Οι κολλητοί
Πήγα σε κολλητούς σήμερα. Το σχέδιο ήταν στην αρχή να πάω σινεμά. Μετά άλλαξα γνώμη. Είπα να κάτσω σπίτι. Από το να σπάω τα @@ ανθρώπων που δεν μου φταίνε σε τίποτα (παρά μόνο στο ότι τόσα χρόνια δεν έχουν βάλει μυαλό και συνεχίζουν να με κάνουν παρέα), προτίμησα να αράξω μπροστά στο PC και να βολτάρω στα blogs. Ίσως να έβλεπα και κανένα DVD. Είχα βγάλει και τα 3 Indiana Jones και τα είχα σε κατάσταση ετοιμότητας στο τραπεζάκι του σαλονιού. Και μετά, αν δεν μου φτάναν αυτά, είχα έτοιμη και την τριλογία των Star Wars. Των παλιών όμως, έτσι? Μην εκφραστώ για τα καινούργια που ήταν τα παλιά και για το τελευταίο που παίζεται τώρα, αλλά που κατά βάσιν είναι το τρίτο ΠΡΙΝ από την πρώωωωωτη τριλογία που ο Λούκας είχε δει μεν στον ύπνο του, αλλά ποτέ δεν είχε υλοποιήσει. Μην μου δίνετε σημασία, υπάρχει περίπτωση να πω πολλές κακίες. Μπορείτε να φύγετε από αυτό το blog πατώντας εκείνο το μικρούλι x επάνω δεξιά στον browser σας. Αυτό που μοιάζει με σταυροκατσάβιδο (αυτούς τους φίλους μου κάτι ώρες τους θαυμάζω...)Μετά από 5 σχετικά νορμάλ συνομιλίες στο τηλέφωνο, 2 βρισίδια και 1 παρακαλετό μπινελίκι, άρχισα να το σκέφτομαι. Το σχέδιο ήταν να πηγαίναμε για καφέ.
"Δε με παρατάτε λέω γω, και δεν πήγαινα σινεμά όπως το είχα σχεδιάσει αν ήθελα να βγω?..."
Η νοοτροπία του loser – προσπαθεί να κάνει τους άλλους να έχουν τύψεις για κάτι που δεν κάνει, ενώ ο ίδιος έχει προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πώς ακριβώς να μην το κάνει.
"Καλά, ντύσου κι έλα απο δω και βλέπουμε μετά τί θα κάνουμε."
Κλασσική απάντηση του στυλ 'κόπιασε κι αν πάμε σινεμά να μας χέσεις'.
Το καλό με τους κολλητούς σου φίλους είναι ότι ξέρεις ακριβώς πότε προσπαθούν να σε ξεγελάσουν προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Καλό επειδή μέσα σε χρόνο μηδέν έχεις αντιληφθεί την σχεδόν βέβαια πιθανότητα να σε παραμυθιάζουν, τουρκεύεις, αναλύεις όλα τα πιθανά σενάρια να τους ξεσκεπάσεις, να τους εκθέσεις, να τους βρίσεις... και στο τέλος όταν τελικά βρίσκεστε, λες ένα 'άντε και γ@#$$@ βρε μαλ$#%#νο' και η υπόθεση τελειώνει εκεί. Ως κολλητοί, συμφωνείτε όλοι ότι γλυτώνετε έτσι πολύτιμο χρόνο από τη ζωή σας.
Αφού λοιπόν, άπλωσα την τελευταία φουρνιά ρούχων επάνω στα κάγκελα και φρόντισα τα νερά να πέφτουν επάνω στην τέντα του απο κάτω μου και όχι στο κενό (ποτέ στο κενό – αν περάσει απο κάτω καμμιά που μόλις γυρίζει από κομμωτήριο και την πετύχουν οι στάλες στο κούτελο, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε), έβαλα μέσα τους παπαγάλους μου μην τυχόν πιάσει καμμιά απροσδόκητη μπόρα και γύριζα σπίτι και τους έβρισκα σαν τις πιτσικουλιές που ζωγραφίζει η ανηψιά μου στην ακουαρέλλα της, και άφησα κάτι πιάτα άπλυτα για δεύτερη μέρα στο νεροχύτη, άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Θαύμασα το μεγαλείο των σκουπιδιών κάτω από το σπίτι μου και θρήνησα βουβά για τις θέσεις πάρκινγκ που καταλάμβανε ο όγκος τους. Ευτυχώς, τη δικιά μου αμαξάρα την είχα σε ένα κωλό-στενο όπου και θα παρέμενε, καθ’ ότι γενικώς προσπαθώ να μετακινούμαι με το τρένο όποτε μπορώ. Βοηθά την ψυχική μου ηρεμία. Αγριοκοίταξα έναν κοντό μαυριδερό με τρίχες που μου έκανε καμάκι στον πεζόδρομο (όχι στο πεζοδρόμιο, στον πεζόδρομο είπα – να προσέχουμε λίγο τί διαβάζουμε...), προσπέρασα και το μαγαζί με τα Ινδικά κοιτώντας προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου ('δε φτάνει που ξεφραγκιάζεσαι τις καθημερινές – σκάσε και προχώρα') και μπήκα στο σταθμό.
Με τα πολλά πολλά έφτασα και στο σπίτι που με περίμεναν οι κολλητοί μου.
Φρόντισαν να μου πουν με τη μία πώς ομόρφυνα και πώς αδυνάτησα, ενώ έχω πάρει 3 κιλά πριν κόψω το τσιγάρο και άλλα 2 μετά. Αυτό κάπως καταλάγιασε το πρώτο κύμα που θα τους ερχόταν (και το ξέρανε).
Στο καπάκι αρχίσανε τα εγκώμια για τα μαλλιά μου.
"Μα πώς σου πάνε έτσι όπως τα έχεις μαζέψει επάνω..."
Στραβοκοίταγμα και προς τους δύο με παράλληλο βράχνιασμα της φωνής.
"Έτσι τα είχα μαζέψει από το πρωί που σφουγγάρισα το σπίτι."
Επι τόπου χωριστήκανε, η μία στην τουαλέτα, ο άλλος στην κουζίνα να μου φέρει κάτι να πιω.
Έτσι καταλάγιασε και το δεύτερο κύμα...
Η μέρα ήταν πάρα πολύ ωραία και το απόγευμα φωτεινό. Καθήσαμε στη βεράντα με θέα μία άδεια αλάνα και μερικά δέντρα. Φτωχή εικόνα, αλλά σε συνδυασμό με την γαλήνη εκείνης της ώρας στη γειτονιά, ήταν σχεδόν όμορφη. Οι φίλοι μου είχαν ήδη χαλαρώσει, εγώ προσπαθούσα να σταματήσω λίγο να σκέφτομαι. Ήμουν νηστική και η μπύρα έκανε τη δουλειά της πολύ καλύτερα απ’ ότι θα έπρεπε. Ξεκινήσαμε τη φιλοσοφία. Πώς είμασταν πριν 10-20 χρόνια, πώς αλλάξαμε, αν όντως αλλάξαμε, πώς έχουμε γίνει, τί απίστευτες συμπτώσεις που έχει η ζωή, πώς κατά τρόπους περίεργους τελικά οι δρόμοι μας δεν χωρίσαν ποτέ από τότε που γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον. Μιλήσαμε για τους άλλους, τους παλιούς, τους πλέον χαμένους, οι περισσότεροι μέσα στις υποχρεώσεις, ο ένας μάλιστα που κάποτε ήταν κι ο head της παρέας, μένει μόλις 4-5 τετράγωνα απο κει που εμείς σήμερα τα μπεκροπίναμε στην υγειά μας και στη σπάνια ψυχική ομορφιά μας. Συνεχίσαμε την συνοπτική ανασκόπηση που κάναμε, σαν να την είχαμε και οι τρεις μας ανάγκη, λες κι αυτός ήταν ο σκοπός της συνάντησής μας σήμερα. Και ήρθε και η ώρα της κατάθεσης αυτής της ρημάδας της ψυχής.
"Έχω πολύ καιρό που δεν είμαι καλά."
"Κι εγώ έχω την εντύπωση ότι διανύω την χειρότερη περίοδο της ζωής μου, χωρίς αστεία."
"Εγώ ρε παιδιά πάλι, τον τελευταίο καιρό, είμαι μια χαρά ρε γαμώτο!"
Πέσαμε κάτω από τα γέλια. Οι δύο από τους τρεις είμασταν ανέκαθεν οι πολύ κοινωνικοί και ψυχολογικά ανεβασμένοι. Η τρίτη αντίθετα, που πέταξε και την τελευταία ατάκα, βρισκόταν ένα 70% του συνολικού καιρού που την ξέρουμε σε μία μέτρια προς αρνητική ψυχολογία. Όχι μιζέρια, ποτέ μιζέρια. Δεν είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων γύρω μου. Ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει όσο περνάει από το δικό μου χέρι.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου (ναι, ακόμα πιο μεγάλο κι από αυτό της Julia Roberts). Γιατί η Β. για μία φορά στη ζωή της, στη ζωή μας, εδώ και πολύ καιρό, ήτανε καλά και με τον εαυτό της και με τους άλλους. Κι εμείς, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο που την ξέρει, γνωρίζουμε πόσο το αξίζει αυτό σαν άνθρωπος, επειδή την αγαπάμε. Και την αγαπάμε επειδή ανέχεται τη γκρίνια μας, επειδή μπορεί να κάτσει και να υποστεί τη δικιά μας ηλίθια κριτική, επειδή μας δέχεται όσο πεισματάρηδες και στενοκέφαλοι μπορούμε να γίνουμε κάτι ώρες, επειδή όταν θυμώσουμε με την παραμικρή μαλακία ξέρει ακριβώς πώς θα αντιδράσουμε και τί θα πούμε, επειδή ξέρει πότε θα μας τα χώσει όταν πια το έχουμε παρακάνει. Επειδή πιστεύει σε μας περισσότερο ίσως κι απ’ ότι πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι. Κι επειδή μας αγαπάει δίχως αντάλλαγμα. Κι όλοι μαζί έχουμε μάθει εδώ και χρόνια να αγαπάμε ο ένας τον άλλον όπως ακριβώς είμαστε, για τα καλά μας, αλλά κυρίως, για τα κακά μας...
Σήμερα έχω την εντύπωση ότι το θυμηθήκαμε και οι τρείς μαζί, ταυτόχρονα.
Κι έτσι, μείναμε να χαμογελάμε. Και τίποτε, μα τίποτε άλλο δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.
Νομίζω ότι είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος τελικά...
posted by mindstripper @ 6/06/2005 04:58:00 am
1 Comments:
μίνινγκ?
Post a Comment
<< Home