότι δε θέλω μωρέ. Είναι ότι ντρέπομαι σου λέω!"

Κι άλλη παύση. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα περνούν από μπροστά μου άπειρες εικόνες, εικόνες όχι καλές, εικόνες με κλάμματα και απελπισία. Τότε που ο Μ. ήταν εκεί. Δεν είναι ηλίθιο; Nα ντρέπεσαι έναν άνθρωπο που είναι αποδεδειγμένα από τους πιο κοντινούς σου;

"Μα τί μ@λ@κίες λέω ρε γμτ. To νικ μου είναι mindstripper. Μπες όποτε θες να δεις εκεί πέρα..."

Ο Μ. αφήνει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και βάζει τα γέλια.

"ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΒΛΑΚΑ;"
"Εμ ποιός θα ήτανε ρε βλήμα; Nόμιζες ότι δεν θα σ' έβρισκα; Αλλά πού να στό 'λεγα..."

Άντε βρε χαμένε κι ετούτο το ποστ είναι δικό σου. Όχι τίποτ' άλλο, αλλά δεν θά 'μαι κι εκεί να βλέπω τη φάτσα σου όταν το διαβάζεις. Το καλό με τόσα χρόνια που σε ξέρω είναι ότι μπορώ να φανταστώ την κάθε σου αντίδραση. Και μη χασκογελάς, θα σε δουν οι τριγύρω!

(Να μάθεις να μου ξαναπείς ότι έχω να γράψω από την Κυριακή...)

Υ.Γ. Δεν θα το σηκώνω το κινητό σήμερα, πάρε όσα τηλέφωνα θες.

posted by mindstripper @ 9/15/2005 02:20:00 pm  | 6 Comments | 

Sunday, September 11, 2005

Μια χρωματιστή Κυριακή

Όταν μεγαλώσεις...
Petits chanteurs de Saint Marc - Vois sur ton chemin

...να συνεχίσεις να κοιτάς εκεί ψηλά.
Petits chanteurs de Saint Marc - Caresse sur l'ocιan

Νύχτα καλή και να προσέχετε το παιδί μέσα σας.

Και τα δύο κομμάτια είναι από την εκπληκτική Γαλλική ταινία "Τα Παιδιά της Χορωδίας" ("Les Choristes"), της οποίας την πανέμορφη μουσική συνέθεσε και διεύθηνε ο Bruno Coulais.

posted by mindstripper @ 9/11/2005 11:12:00 pm  | 8 Comments | 

Friday, September 09, 2005

Ήρθε ένας φίλος απόψε...

...απ' τα παλιά. Από παρέα που δεν υφίσταται πια. Μετά από 4 μπύρες ο καθένας, με μουσική υπόκρουση λαϊκά τραγούδια (γιατί είμαστε και καρα-λαϊκοί τύποι), αυτό που μένει είναι ο τρόπος που αποκαλούμε ο ένας τον άλλον όταν αναμασάμε στην κουβέντα μας τους μεγάλους καημούς, τα μεγάλα πιώματα και τα πιο τρελά, αξέχαστα σκηνικά που έχουμε να θυμόμαστε ο ένας από τον άλλον:

"Θυμάσαι ρε φίλε;..."

Αληθινή φιλία μπορεί να μην υπάρχει τελικά... Αυτό που υπάρχει είναι όμως η αληθινή στιγμή. Είτε την έχεις ζήσει, είτε την αναβιώνεις παρέα με έναν φίλο, μία μπύρα κι έναν Τερζή αγκαλιά.

Και πού 'σαι... Αν θες να το αμφισβητήσεις, ήρθες δεύτερος.

Άντε γεια (μας) τώρα, με περιμένουν...

posted by mindstripper @ 9/09/2005 12:42:00 am  | 4 Comments | 

Wednesday, September 07, 2005

Αγόρασα έναν κουμπαρά...

...ένα τενεκεδόκουτο με ζωγραφισμένα ζωάκια και καρτούν απ' έξω. O μόνος τρόπος που μπορεί κανείς να το ανοίξει, είναι με ανοιχτήρι κονσέρβας. Κάθε βράδυ που γυρνώ σπίτι, ρίχνω μέσα 2 ευρώ και 20 λεπτά, όσο κόστιζε ένα πακέτο Assos International Lights την εποχή που τό 'κοψα.

Σε κανένα χρόνο θα το ξεκοιλιάσω για να πληρώσω την ασφάλεια του αυτοκινήτου μου.

Και σκεφτόμουν...

Νά 'χα ένα ίδιο τενεκεδόκουτο που να μπορούσα να ρίχνω όλα τα χαμόγελα της μέρας...

του κυρ-Παναγιώτη του ψιλικατζή όταν μου φωνάζει "γειάααα" από την καρέκλα του κάθε πρωί,
των φίλων μου όταν με παίρνουν ένα τηλέφωνο να μου πουν καλημέρα,
του σκύλου της διαχειρίστριας που όταν με βλέπει κουνάει την ουρά του σαν τρελός,
της 18χρονης που σκύβει το κεφάλι όταν το παλικαράκι στο παπί της στέλνει φιλάκια στο δρόμο,
του εαυτού μου κάθε φορά που θα δω την ανηψιά μου,
που θα δω στην τηλεόραση μία παλιά Ελληνική ταινία
που θα φάω μία πάστα σοκολάτα
ή που θα διαβάσω ένα blog...

Μέχρι το βράδυ θα σκιζόταν στη μέση και θα μου γέμιζε τους τοίχους του σπιτιού με χρώματα.

posted by mindstripper @ 9/07/2005 03:40:00 pm  | 12 Comments | 

Μπράβο ρε παιδιά...

Για την Εθνική Ελλάδος Βόλλεϋ ο λόγος.

Είδα ένα απρόσμενα ωραίο και θεαματικό παιχνίδι σήμερα. Έπαιζε η Ελλάδα με τη Γαλλία. Να δεις πώς το είπε ένας τυπάκος στο ραδιόφωνο το απόγευμα;

"Λίγες ελπίδες τρέφει η Εθνική μας σήμερα για νίκη επί της Γαλλίας στο Πανευρωπαϊκό Αντρών που διεξάγεται στο Βελιγράδι..."

Νευρίασα κι επι τόπου άλλαξα σταθμό. Ελπίζω αυτό το δημοσιογραφάκι που έγραψε τις αθλητικές ειδήσεις στο συγκεκριμένο σταθμό να καταπιεί τη γλώσσα του για κανα-δυο χρονάκια και να ασχοληθεί με τα ζώδια instead. Άντε γιατί τσαντίζομαι με κάτι τέτοια. Από τότε που, πιτσιρίκι ακόμα, είχα δει εκείνον τον αγώνα στο Mundobasket με την Εθνική μπάσκετ Ρωσίας να νικάει τη Γιουγκοσλαβία μέσα σε 33 δευτερόλεπτα και να υπέρ-καλύπτει μία διαφορά 6 πόντων (τόσο δεν ήτανε;), δεν έχω ξαναπεί ποτέ τίποτε για κανένα αποτέλεσμα, παρά μόνο όταν αυτό είναι τετελεσμένο. Εδώ εγώ τό 'χω μάθει, δεν τους μαθαίνουν τίποτε σ' αυτές τις σχολές της δημοσιογραφίας που πάνε; Και δεν με ενδιαφέρει το πόσο χάλια έπαιξε η Εθνική βόλλεϋ στους προηγούμενους αγώνες... Δεν έχει σχέση.

Τέλος πάντων. Δεν θα μακρυγορήσω. Θέλω μόνο να σημειώσω δύο πράγματα επί προσωπικού επιπέδου:

1. Άκουσα τον εκφωνητή να αναφέρεται στον Τσακιρόπουλο ως "o blogger". Ο πρώτος χρήστης που θα βγάλει στο E-bay χάπια ή μέθοδο απεξάρτησης από τα μπλογκς, κάτι μου λέει ότι θα τα πιάσει χοντρά.

2. Ο Κράβαρικ χαρακτηρίστηκε ως "ένας από τους καλύτερους server". Φταίω εγώ τώρα να ζητήσω αναβάθμιση σε Windows-Κράβαρικ 2005?

Ξανά τέλος πάντων.

Τέρμα τ' αστεία. Το παιχνίδι που είδα σήμερα ήταν από τα καλύτερα της Εθνικής μας. Οι παίκτες ήταν όλοι άψογοι. Η ομάδα ήταν ομάδα συμπαγής και συγκροτημένη. Οι Γάλλοι είχαν χάσει τ' αυγά και τα πασχάλια. Οι Σέρβοι διοργανωτές δε, δείχνανε λάθος καρτέλες των παικτών μας στην τηλεόραση. Τον Ρουμελιώτη τον έδειχναν 22 χρονών, τον Γκιούρδα με ύψος 1.98. Είχαν χάσει κι αυτοί τ' αυγά και τα πασχάλια. Κι ο Χαριτωνίδης (respect) εκεί που τα χάνανε όλοι, φρόντιζε να τα μαζεύει όλα τριγύρω του. Άντε μπας και κάνουμε νωρίτερα Πάσχα φέτος! :P

Αγαπώ το βόλλεϋ πάρα πολύ και από μικρό παιδί περιμένω να έρθει κάποτε η στιγμή που θα ζήσει κι αυτό το άθλημα τις δικές του ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές. Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη συνταγή παικτών θα μπορούσε να είναι η καλύτερη που έχει περάσει (ναι, καλύτερη ίσως κι από κείνη την θρυλική ομάδα του Τριανταφυλλίδη, του Μουστακίδη, του Καζάζη και του Τεντζέρη). Εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν θα περάσουν ή όχι στην επόμενη φάση (άσχετα με το ότι θα φάω τον καναπέ στο μεταξύ από το κακό μου).

Για να προκριθεί η ομάδα στους τελικούς της Ρώμης πρέπει να νικήσει την Τσεχία, να χάσουν οι Γάλλοι από την Σερβία και οι Ισπανοί από τους Ολλανδούς.

Εμένα μου φτάνει που είδα σήμερα μία μεγάλη Εθνική ομάδα, όπως πίστευα πως ήταν κι όπως ήθελα να την δω. Ελπίζω αυτό το πρόσωπο να το κρατήσει για πολύ καιρό ακόμα. Γιατί της πάει πολύ. :)

Καλή επιτυχία στα παιδιά!

Edit: Η ώρα 3 και μισή το μεσημέρι. Άντε να σκεφτώ τώρα δικαιολογία πρωτότυπη για να την κάνω για την καφετέρια που έχουν πάει δύο συνάδελφοι (προφασιζόμενοι ο ένας εμετούς κι ο άλλος διάροια), και περιμένουν να δούν την Εθνική ποδοσφαίρου με το Καζακστάν. Χμφ... Μετά σου λέει γυναίκες ψεύτρες...

posted by mindstripper @ 9/07/2005 12:45:00 am  | 0 Comments | 

Tuesday, September 06, 2005

Ελεάννα

Παρασκευή σούρουπο. Παρέα καλή στο Θησείο. Το φως της μέρας έχει πέσει, ζευγαράκια βουλιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, λογιών λογιών άνθρωποι πηγαινοέρχονται στον πεζόδρομο, κάτι πιτσιρίκια έρχονται δίπλα μας ξαφνικά και μας παίρνουν τ’ αυτιά με τις τσιρίδες τους. Στραβομουτσουνιάζουμε. Ο καιρός που παίζαμε κι εμείς κυνηγητό έχει περάσει σε κατάστιχα κίτρινα, τσαλακωμένα...

Έχουμε τελειώσει την πρώτη γύρα με καφέ και milk shake, και προχωρούμε ατρόμητοι στην επόμενη φάση:

"Εμμμ.... τρεις μπύρες κι ένα παγωτό παρακαλούμε πολύ!"

Έτσι όπως δίνουμε την παραγγελία στον σερβιτόρο, βλέπω δίπλα μου, κρυμμένη πίσω από το παχύ κοντάρι και σχεδόν χωμένη μέσα στον κανβά της κλειστής ομπρέλας του ηλίου, μία πιτσιρίκα να με κοιτάζει και να βάζει το δάχτυλο στα χείλη της, με ύφος σκανταλιάρικο και ικετευτικό μαζί.

"Σούτ! Μη με κοιτάξεις και με πάρει πρέφα το αφεντικό κυρία..." μου λέν τα μάτια της.

Της κλείνω το μάτι. Γυρίζω από την άλλη πλευρά. Ο σερβιτόρος παίρνει την παραγγελία και φεύγει. Η μικρή, με αιλουροειδή κίνηση, κάνει ένα γύρο από το κοντάρι και πέφτει σχεδόν όλη επάνω στην καρέκλα μου με νάζι.

"Πάρε ένααα..."

Μου δείχνει τα χεράκια της, γεμάτα βραχιόλια, αναπτήρες και ένα μάτσο πραματάκια σαν μικρά μπρελόκ που αναβοσβήνανε...

"Τώρα που δε θέλω να πάρω τίποτα όμως;" της λέω.

Σουφρώνει τη μύτη.

"Μόνο ένα πάρε, ένα ευρώ δώσε."

"Μα δε θέλω τίποτα, αλήθεια."

Η μικρή κατεβάζει τα μάτια. Η ελπίδα που προφανώς της έδωσε η σιωπή μου δύο λεπτά πιο πριν εξανεμίζεται, και δίνει τη θέση της σε μία έκφραση τρόμου που ζωγραφίζεται σε όλο της το πρόσωπο. Συννεφιάζει, σκύβει το κεφάλι. Η απογοήτευση είναι ολοφάνερη – και αληθινή. Γυρίζει να φύγει.

(αναστεναγμός) "Έλα δω, άντε..."

Γυρίζει πίσω χοροπηδώντας σαν το κατσικάκι. Ξαναπέφτει επάνω στην καρέκλα μου.

"Τί θα πάρεις;"

"Μμμμ... δεν ξέρω! Μάλλον θα πάρω ένα τέτοιο", και της δείχνω τα μικρά μπρελόκ, "θα μου βγάλεις ένα;"

"Αμέ! Ποιό θέλεις απ’ όλα;"

"Όποιο θέλεις να μου δώσεις εσύ!"

Έχω λοιπόν ένα φοβερό τρόπο κάτι ώρες, να δίνω στα παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας σήμα ότι ‘τώρα κάνε με ό,τι θες, είμαι τελειωμένη υπόθεση’.

Ψάχνει στα υποτιθέμενα μπρελόκ. Ξεχωρίζει έναν Τουίτυ. Μου το δίνει. Το επεξεργάζομαι.

"Μα αυτό δεν μου φαίνεται για μπρελόκ βρε παιδάκι μου" μονολογώ.

"Δεν είναι μπρελόκ! Το βάζεις στο κινητό σου και αναβοσβήνει όταν σε παίρνουνε! Να, δες!"

Και κάτι κάνει και το πρώην μπρελόκ αρχίζει να αναβοσβήνει σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

"Θέλεις να σου το περάσω στο κινητό; Ξέρω, ξέρω! Να, αυτό δεν είναι το κινητό σου;"

Ομολογώ ότι έφερα στο νου μου για λίγα δευτερόλεπτα την εικόνα της πιτσιρίκας να έχει βάλει το κινητό στον κόρφο της και να εξαφανίζεται με ελιγμούς ανάμεσα στον κόσμο, με μένα από πίσω να τρέχω καλπάζοντας με τη γλώσσα έξω να την πιάσω. Την κοιτάζω πιο προσεκτικά. Έχει πιάσει το κινητό, έχει ανοίξει το πορτάκι του και μιλάει δυνατά.

"Ναιιιι? Ποιόν θέλετε? Την Ελεάννα? Εγώ είμαι! Χιχιχιχιχι!"

Μου έρχεται στο νου η 5χρονη ανηψιά μου. Άντε ετούτη εδώ να είναι 4-5 χρόνια μεγαλύτερη. Πανέξυπνο μουτράκι με χαμογελαστά ματάκια, καθαρά ρούχα, φρεσκολουσμένα μαλλιά. Ολοφάνερα Ελληνικής εθνικότητας. Έχει παρατήσει όλο της το βιος επάνω στο τραπέζι και παίζει πια με το κινητό μου. Γελάει και φωνάζει. Μιλάει στο τηλέφωνο ντε!

"Να βγάλω και μία φωτογραφία? Ξέρω, ξέρω! Κάτσε!"

"Άστο βρε κάτω το τ..."

Τσκκσσσστ... ο ήχος της φωτογραφίας.

"χαχααα, κοίτα έβγαλα την Ακρόπολη, θα βγάλω κι άλλη, κάτσε, κάτσε!"

"Καλέ, άστο κάτ..."

Τσκσσσστ... πες τσίζ...

Πάω να της πάρω το κινητό από το χέρι. Σταματάω όταν την βλέπω ξαφνικά να σοβαρεύει και να βάζει στο πλάι τα πράγματά μας πάνω στο τραπέζι. Δεν γελάει πια, ούτε μιλάει. Δεν κοιτάζει γύρω της. Έχει εστιάσει στο φαναράκι με τα σχέδια - όμοιά του, υπήρχαν πολλά φανάρια στα τραπέζια της καφετέριας που καθόμασταν. Το πρόσωπό της, από τη μία στιγμή στην άλλη, δεν θυμίζει απολύτως τίποτε από 10χρονο παιδί. Το βλέμμα της έχει μία προσήλωση και μία αυτοσυγκέντρωση που σχεδόν με αφήνουν άναυδη. Μένω απλά να παρακολουθώ τις επόμενες κινήσεις της. Πιάνει με τα χέρια της το φαναράκι και το φέρνει πολύ κοντά της. Γραπώνει το κινητό και με τα δύο της χέρια, και σκύβει σχεδόν σε στάση αρπαχτικού επάνω από το αντικείμενο της φωτογράφησης.

Ο χρόνος ξαφνικά έχει πάει πολύ μπροστά.

Χωρίς να κουνήσει βλέφαρο, ακούω την Ελεάννα του μέλλοντος να μου λέει:

"Αυτή θα βγει πολύ ωραία."

Ακούω τον θόρυβο της φωτογραφικής του κινητού. Στιγμές σιωπής. Ο χρόνος επιστρέφει στο παρόν. Η μικρή μεταμορφώνεται ξανά σε παιδί. Ορθώνει το σώμα της, κοιτάζει στην οθόνη, και έρχεται προς εμένα χοροπηδώντας και φωνάζοντας:

"Είναι πολύ ωραία, είναι πολύ ωραία!"

Κοιτάζουμε τη φωτογραφία με τον φίλο από δίπλα.

"Είναι όντως πάρα πολύ ωραία..."

Φεύγει χαρούμενη. Πάει σε ένα άλλο τραπέζι πιο δίπλα.

Την κοιτάζω λυπημένη.

Το μέλλον είναι κάτι φορές δευτερόλεπτα μακρυά...

posted by mindstripper @ 9/06/2005 01:40:00 am  | 9 Comments | 

Monday, September 05, 2005

Συναισθημάτων εξομολόγηση...

...με μια φωτογραφία.

Άφεση αμαρτιών δε θέλω ακόμα.
Δε μπορώ.
Δε γίνεται.
Δεν με ενδιαφέρει.

posted by mindstripper @ 9/05/2005 01:29:00 am  | 9 Comments | 

Friday, September 02, 2005

Η νοσταλγία των αισθήσεων...

...έρχεται πάντα τέτοιες ώρες.

Νύχτα καλή, η πόλη γεμίζει...

posted by mindstripper @ 9/02/2005 01:26:00 am  | 11 Comments |