@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Thursday, December 27, 2007

Εικόνες

"Αυτήν την κυρία στο ταμείο έχω χρόνια που τη θυμάμαι εκεί", είπε μία κυρία γύρω στα 55-60 που καθόταν δίπλα μου στην τράπεζα. Κοίταξα την κυρία στο ταμείο, δεν μπορούσα να τη δω, ήτανε σκυμμένη όλη την ώρα πάνω από τα χαρτιά της και χτύπαγε σφραγίδες. Η διπλανή μου διάβαζε για τον Αρναούτογλου, ότι πήγε λέει σε καφεζού. Μια σκελίδα σκόρδο στο σαλόνι του περιοδικού ίσα με το μπόι του. Η μπροστινή μου έβριζε.

"Μα είναι πράγματα αυτά, ήρθα και το πρωί και πάλι ήτανε γεμάτο, και τώρα πάλι τα ίδια!"

Δύο κυριούλες κάτι λέγανε χαμηλόφωνα για τα χαρτάκια.

"Αυτή ήρθε λίγο πριν."

"Εκείνη έχει πάρει δύο χαρτάκια, την ξέρω, το κάνει συνέχεια"

Τους έβλεπα όλους που κάθονταν στις καρέκλες τους και ήρθε στο μυαλό μου η εφορία που είχα πάει λίγη ώρα πιο πριν. Τριπλή σειρά αναμονής τυλιγμένη σα φίδι σε έναν χώρο 50-60 τετραγωνικά, ο κόσμος ο ένας πάνω στον άλλον, όρθιοι όλοι, φωνή δε σήκωσε κανείς, μόνο ένας μαλάκας ο οποίος εργαζόταν εκεί και ήθελε να ζητήσει τα ρέστα από τον κοσμάκη που πήγε να πληρώσει τα τέλη λέει τελευταία στιγμή. Σύσσωμος ο κόσμος έπεσε να τον φάει. Μαζεύτηκε ο μάγκας πίσω στην τρύπα του, ιδρωμένος και κόκκινος. Είναι πολύ περίεργο πόσο ενωμένοι είναι οι άνθρωποι σε καταστάσεις απελπισίας και πώς, όταν ευημερούν, πάνε να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου. Ένας κύριος δίπλα μου, την ώρα που έπαιρνα τα ρέστα μου από το ταμείο αστειεύτηκε - μου θύμησε το μπάρμπα μου από την Αμερική.

"Πλήρωσες και για μένα;"

"Δε φτάνουνε, δε φτάνουνε", του απάντησα γελώντας δυνατά.

Η κυρία με το κατακόκκινο κραγιόν που είχε βαμμένα τα μαλλιά της ασπρόξανθα και όση ώρα περιμέναμε μου έλεγε πόσο πολύ φοβόταν το ίντερνετ, με χτύπησε στην πλάτη και με αποκάλεσε "Κυπαρισσάκι μου" - πόσο πολύ μου θύμησε τη γιαγιά μου... Ύστερα κάπου την έχασα στο ξεδίπλωμα της ουράς. Μόλις πήρα το σήμα στα χέρια μου έψαξα μέσα στον κόσμο, της έπιασα το χέρι κι ευχηθήκαμε γελώντας η μία στην άλλη δυνατά χρόνια πολλά και καλή χρονιά.

Στην τράπεζα είδα και τον κύριο Ευριπίδη, ετών 70, λεβεντάνθρωπος, ψηλός, πάντα καλοντυμένος. Με συμπαθεί πολύ ο κύριος Ευριπίδης, όποτε με βλέπει μου σφίγγει το χέρι σαν να θέλει να μου το σπάσει.

"Φεύγω", του λέω.

"Όχι, όχι", μου λέει. "Μη φύγεις. Εγώ δε θέλω να φύγεις", και χαμηλώνοντας τη φωνή του συνέχισε με ύφος πονηρό. "Άκου να δεις, εγώ το ξέρω, θα ανοίξουνε θέσεις στην Πυροσβεστική, γράψε το τηλέφωνό μου, γράψτο σου λέω, να σηκωθείς να πας, δε θα δουλεύεις καθόλου, όλη μέρα θα κάθεσαι και θα κάνεις και τις κοπάνες σου μία στο τόσο."

"Δε μπορώ να κάθομαι κύριε Ευριπίδη, θέλω να δουλεύω και να κάνω και τη δουλειά που μ΄αρέσει."

"Καλά κορίτσι μου, αλλά να ξέρεις, είναι αλλιώς ο Έλληνας. Έχει τσαγανό κι αυτό δεν τό ΄χει άλλος λαός κανένας."

Χαμογέλασα πικρά. Θεώρησα άσκοπο να πω οτιδήποτε. Μόνο κοίταξα πάλι την κυρία που κοπάναγε τις σφραγίδες πίσω από το τζαμάκι της. Δυστυχώς όταν ήρθε η σειρά μου δεν πήγα στο δικό της το ταμείο. Ήθελα να της πω χρόνια πολλά.

posted by mindstripper @ 12/27/2007 04:25:00 pm  | 10 Comments | 

Sunday, December 23, 2007

The missing piece

Χτες βράδυ η Μ. μου έδωσε για δώρο αποχαιρετιστήριο ένα βιβλίο. Από την ώρα που το άνοιξα για πρώτη φορά, μπορεί να το έχω διαβάσει κι οχτώ φορές...



Έτσι όπως ήρθε δίπλα και η Β., και το διαβάζαμε και οι τρεις μεγαλομπεμπέκες παρέα με τα κεφάλια μας γερμένα το ένα δίπλα στο άλλο, κατάλαβα για άλλη μία φορά γιατί ανάμεσα στις πιο δύσκολες περιόδους, δεν ήμουν και δεν θα είμαι ποτέ (η) μόνη.


























Και επειδή όλη αυτή η έμπνευση και η πνευματική ενέργεια είναι άλλου ανθρώπου έργο και ποίηση, η συνέχεια στο ίδιο το βιβλίο το οποίο, για κάποιον περίεργο λόγο, κατατάσσεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στα παιδικά λογοτεχνικά.
Και πίστεψέ με, είναι πολύ παραπάνω απ' αυτό.

Αν θες να μάθεις περισσότερα για το έργο και τα βιβλία του Shel Silverstein, κλικ εδώ.

posted by mindstripper @ 12/23/2007 03:10:00 pm  | 6 Comments | 

Thursday, December 20, 2007

Το Bowling "Η Ωραία Ελλάς" ή αλλιώς À tout à l'heure

Χτες βράδυ πήγα για bowling με συναδέλφους νέους και παλιούς.

Συνέβη λοιπόν, κάποια στιγμή, ένα περιστατικό αξιομνημόνευτο.

Είπαμε με το Γιώργο, στραβάδια-άνθρωποι κι οι δυο, να ρίξουμε μία φορά χωρίς να φοράμε τα γυαλιά μας. Δυόμισι βαθμούς μυωπία ο Γιώργος, τεσσερισίμισι-πέντε εγώ. Όταν ήρθε η σειρά μου να παίξω, ανάμεσα στις φωνές, τα γέλια και την ακαθόριστη λευκή μάζα που διέκρινα στο βάθος, πήρα μία βαθιά ανάσα κι έκανα αυτό που έχω μάθει να κάνω έτσι κι αλλιώς σ' αυτό το παιχνίδι, όσες φορές το έχω παίξει· η μόνη διαφορά ήταν που εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε να το κάνω σχεδόν στα τυφλά.

Κατάλαβα ότι έκανα στράικ από τις τσιρίδες και τις φωνές των άλλων.
Βεβαιώθηκα όταν στένεψα λίγο τα μάτια μου και, κοιτώντας στο βάθος, είδα ότι δεν εξείχε τίποτα από την λευκή μουντζούρα που απλωνόταν εκεί.

Εννοείται ότι επιστρέφοντας στο τραπεζάκι της παρέας χρειάστηκα βοήθεια να εντοπίσω τα γυαλιά μου ανάμεσα στα χίλια μύρια μπιχλιμπίδια που ήτανε πεταμένα εκεί, καθώς δεν έβλεπα την τύφλα μου (και ναι, αν το σκέφτηκες, καλά το σκέφτηκες, είμαι απ' αυτούς που όποτε δεν φοράνε τα γυαλιά τους δεν είναι απλά στραβοί, αλλά κουφαίνονται κιόλας).

Τώρα που κάθομαι και σκέφτομαι όλο το περιστατικό με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου, συλλογίζομαι ότι όλο αυτό, μόνο τυχαίο δεν ήτανε.
Γιατί ήξερα τον τρόπο.
Ήξερα τον χώρο, τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσω μέσα σ΄αυτόν.
Ήξερα τις δυνατότητές μου, καθώς ήμουν σίγουρη ότι επιτέλους σ' αυτό παιχνίδι, είχα "βρει" το χέρι μου.
Το μόνο πράγμα που με περιόριζε ήτανε ο ίδιος μου ο εαυτός και η αίσθηση των ορίων που αυτός μου επέβαλε.
Ε... και μεταξύ μας, τό 'χω και γω χούι να παίρνω τα όρια και τους κανόνες, να μη σου πω δηλαδή και τους ανθρώπους, πολύ στα σοβαρά.

Έχω μία εξομολόγηση να κάνω.
Εκείνη την ώρα που είχα βγάλει τα γυαλιά και αισθανόμουν σαν δέντρο μονάχο σε κάμπο που μαστιγώνεται από τη θεομηνία (για να χρησιμοποιήσω και την αγαπημένη λέξη της λατρεμένης μου δημοσιογραφο-φάρας), ήτανε μία και μοναδική η σκέψη που με απελευθέρωσε:

"Δε βαριέσαι..."

Σε ένα παιχνίδι*, όταν ο καιρός περνάει, δεν είναι το σκορ αυτό που έχεις να θυμάσαι.
Είναι ο εαυτός σου κι ο τρόπος που το έπαιξες.
Είναι το fair play, είναι οι συμπαίχτες σου και οι μπύρες που θα τσουγκρίσεις μαζί τους, είναι τα γέλια, είναι οι ζεστές οι ματιές και τα χτυπήματα στην πλάτη.
Δεν είναι τα φάουλ, ούτε οι τρικλοποδιές, ούτε η μαγκιά κι η ειρωνεία του παλιού εις βάρος της άγνοιας του νέου, δεν είναι η αδιαφορία και η έλλειψη αυτογνωσίας, δεν είναι η υποκρισία και ο τραμπουκισμός, η έλλειψη παιδείας και ο χαρακτηρισμός αυτής ως κοινωνικό σύστημα που εμένα θα μου σαβουριάσει στο δικό μου σβέρκο ο κάθε παπάρας βετεράνος επιζών και διδάσκαλος υπέρ αυτού, ως έχει, επειδή έτσι είναι, επειδή έτσι έχει γίνει, επειδή δεν μπορεί να αλλάξει, επειδή έτσι λειτουργεί, αμήν.

Παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω.

Έχω πάρει ετούτη τη χώρα στα πολύ σοβαρά.

Ραντεβού με τον νέο χρόνο σε άλλα λημέρια.

Ρε δε βαριέσαι...



* Όπου "παιχνίδι", please replace με τη λέξη "ζωή".

Update
Το bowling με τους συναδέλφους ήταν αποχαιρετιστήριο. Φεύγω από το σπίτι, τη δουλειά μου κι από την Ελλάδα, πριν μεταλλαχθώ ολοκληρωτικά σε όλα αυτά που φοβάμαι και που λιγδιάζουν καθημερινά -όλο και περισσότερο- την ψυχή μου. Καλές γιορτές σε όλους.

posted by mindstripper @ 12/20/2007 03:53:00 pm  | 10 Comments |