@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Saturday, November 19, 2011

Ανέστης

Ήτανε μέρα ηλιόλουστη. 4 Οκτώβρη. Κάποια δουλειά ακυρώθηκε και με την ελευθερία προγραμματισμού που μου παρέχει η εδώ ζωή σε σχέση με την Αθήνα, μπήκα στο αυτοκίνητο και αντί να πάρω το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι πήρα τον αντίθετο, προς τα πάνω. Προς τα βουνά. 5 λεπτά οδήγηση για να βγεις στο δάσος. Πες ότι βγήκες να πάρεις τσιγάρα.

Ανεβαίνοντας στα μέρη που κάποτε πιτσιρίκια οι καθηγητές στο Γυμνάσιο μας πήγαιναν εκδρομή, είδα στο τέλος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου να ξανοίγεται μεγάλος χωματόδρομος. "Μπα", σκέφτηκα, "τούτο είναι καινούργιο". Κατέβασα ταχύτητα, μπήκα μέσα, συνέχισα να οδηγώ σαν τη χελώνα. Το βουνό στ' αριστερά μου. Δεξιά μου η πόλη, πιο πέρα ο κάμπος, ακόμα πιο πέρα το μπλε της θάλασσας. Σε μερικά σημεία ο δρόμος είχε μεγάλες προεξοχές κι έτσι πήρα την απόφαση να σταματήσω σε μία απ' αυτές, να κάτσω λίγο να λιαστώ και να χαζέψω τη θέα. Από κει πάνω φαινότανε και το γήπεδο και άκουγα τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο ν' ανηφορίζουν το βουνό σαν να ήταν όλοι δίπλα μου. Χαμόγελο. Μνήμες. Και ζέστη από τον ήλιο στο πρόσωπό μου. Στιγμές φάρμακο.

Ξαφνικά άκουσα κλάμα ζώου. Τρόμαξα, κοίταξα γύρω μου ερευνητικά. Πίσω μου καμμιά δεκαριά μέτρα δρόμος, ακόμα πιο πίσω ψηλά βράχια κι από πάνω το δάσος. Ένα αγροτικό κατέβαινε το δρόμο, το πρώτο αυτοκίνητο που έβλεπα εδώ και πολύ ώρα μπροστά μου. Ο οδηγός με κοίταξε περίεργα. Δεν έδωσα σημασία καθώς άκουσα το κλάμα να αντηχεί ακόμα πιο δυνατό. "Παναγιά μου, πάτησα κάποια γάτα", η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό. Γονάτισα επί τόπου, άρχισα να γυροφέρνω το αυτοκίνητο, πήγα πρώτα από το πλάι, ύστερα από την πίσω μεριά, το αγροτικό είχε προσπεράσει και επικρατούσε πλέον ησυχία μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα. Κάπως ησύχασα. "Όχι, δεν πάτησα τίποτα". Σηκώθηκα, τίναξα το παντελόνι μου από τα χώματα. Ευθύς αμέσως άκουσα ξανά το ουρλιαχτό ακόμα πιο δυνατό αλλά αυτή τη φορά κατάλαβα ότι δεν ακουγόταν από δίπλα μου, αλλά προερχόταν από πίσω μου, πέρα από το δρόμο, πάνω στο βουνό.

Γύρισα και κοίταξα ψηλά, είδα μία μαύρη βούλα να χοροπηδάει μέσα στα ξερόχορτα και τις στοίβες από τα ξερά κλαδιά, εκεί πάνω στην αρχή του δάσους. Έτρεχε από τη μία μεριά στην άλλη στην ακριά των βράχων, έκλαιγε με όλη του τη δύναμη και σαν με πήρε χαμπάρι ότι είχα στρέψει την προσοχή μου πάνω του σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό, ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένο. Ήταν ένα τόσο δα μικρό σκυλάκι. Τά 'χασα, δεν ήξερα τί να κάνω.

Πέρασα απέναντι, πήγα κάτω από τους βράχους, άρχισα να ψάχνω πέρασμα να σκαρφαλώσω πάνω. Το ζωντανό έκλαιγε ασταμάτητα κι έκανε γύρους πάνω από το κεφάλι μου. "Σταμάτα ντε, έρχομαι." Τα βράχια ήτανε ψηλά, πάνω από 3-4 μέτρα. Κάπου άρχισα να το προσπαθώ, ύστερα πισωπάτησα. "Θα γκρεμοτσακιστείς μωρή με τις μαγκιές σου, σκέψου άλλον τρόπο, δεν πήγε το ζωντανό εκεί πάνω μόνο του, πρέπει να υπάρχει πρόσβαση κι από άλλη μεριά." Θυμήθηκα πως ανεβαίνοντας είχα δει μία ανηφόρα στ' αριστερά μου κι αυτή χωμάτινη. Μπήκα στ' αυτοκίνητο, το ζώο έκλαιγε και ούρλιαζε μαζί, του φώναξα δυνατά "Περίμενε, έρχομαι, σταμάτα να φωνάζεις." Λες και θα με καταλάβαινε. Έβαλα μπρος κι έφυγα.

Ανέβηκα λοιπόν στην πίσω μεριά, βρήκα ένα ξέφωτο, με δρομάκια να ξεκινάνε προς όλες τις μεριές, δρομάκια που αυτοκίνητο δεν έβαζες μέσα εκτός κι αν ήθελες την επόμενη μέρα να το πας για απόσυρση. Προσανατολίστηκα νοητά, μπήκα μέσα στο δάσος, στ' αριστερά μου είδα καμμιά εικοσαριά μελίσσια στη σειρά, σαν τη χαζή έσκυψα το κεφάλι προς τα κάτω και απέφυγα την οπτική επαφή, συνέχισα την πορεία μου με γοργό βήμα εκεί που υπέθετα ότι θα έβρισκα το ζωντανό, στο τέλος του δάσους. Άρχισα να σφυρίζω και να το καλώ κοντά μου, περίμενα ν' ακούσω κάποιο κλάμα ξανά ώστε να ξέρω ότι πήγαινα προς τη σωστή κατεύθυνση. Τίποτα. Εκεί που σκεφτόμουν ότι χάθηκα, διέκρινα μέσα στο φώς που ερχόταν από την άκρη του δάσους τις στοίβες με τα ξερά κλαδιά. Ήμουν στο σωστό δρόμο αλλά δεν άκουγα καμμία απάντηση στις φωνές μου. Περίεργο.

Είχα φτάσει σχεδόν στην άκρη όταν είδα ένα μικροσκοπικό κουτάβι να κατευθύνεται με γοργά βήματα προς τα πάνω μου με τα αυτιά κατεβασμένα και τα μάτια του να κοιτάνε απ' ευθείας μέσα στα δικά μου. Έσκυψα, το μάζεψα και το φάσκιωσα σε ένα αδιάβροχο που είχα πάρει μαζί μου. Το πήρα αγκαλιά, μαζεύτηκε κουλούρι, άρχισε να μουγκρίζει από ευχαρίστηση, δεν γάβγισε, δεν έκλαψε, δεν έκανε κιχ, μόνο μούγκριζε όλη την ώρα, η κοιλίτσα του πρησμένη τούμπανο κι αυτό μια σταλιά πλασματάκι που αφέθηκε σε ένα ζευγάρι άγνωστα ανθρώπινα χέρια να το περιμαζέψουν από τη μέση του πουθενά.

Στο αυτοκίνητο δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έφτασα στο σπίτι, τον πήρα στα χέρια, τον πήγα στην κτηνίατρο που είναι δύο τετράγωνα πιο δίπλα. "Το έχουν παρατημένο, του έχουν κόψει και τα μουστάκια για να μη βρει το δρόμο πίσω, κοίταξε..." μου είπε η κοπέλα και μου έδειξε τη μουσούδα του. "Είναι δεν είναι ενός μηνών. Η κοιλίτσα του είναι πρησμένη απο ασιτία", συμπλήρωσε. Μου έδωσε τροφή, κάτι αντιπαρασιτικά, άρχισα να σκέφτομαι ότι εδώ έπρεπε πλέον να πάρω απόφαση. Αυτό που ξέρω τώρα, καθώς φέρνω όλ' αυτά πάλι στο νου μου, είναι ότι την απόφαση την είχα ήδη πάρει τη στιγμή που το είδα να με πλησιάζει τρέχοντας βουβό προς το μέρος μου μέσα στο δάσος, με τα ματάκια του να με κοιτούν κατάματα. Θα το κρατούσα. Κι έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή μου και μετά από τόσα χρόνια που απέφευγα να πάρω έναν σκύλο, λόγω ακαταστασίας ωραρίου και ελλείψεως εξωτερικών χώρων, την πάτησα μεγαλοπρεπέστατα. Είναι αυτό που παθαίνεις μερικές φορές, που όσο περισσότερο αποφεύγεις κάτι στη ζωή σου παρ' ότι το αγαπάς, αυτό τελικά έρχεται και σε βρίσκει από μόνο του.

Ο Ανέστης κοντεύει τριών μηνών και θεριεύει μέρα με τη μέρα. Είναι τώρα εδώ δίπλα μου και ροχαλίζει κανονικότατα. Όταν τον παίρνω αγκαλιά και τον χαϊδεύω εξακολουθεί να μουγκρίζει. Του αρέσει να κάθεται μπροστά στη θερμάστρα, να κολάει τη μύτη του μερικές φορές πάνω, να ψιλο-καίγεται και να κλαίει χαμηλόφωνα. Του αρέσουν και οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Συνήθως πάμε τις βόλτες μας στο βουνό παρέα και μετά κάθεται στη θέση του συνοδηγού και ρίχνει ξεγυρισμένους ύπνους μέχρι να τελειώσω τα ψώνια μου από το σουπερ μάρκετ. Αγαπάει πολύ τους ανθρώπους και φοβάται να κατεβαίνει τα σκαλιά. Πολλές φορές, κάθεται στα δύο μέτρα μακρυά μου, εκεί που πλένω τα πιάτα στην κουζίνα και με κοιτάει με τις αυτάρες του ψηλά μέχρι να τελειώσω και να επιστρέψουμε αυτός στο μαξιλάρι του κι εγώ στον υπολογιστή παραδίπλα.

Κι όπως μου είπε κάποιος φίλος, τελικά δεν ξέρουμε και -συμπληρώνω κι εγώ- δεν θα μάθουμε ποτέ, ποιός από τους δυο μας ήταν ο πιο τυχερός εκείνη την ημέρα που τον βρήκα στο δάσος: εκείνος ή εγώ.

posted by mindstripper @ 11/19/2011 01:13:00 pm  | 17 Comments |