@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Friday, July 28, 2006

Μυστικό

Υπάρχει ένα τελετουργικό που ακολουθώ κάθε φορά που αισθάνομαι ότι το μέσα μου γίνεται έντονο και σαδιστικό και επικίνδυνο και ασυγκράτητο και σκούρο, πηχτό, ζεστό κόκκινο κι αφόρητα ανυπόφορο.

Το απομονώνω και το σπάω κομμάτια.
Και μετά περιμένω.
Κι ακόμα πιο μετά, έρχεται ο φίλος μου ο χρόνος και κάνει τη δουλειά του.

Τότε τα ψεύτικα κομμάτια ξεχωρίζουν εύκολα.
Αρχίζουν να ασφυκτιούν ένα-ένα.
Χτυπιούνται σαν τα χταπόδια, αλλά στο τέλος τα τινάζουν.

Τα αληθινά μένουν, ζουν και αναπνέουν εκεί, διαχέοντας τριγύρω τους μία πανίσχυρη, θριαμβευτική, ανατριχιαστική αύρα.
Και δεν έχει καμμία, μα καμμία απολύτως σημασία, που όταν και αν κάποια στιγμή έρθει η ώρα τους, αυτά θα πεθάνουν έτσι ακρωτηριασμένα.

That's the beauty of it.













Πάμε για πολλά ξύδια απόψε.

posted by mindstripper @ 7/28/2006 10:31:00 pm  | 8 Comments | 

Thursday, July 27, 2006

Μέδουσα

Η Μέδουσα λέει, ήταν μία πανέμορφη θελκτική κοπέλα με μακρυά υπέροχα κυμματιστά μαλλιά και με πολλούς υποψήφιους μνηστήρες να την πολιορκούν. Πριν όμως δωθεί σε κάποιον απ' αυτούς ως σύζυγό της, και σε μία τελετή λατρείας μέσα στον ναό της θεάς Αθηνάς, μαγεύτηκε από τον Ποσειδώνα. Η Αθηνά εξοργίστηκε με την παραβίαση του ιερού της χώρου, και τιμώρησε σκληρά την Μέδουσα, μεταμορφώνοντας τις πλούσιες μπούκλες της σε φίδια, δίνοντάς τους την καταστροφική ικανότητα να μετρατρέπουν οποιονδήποτε κοιτούσε την άλλοτε όμορφη κοπέλα σε πέτρα.

Κάθε φορά που βλέπω ένα πυροτέχνημα να ξεψυχάει, εγώ φέρνω στον νου μου το πρόσωπο αυτής της κοπέλας.



Και χαίρομαι και θλίβομαι μαζί.

Θλίβομαι γιατί γίνομαι μάρτυρας μιας αξεπέραστης ομορφιάς που εκρήγνυται εκείνη την ώρα μπροστά μου, μιας ομορφιάς που κρατάει όσο ένας μικρός αναστεναγμός, όσο το γαργαριστό γελάκι ενός μωρού.

Χαίρομαι χαιρέκακα γιατί την ώρα της έκρηξης, αυτή η πέτρινη θεά που καταράστηκε το όμορφο κορίτσι, γεμίζει με χρώμα και φως, ένα φως που δεν της ανήκει, ένα χρώμα που επιστρέφει πάντα στη γκριζόμαυρη ασκήμια της ψυχής της.



Μπορεί η εξουσία και η εκδίκηση να αποτελούν τους μεγαλύτερους τιμωρούς, αλλά η τιμωρία αυτούσια έχει τον δικό της τρόπο να εξουσιάζει και να εκδικείται.

Αμήν.

posted by mindstripper @ 7/27/2006 02:58:00 pm  | 5 Comments | 

Ελληνική Ραδιοφωνία μάι άς

Το να διέπεται κάποιος από αχαριστία είναι ένα χαρακτηριστικό που με βγάζει από τα ρούχα μου. Κι όταν τυχαίνει να γνωρίζω έναν τέτοιο άνθρωπο και καταλαβαίνω το ποιόν του, η κίνησή μου είναι μία. Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω.

Όταν όμως, εκτός από την αχαριστία, αυτός ο κάποιος καλλιεργεί μέσα του με το λίπασμα της ξιπασιάς και την ασέβεια, τότε τρελλαίνομαι ειλικρινά. Κι αυτό που θα ήθελα στ' αλήθεια είναι να αρπάξω το δικό του και το δικό μου το καπέλο μαζί, και να του τα δώσω να τα φάει.

...δεν μου έδωσαν κάν την ευκαιρία να αποχαιρετήσω τους φίλους ακροατές (με ορισμένους έχουμε διανύσει τριάντα τόσα χρόνια ραδιοφωνικής πορείας, που μεταφράζεται σε περισσότερες από 2.000 εκπομπές)

Ντροπή σας ρε.

Θείο Τραγί, εσύ οδηγείς. Τα σέβη μου.

posted by mindstripper @ 7/27/2006 12:02:00 pm  | 2 Comments | 

Wednesday, July 26, 2006

Αμμόλιθος

Κι έτσι όπως λιάζαμε τα κορμιά μας στην παραλία, ο Η. αρχίζει να μας αναλύει την ερωτική κοσμοθεωρία της -παντρεμένης αλλά ελευθέρας βοσκής κατά τ' άλλα- κυρίας Ι., η οποία τον γουστάρει τρελά, τόσο που αν ο Τιτανικός αποτελούσε επαγγελματικό δώρο, ήταν ικανή να του τον στείλει με κούριερ στη δουλειά του, πακεταρισμένο σε οικολογικό χαρτί με καρδούλες και με έναν μεγάλο μπλε φιόγκο για μόστρα στην κορφή.

"Για την κ. Ι.", αρχίζει να μας αναλύει ο φίλος μας με στόμφο όπως άρμοζε στην περίπτωση, "μία ερωτική σχέση είναι σαν την άμμο."

Νοιώθω το αριστερό μου φρύδι να παίρνει λίγο ύψος.

"Όταν πιάσεις λοιπόν την άμμο μέσα στη χούφτα σου και προσπαθήσεις να την κρατήσεις σφιχτά, τότε όσο περισσότερο σφίγγεις το χέρι σου για να την συγκρατήσεις, τόσο πιο εύκολα και γρήγορα αυτή σου ξεγλυστράει μέσα από τα δάχτυλα."

Περιττό να σου πω ότι εκείνη τη στιγμή το αριστερό μου φρύδι έχει πάρει την ανιούσα κανονικότατα.

Κι ο Η. συνεχίζει ακάθεκτος.

"Αντίθετα, όσο πιο χαλαρά την κρατήσεις στη χούφτα σου, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις οι απώλειες να είναι ελάχιστες, ίσως και μηδαμινές."

Το δεξί φρύδι έχει αποφασίσει να κάνει παρέα στο αριστερό, για να σμίξει μαζί του ευθύς αμέσως σε έκφραση Οβελίξ που είναι έτοιμος να τσουβαλιάσει και να φιμώσει τον Κακοφωνίξ δευτερόλεπτα προ της επερχόμενης άριας.

"Να σου πω κάτι;" τον διακόπτω. "Η κυρία Ι. μπορεί να γουστάρει να παίζει με την άμμο. Δε λέω, κι εγώ το παθαίνω κατά καιρούς. Τελικά όμως, για μένα δεν είναι η άμμος το ζητούμενο, αλλά η πέτρα. Βαριά, σταθερή και στέρεη. Γιατί τα πάντα είναι θέμα επιλογής και όχι ερμηνείας."

Το "άσταδιάλα" δεν θυμάμαι αν το είπα δυνατά ή αν το σκέφτηκα.

------

Κι επειδή μεράκλωσα τώρα, πάρε ένα Scarborough Fair όπως δεν το έχεις ακούσει ποτέ πριν, από τις νεραϊδοφωνές των παιδιών του Τρίφωνου. Θα πάθεις πλάκα.

Χτύπα και μία Συγχώρεση με συνοδεία τσέλων από τους Apocalyptica - αντί κερασακίου (αυτή η ομοιομορφία μου στις μουσικές με σκοτώνει).

What I've felt
what I've known
never shined through in what I've shown
never be
never see
won't see what might have been


Απόψε πριν κοιμηθώ, λέω να διαβάσω ένα παραμύθι. Νύχτα καλή.

Υ.Γ. Προς τον αγαπημένο μου φίλο Η.:
Στό 'πα, στό 'ταξα και στο υπογράφω. Eίσαι ο μούσος μου.

posted by mindstripper @ 7/26/2006 01:14:00 pm  | 17 Comments | 

Monday, July 24, 2006

ΣΚ με τα φιλαράκια

Μία καλαμαράκια, μία αμπελοφάσουλα, μία σαρδέλα, μία γάβρο, μία χταποδάκι ψητό, μία πατάτες και μία χωριάτικη μέσα σε μία τεράστια γαβάθα, σαν κι αυτές που συνήθιζε να μας φτιάχνει τη σαλάτα η γιαγιά στο χωριό, με ένα αφράτο και παχύ κομμάτι φέτας από πάνω.

Τέσσερις φίλοι που τρώνε σε μία παραθαλάσσια ταβέρνα κάτω από τους ήχους των Gotan Project. Ξέρω τί θα σκεφτείς. Κι εμείς το σκεφτήκαμε εκείνη την ώρα. Σε πληροφορώ ότι οι Gotan Project δένουν υπέροχα με δύο καραφάκια ούζο κι άλλη μία καλαμαράκια στα καπάκια.

Η μπαταρία της ψηφιακής τελειώνει, το δάχτυλό μου ανακατεύει τα παγάκια μέσα στο ουζοπότηρο, μπορώ να κάθομαι και να χαζεύω αυτή την κίνηση επί ώρες, τα παγάκια να υγροποιούνται μέχρι να γίνουν ένα με το οινόπνευμα που θέλει να τα μορφοποιήσει σύμφωνα με τη δική του φύση με έναν τρόπο σχεδόν ερωτικό.

Ο αέρας έχει πέσει, τα κύματα ημερεύουν, ένα δεύτερο καράβι φαίνεται στον πορτοκαλί ορίζοντα, αυτό σε αντίθεση με το προηγούμενο, δεν χτυπάει αφρίζοντας, αλλά σκίζει τη θάλασσα με έναν τρόπο γαλήνιο, όπως σκίζει το ξυράφι το μεταξωτό πανί.

Οι μύγες έχουν στήσει χορό, ο Η. εκνευρίζεται, οι τέσσερις φίλοι έχουμε φάει του σκασμού και είμαστε ευτυχισμένοι, και είναι τόση η ευτυχία μας, που παραγγέλνουμε άλλο ένα καραφάκι ούζο και μία καλαμαράκια.

Το αλκοόλ ρέει δροσερό και γλυκό μέσα στις φλέβες μας, τις ζεσταίνει. Γίνεται μουσαφίρης στην παρέα και γελάει με τις ανοησίες και τα αστεία μας. Σφηνώνω στην άκρη της μύτης μου την πλαστική άκρη από το καπάκι του ούζου και μένω έτσι για ώρα αρκετή. Κάποια στιγμή η Β. συνειδητοποιεί τί βλέπει και σκάει στα γέλια. Η Μ. σηκώνει τον Η. επάνω. Πρέπει οπωσδήποτε να τον μάθει να χορεύει τανγκό. Ο ήλιος με καίει, αλλά δεν έχει σημασία. Μ' αγαπάει και τον αγαπάω και ω ναι, αυτή η αγάπη όντως θα κρατήσει για μία αιωνιότητα.

"Πού είναι το ρολόι σου;"
με ρωτάει η Β.
"Κάπου μέσα στην τσάντα."
"Μπα;..."

Ξέρει ότι δεν μπορώ στιγμή χωρίς αυτό.
Μετά κοιτάει με μισόκλειστα μάτια το ηλιοβασίλεμα και αποφασίζει ότι εδώ θα κάνει το γάμο της, με σαρδέλα και τανγκό.

Την παίρνω αγκαλιά κι αρχίζουμε να τραγουδάμε Ζιώγαλα.
"...κλείσε τα μάτια σου, θα σου φανερωθώ..."
Ύστερα έρχονται τα Υπόγεια Ρεύματα.
"...ψάξε στους δρόμους της σιωπής, μοναχός θα σβήνω τη μορφή σου..."
Έρχεται κι ο Παύλος που μας γράφει πάλι απ' ανάγκη. Εμείς σκύβουμε τα κεφάλια κι ακούμε τα μαχαίρια να μπήγονται σιγανά στις καρδιές μας.
"Θά 'μαι κοντά σου όταν με θες", μου λενε τα μάτια της Β., του Η., και της Μ. αμέσως μετά.
Κι όταν ακούμε την αγαπημένη φωνή του Θαλασσινού να αναστενάζει με το "Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω", απλά κοιτιόμαστε όλοι μεταξύ μας, τραβάμε τις καρέκλες, σηκωνόμαστε και φεύγουμε με τα κεφάλια σκυφτά.

"One day I'll grow up, I'll be a beautiful woman, one day I'll grow up, I'll be a beautiful girl, but for today I'm a child, for today I'm a boy", θρηνεί ο Antony το βράδυ στο μπαλκόνι. Είναι παράξενο, σκέφτομαι. Ο χρόνος παγώνει κι ανακυκλώνεται όταν είμαι μαζί με τους φίλους μου.

Νοιώθω την πληγή στο πόδι μου να έχει ανοίξει και να πονάει, αλλά η πληγή που αιμοραγεί στ' αλήθεια είναι άλλη.

Αποφασίζουμε την αλλαγή. Ο Μπιθικώτσης τραγουδάει την Άπονη ζωή και εγώ αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν ένα τόσο εύθυμο τραγούδι να έχει τόσο σπαρακτικούς στίχους.

Μέσα στη σύγχυση και το θυμό μου, αρπάζω μία πετρούλα που βρίσκω επάνω στο τραπέζι και την εκτοξεύω στη σκοτεινιά του αγρού απέναντι. Σε λίγα λεπτά, η παρέα έχει για άλλη μία φορά συντροφιά το γέλιο και την ευτυχία, έστω κι αν η τελευταία είναι ελαφρώς σχιζοειδής αυτή τη φορά. Η πέτρα ήταν της Μ. και την είχε μαζέψει από τη θάλασσα για να την πάρει μαζί της στην Αθήνα.

Το επόμενο πρωί με βρίσκει ξάπλα στο πάτωμα, με την Μ. να εφαρμόζει στο σώμα μου τεχνικές Σιάτσου. Ο πρώτος χρόνος στην σχολή της τελείωσε, προς το παρόν χρειάζεται ανθρώπους πάνω στους οποίους θα εφαρμόσει όλα αυτά που έχει διδαχτεί. Κλείνω το κινητό μου, κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι στα χέρια της. Την ώρα που τεντώνει και πιέζει το δεξί μου χέρι κατά όλο το μήκος του με τα θαυμαστά της χέρια, μου έρχεται να βάλω τα κλάμματα.

"Και γιατί δεν τα έβαλες;"
"Γιατί μου φάνηκε υπερβολικό."
"Έπρεπε να τα βάλεις. Εκείνη την ώρα δούλευα τον μεσημβρινό της καρδιάς σου."
"Μεσημβρινός της καρδιάς; Και τί είναι αυτό;"
"Η σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας."

Είχε δίκιο. Έπρεπε να τα είχα βάλει.

Αλλά η πιο όμορφη ώρα, ήταν η ώρα που άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα στο ταβάνι και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Το πρόσωπο που αντίκρυσα στον καθρέφτη μετά απ' αυτό, ανήκε σε έναν απόλυτα γαλήνιο άνθρωπο και ήταν σαν να ανέπνεε ανεξάρτητα από όλο το υπόλοιπο σώμα. Και η πιο παράξενη αίσθηση ήταν αυτή που πλημμύριζε τα μάτια μου: σαν να είχαν μόλις γεννηθεί.

Να δεις που η Μ. θα πάει μια χαρά σ' αυτό που επέλεξε να διδαχτεί.

Γυρίζοντας στην Αθήνα, βλέποντας τις μικρές μικρές ψιχάλες στο παμπρίζ του αυτοκινήτου του Η. και κοιτάζοντας δίπλα τα ποτιστικά από τα χωράφια να σκορπίζουν δροσιά στο διψασμένο χώμα γύρω τους, χαμογέλασα.

Μετά μπήκαμε στην πόλη κι ο καθένας μας γύρισε σπίτι του.

Λέω να μην βάλω ακόμα το ρολόι μου στο χέρι.

___________________________________________

Headed into their world, headlights off
we're not, despite the sign, welcome at all

don't let them know who we are
don't let them know where we're from

sorry, sir, we were just trying to get home
waiter, serve us our drinks then leave us alone

don't let them know who we are
don't let them know where we're from
don't let them know what we've got
because they don't know what they want
but right or wrong, it's their call


Logh - The Bastards Have Landed
___________________________________________

posted by mindstripper @ 7/24/2006 02:33:00 am  | 20 Comments | 

Wednesday, July 19, 2006

Χριστούγεννα

Για μια στιγμή, της Κυριακής το σούρουπο, καθώς γυρίζαμε με τη Β. από τη θάλασσα, μύριζε Χριστούγεννα.



Κοίταξα έξω πιο προσεκτικά και δεν είδα στολίδια πουθενά.



Η Β. πήρε την ψηφιακή κι άρχισε να τραβάει φωτογραφίες. Την έβλεπα να σημαδεύει τα πόδια μου στα πετάλια, το χέρι μου την ώρα που άλλαζα ταχύτητες, τον μεσαίο καθρέφτη του αυτοκινήτου. Κάποια στιγμή, κοιτώντας την οθόνη της ψηφιακής, κατενθουσιάστηκε. Αλλά στο αμέσως επόμενο λεπτό, η έκφραση του προσώπου της σοβάρεψε και γέμισε με απορία.

"Μα... δεν καταλαβαίνω", μου είπε δείχνοντάς μου τη φωτογραφία της. "Εγώ εσένα σημάδευα..."



Όταν έφτασα σπίτι, έσβησα όλα τα φώτα, άνοιξα όλες τις μπαλκονόπορτες κι άκουσα για χιλιοστή φορά τους μάγους να μου τραγουδούν στο τέρμα.

Jimmy Page, Joe Satriani, Steve Vai, Stevie Ray Vaughan, Eric Johnson, Allan Holdsworth
Little Wing


posted by mindstripper @ 7/19/2006 02:31:00 pm  | 12 Comments | 

Tuesday, July 18, 2006

Inner refresh

Όταν ήμουν πιτσιρίκι κι έπαιζα βόλλεϋ, ο προπονητής μου, μού έλεγε πάντα ότι είχα ένα μεγάλο προσόν την ώρα του παιχνιδιού: την αυξημένη αντίληψη του χώρου γύρω μου. Εγώ πάλι, που από τότε χανόμουν σχετικά εύκολα (σε μέρη όπου ένοιωθα ανασφάλεια), παρ' ότι νοητά γνώριζα ακριβώς πού βρισκόμουν σε σχέση με γνώριμα σημεία αναφοράς (μέσω των οποίων ένοιωθα ασφάλεια), δεν ήξερα αν θα ήμουν προτιθέμενη να ανταλλάξω αυτή την αίσθηση της αντίληψης με την αντίστοιχη του σωστού προσανατολισμού.

Η αλήθεια είναι πως από τότε και μέχρι σήμερα, έχουν έρθει στιγμές που το έχω ευχηθεί. Έχουν έρθει στιγμές που θα αντάλασσα την αυξημένη μου αντίληψη για μία πιο σωστή αίσθηση προσανατολισμού πολύ ευχαρίστως. Μα τί θα ήταν ο σωστός προσανατολισμός μέσα σε έναν χώρο που δεν θα μπορούσα να αντιληφθώ τα όριά του, τους χρόνους μετακίνησης και τις ταχύτητες αντίδρασής μου μέσα σ' αυτά, κατά τέτοιον τρόπο, που τελικά ο εαυτός μου και τα χαρακτηριστικά του ως οντότητα, δεν θα διέφεραν και πολύ από οποιοδήποτε άλλο σώμα υφίστατο μέσα εκεί, μπροστά, πίσω, δίπλα μου;...

Η άλλη όψη του ημισφαιρίου είναι πάντα σκοτεινή, σκέφτομαι καθώς κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια έξω από το παράθυρο ετούτη την ώρα. Και δε θέλω, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνώ ότι υπάρχει ένα αντίθετο διαμετρικά σημείο, το οποίο σε κάποια χρονική στιγμή να, παρόμοια με τούτην εδώ δα, την ώρα που το φως θα πέφτει άπλετο πάνω του, θα υπολογίζει και θα προσμετρά τη δική μου ύπαρξη στη σκοτεινή πλευρά. Θα έχει την αντίληψη να υπολογίσει και τη δική μου σφαίρα ύπαρξης σ' έναν χώρο αόρατο για τα δικά του μάτια, όχι όμως ανύπαρκτο για τον κόσμο του.

Τελικά, δεν τίθεται θέμα ανταλλαγής ή επιλογής. Κι όλο και φτάνω στο ίδιο το συμπέρασμα με το πέρασμα του χρόνου, όσες φορές κι αν αυτό το "αν;..." έρχεται να τσακίσει τις ομορφοκεντημένες ισορροπίες μου. Ο δικός μου σωστός προσανατολισμός, μέσα κι έξω, δεν έχει να κάνει με την απόφαση της συγκεκριμένης στιγμής, αναφορικά με το περιβάλλον του συγκεκριμένου χώρου. Δεν έχει καν να κάνει με την οποιαδήποτε αντίληψή μου, αυξημένη ή όχι. Έχει να κάνει με τα σημάδια που υπάρχουν γύρω, τα χρώματα, τις σκιές, τα σχήματα, τις εναλασσόμενες μορφές και τα ίχνη που αυτές αφήνουν στον αέρα, το νερό, το χώμα, το φως και το σκοτάδι.

Κι αν πίστευα κάποτε ότι δεν μπορούσα να τα δω, ήμουν γελασμένη.
Αν πίστευα πάλι ότι υπάρχει σωστό και λάθος, ήμουν -ξανά- γελασμένη.
Γιατί από τότε που ανακάλυψα ότι η σκοτεινή πλευρά -όσο μαύρη πηχτή κατράμι κι αν είναι- ζει κι αναπνέει κι αυτή, έστω ασθμαίνοντας άρρυθμα, γαλήνεψα.

Σήμερα, αυτή η γαλήνη, με έχει πάρει από το χέρι.

Τελικά, αυτός ο προπονητής μου ήταν πολύ σοφός άνθρωπος.

posted by mindstripper @ 7/18/2006 03:15:00 pm  | 4 Comments | 

Friday, July 14, 2006

Μαχαίρι στο κόκκαλο

- Σκέψου ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα.
- Το σκέφτομαι.
- Ε, τότε γιατί δεν μπορείς να κάτσεις στ' αυγά σου και να δεις την προβολή;
- Επειδή μπαίνω στο πετσί του ρόλου και τα ουρλιαχτά μέσα μου, νεογέννητα βρέφη που σπαρταρούν σφαγμένα στης σιωπής το κατώφλι.
- Μα είναι ψεύτικα είπαμε.
- Ο ρόλος ναι. Αλλά μπορεί να είναι ψεύτικη η ψυχή; Τί μου λες τώρα, δεν καταλαβαίνεις...
- Ωραία. Κι έτσι νά 'ναι, αυτόν τον άλλον, τον ρολάκια... εσύ δεν τον ξέρεις. Τί ζόρι τραβάς;
- Ένα ζόρι και καλό. Κι αν είχες ανοιχτά αυτά τα ρημαδομάτια σου, θα το έβλεπες κι εσύ. Αυτός ο άλλος... είμαι πάντα εγώ.

Χικ-χικ, χαλελούια.

posted by mindstripper @ 7/14/2006 03:25:00 pm  | 6 Comments | 

Thursday, July 13, 2006

Υπεργλυκαιμία

Εννέα και μισή το πρωί.

Πάρε το πορτοφόλι από το τραπέζι της κουζίνας, μάζεψε το κινητό σου, όχι αυτό βρε βλήμα, αυτό είναι τ' ασύρματο, τις φωτοτυπίες της ταυτότητας να θυμηθώ μπας και φιλοτιμηθώ επιτέλους να τις επικυρώσω κάποια στιγμή, τσίχλες, καραμέλες, οι Χουβερφόνικ οπωσδήποτε λέμε, άσπρες κορδέλες, γυαλιά ηλίου, το σημειωματάριο που βούτηξα από τον αδερφό μου, και νομίζω είμαστε σετ του γκόου... μμμ... κάτι ξέχασα, κάτι ξέχασα, α ναι, τα σκουπίδια. Και μια και πας μέχρι την κουζίνα, άντε καθάρισε κι ένα μήλο στα παπαγάλια να τσιμπολογήσουν. Λίγο νεράκι στην μικροσκοπική αλόη που κοντεύει να δώσει μία και να κομματιάσει το γλαστράκι που την περιβάλλει, γκρινιάζοντας για τη μεταφύτευση που ακόμα δεν της έχω κάνει... κι έτοιμη. Πάμε για δουλειά λοιπόν. Κλειδιά αυτοκινήτου στο χέρι και φύγαμε.

Κλειδιά αυτοκινήτου.

Κλειδιά αυτοκινήτου;...

Η τσάντα γίνεται άνω κάτω από τα βιαστικά χέρια που ανακατώνουν τα περιεχόμενά της βίαια.

Άντε ρε παιδάκι μου κι έχεις αργήσει πάλι...

Η κινητική αναμπουμπούλα καταλαγιάζει σιγά σιγά, όσο η έρευνα στην τσάντα συνεχίζει να αποφέρει μηδενικό αποτέλεσμα. Αρχίζει να μεταλάσσεται σε ελαφρύ πανικό.

Μετά από άκαρπη δεκάλεπτη λεπτομερέστατη έρευνα, το πόρισμα είναι κατηγορηματικό. Κλειδιά αυτοκινήτου δεν υπάρχουν στην τσάντα, πάει και τελείωσε. Επίσης δεν υπάρχουν ίχνη τους σε καμμία από τις συνηθισμένες γωνιές όπου εκτοξεύονται μετά την καθημερινή μου επιστροφή από τη δουλειά. Το ριπλέι του μυαλού στο προηγούμενο απόγευμα, όταν πάρκαρα το καμάρι μου σε έναν δρόμο κεντρικό κάτω από το σπίτι μου, μου υποδεικνύει ψύχραιμα δύο ενναλακτικές τοποθεσίες για την απώλεια των κλειδιών. Το προποτζήδικο και το ψιλικατζήδικο.

"Όχι, δεν έχουν βρεθεί τίποτε κλειδιά εδώ", μου λέει ανέκφραστος ο προποτζής. "Να, κοίτα, εδώ βάζουμε ότι βρίσκουμε", και μου δείχνει μία άδεια γωνίτσα στην πίσω πλευρά του γυάλινου πάγκου.

"Εγώ σου λέω ότι τα έχεις κάπου στο σπίτι", με επιβεβαιώνει ο ψιλικατζής με τη βροντερή φωνή του. "Πήγαινε και ψάξε προσεκτικά, κάπου θα σου έχουν παραπέσει."

Ανοίγω πάλι την πόρτα του σπιτιού μου αποφασισμένη να λιανίσω το σύμπαν. Η ώρα περνάει, η μέρα φεύγει, τα τηλέφωνα διαδέχονται το ένα το άλλο, ο θυμός και η περιφρόνηση προς τον εαυτό μου πολλαπλασιάζονται, η αντιπροσωπεία θέλει λέει χαρτί από το συνεργείο, τα παιδιά από το συνεργείο δεν ξέρουν τί ρημάδι χαρτί είναι αυτό, ο Σάββας με παροτρύνει "Ψάξε ρε παιδί μου να βρεις το δεύτερο κλειδί που σου είχανε δώσει" και γω εντυπωσιασμένη με την ηλιθιότητά μου, ομολογώ πως όχι απλά δεν θυμάμαι πού το έχω βάλει, αλλά ούτε καν ότι το είχα πάρει στα χέρια μου όταν μου παραδόθηκε μαζί με το αυτοκίνητο.

"Και τον αριθμό της μήτρας που σου είχαν δώσει για να βγάλεις άλλο κλειδί σε περίπτωση απώλειας, που τον έχεις;"
"Μέσα στο αυτοκίνητο ρε συ Σάββα..."

Πες το κι εσύ και δεν θα σε αδικήσω καθόλου: πόσο βλάκας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος;...

Μετά από ώρες ορθοστασίας, διάφορα σενάρια για το πόσα χρήματα θα μου κόστιζε όλο αυτό το νταβαντούρι (μπάι-μπάι επίδομα), το γεγονός ότι θα έπρεπε να αλλάξω τις κλειδαριές του αυτοκινήτου και όχι μόνο αυτές λέει, την τσίτα που με ανάγκαζε κάθε τόσο να κατεβαίνω και να βλέπω με τρόπο αν το αυτοκίνητο ήταν ακόμα στη θέση του, τις συχνές συνομιλίες με τους διαχειριστές από όλες τις γύρω πολυκατοικίες, τον προποτζή και τον ψιλικατζή όβερ εντ όβερ εγκέν, ένοιωθα το λίγο κουράγιο που μου είχε μείνει να έχει φύγει τρέχοντας αφηνιασμένο, ρίχνοντας πίσω του και πέντε μούντζες διαδοχικές για να ξεζοχαδιαστεί κι αυτό μια σταλίτσα.

Η ώρα έχει φτάσει 7 το απόγευμα. Δεν έχω πλέον άλλα περιθώρια. Ξεκινώ για τον κλειδαρά. Στο δρόμο σταματώ για τελευταία φορά στον ψιλικατζή.
"Τί έγινε, δεν τα βρήκες ακόμα; Αχ βρε κοπέλα μου, γ@μώτο..."

Βγαίνω από την πόρτα να προχωρήσω για μία τελευταία βόλτα στο αυτοκίνητο, πριν τον κλειδαρά.
"Ε! Κοπέλα! Πάρε κι αυτά!"
Ο ψιλικατζής τρεχάτος πίσω μου στο δρόμο, κρατάει στυλό και ένα κομμάτι χαρτί.
"Αν είναι κλειστός να σημειώσεις τα τηλέφωνά του και να έρθεις εδώ μετά να τον πάρουμε τηλέφωνο. Έχουν και κινητά αυτοί, θα έρθει άμα τον φωνάξουμε κι ας είναι και Τετάρτη."

Χαμογελάω μέσα στην πίκρα μου, τον πιάνω από τον ώμο, του λέω ένα ευχαριστώ και φεύγω.
Το αυτοκίνητο ακόμα εκεί. Γονατίζω για εκατοστή φορά στο τσιμέντο, μπας και διακρίνω πουθενά εκεί κρυμμένη τη φιγούρα του ινδιάνου που μου στόλιζε το μπρελόκ. Καθώς σηκώνομαι, κοιτάζω απέναντι, στην πόρτα του ζαχαροπλαστείου. Σκέφτομαι "Δε βαριέσαι..." και μπαίνω μέσα.
Η γυναίκα που δουλεύει πίσω από τον πάγκο γύρω στα 40 με 45, αφράτη και σοβαρή.

"Καλησπέρα."
"Καλησπέρα."
"Να σας κάνω μια ερώτηση παρακαλώ; Μήπως βρέθηκαν εδώ απ' έξω τίποτα κλειδιά αυτοκινήτου;"

Πριν καν τελειώσω την ερώτηση, βλέπω το βλέμα της γυναίκας να αλλάζει.
"Τί κλειδιά;" μου λέει καχύποπτα.

Νοιώθω τα πόδια μου να κόβονται και προσπαθώ να της περιγράψω το μπρελόκ μου, το οποίο διακρίνεται από τουλάχιστον τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά εγώ επάνω στην τρεμούλα και τη συγκίνησή μου εκείνη την ώρα, δε θυμάμαι ούτε ένα. Όταν με βλέπει να πιάνω το μέτωπό μου με το δεξί μου χέρι και να της λέω "Πείτε μου σας παρακαλώ, έχετε τα κλειδιά μου εδώ;..." δείχνει να μαλακώνει λίγο και κινείται σε μία γωνιά πίσω από τον πάγκο του καταστήματος.

"Να προσέχεις την επόμενη φορά. Τα είχες αφήσει πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου και μας τα έφερε μία κυρία που περνούσε εκείνη την ώρα απ' έξω. Είσαι πολύ τυχερή."
"Εσείς είστε πολύ καλοί άνθρωποι, δεν είμ' εγώ τυχερή", της είπα μαζί με χίλες δυο ευχαριστίες.

Ο άντρας της βγήκε πίσω από το εργαστήρι και με μάτια χαμογελαστά μου τόνισε κι αυτός πόσο τυχερή ήμουν.
"Έτσι ακριβώς μου κλέψανε το δικό μου", μου είπε. "Κοιτούσαμε σήμερα όλη μέρα μπας κι εμφανιζόταν κάποιος, αλλά δεν βλέπαμε κανέναν."

Λεφτά δεν θέλανε να πάρουνε, κι έτσι αγόρασα μία τούρτα, ό,τι βρήκα, όπως ήταν, που ήταν και πολύ νόστιμη κιόλας. Και με χέρια που ακόμα έτρεμαν πήγα μία βόλτα από τον ψιλικατζή. Με είδε από μακρυά να γελάω και μου φώναξε:
"Τα βρήκες;"

Του εξήγησα κι έβαλε τα γέλια.
"Εγώ ήμουν σίγουρος ότι σου είχαν πέσει κάπου μέσα στο σπίτι."

Γελώντας και οι δυο, του προσέφερα την τούρτα που είχα στα χέρια μου. Αρνήθηκε κατηγορηματικά, μου έσφιξε το χέρι πιάνοντάς το από το μπράτσο, και έτρεξε πίσω από τον πάγκο να εξυπηρετήσει έναν πελάτη που περίμενε να πληρώσει.
"Σας παρακαλώ, πάρτε την σπίτι, να την ευχαριστηθείτε με την οικογένεια, κάντε το για μένα."

Βροντερά και γελαστά μαζί, μου απάντησε την ώρα που έδινε τα ρέστα:
"Δε θέλω κούκλα μου. Είναι σαν να την έχω ήδη φάει."

Φεύγοντας είχα βουρκώσει.

Ερχόμενη στη δουλειά να την μοιραστώ με τους συναδέλφους μου, η τούρτα μου έπεσε πανηγυρικότατα μέσα από τα χέρια σήμερα το πρωί. Την ίδια ώρα συνομιλούσα με μία πολύ καλή κυρία που περίμενε το λεωφορείο στο απέναντι πεζοδρόμιο, η οποία βλέποντας τη σκηνή, μου φώναξε γεμάτη ευγένεια και παρηγοριά:
"Δεν πειράζει κοπέλα μου. Ένα γλυκό λιγότερο δε μας βλάπτει ποτέ."

Αφού μάζεψα τα καμώματά μου από το δρόμο, την χαιρέτησα και ήρθα στη δουλειά με άδεια χέρια και μια καρδιά γεμάτη ζάχαρη.

posted by mindstripper @ 7/13/2006 05:47:00 pm  | 15 Comments | 

Suicide is painless

Όταν το ακούω, δεν ξέρω γιατί, αλλά μαζί με την Hot Lips και τον Hawkeye, θυμάμαι πάντα και τον Τζακ Κίλιεν και Το Γεράκι της Νύχτας.

Άσχετο, θα μου πεις.
Βεβαιότατα (μέι μπι).

Αλλά... έλα μωρέ τώρα...
Νομίζεις ότι η πανσέληνος ήταν χτες;
Πανσέληνος είναι κάθε μέρα.

Ariel, πρέπει να μάθουμε να κλείνουμε κι αυτό το παράθυρο καμμιά φορά ρε γαμώτο. Κι ας κάνει ζέστη. Στα δύσκολα σκληραγωγούμαστε ντε. Και ξέρεις πότε θα το ανοίγουμε τέρμα, έτσι; Μόνο όταν έξω έχει θύελα και παγωνιά. Μη σου πω ότι εκείνη την ώρα, χαλαρά θ' ανάψω κι ένα τσιγάρο, κι ας τό 'χω κομμένο το τιποτένιο ξέπλυμα τόσο καιρό.



This is Jack Killian, the Nighthawk, on KJCM, 98.3, and good night America... wherever you are...

Αφιερωμένο στον φίλο μου τον Χέρκο που με ενέπνευσε. ;-)

Ζήτω η ADSL.

posted by mindstripper @ 7/13/2006 03:50:00 am  | 6 Comments | 

Tuesday, July 11, 2006

Φεύγα

Δεν είναι το σκοινί που μπορεί να έχει δεθεί εκατό και έναν κόμπους



ούτε το σίδερο που με τον καιρό έχει μαζέψει τριγύρω του ένα παχύ στρώμα σκουριάς για να προστατευτεί από την κακοκαιριά και τους αέρηδες.



Είναι σχέδια μυστικά και ιερά που εκθέτουν την ψυχή και το μυαλό, με μοναδικό σκοπό το ξεμπρόστιασμα και την λύτρωση,



πάνω από την άμμο και την πέτρα
το νερό και το αλάτι



το φως που με καλεί χωρίς να φωνάζει
τα μάτια μου που του χαμογελούν κι εκείνο ας μην τα βλέπει.



Ζεστό νοτιαδάκι ο καθρέφτης μας
κι αν κάνεις λίγο ησυχία και κάτσεις να το αφουγκραστείς,
εγώ στο λέω και είμαι σίγουρη
ότι θα ξεχωρίσεις κάπου εκεί κι άλλο ένα γνώριμο ζευγάρι μάτια να χαμογελούν.
Τα δικά σου.

Φέτος το καλοκαίρι δεν νοιώθω την ανάγκη για διακοπές.
Γιατί όταν το φεύγα βάζει τα καλοκαιρινά του, ο χειμώνας τσακίζεται κι όπου φύγει-φύγει.
Μέσα κι έξω.

posted by mindstripper @ 7/11/2006 02:58:00 pm  | 6 Comments | 

Tuesday, July 04, 2006

Μέθυσ' απόψε...

...το κορίτσι.

The Ballad of Reading Goal (απόσπασμα)
Oscar Wilde

Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard,
Some do it with a bitter look,
Some with a flattering word,
The coward does it with a kiss,
The brave man with a sword!

Some kill their love when they are young,
And some when they are old;
Some strangle with the hands of Lust,
Some with the hands of Gold:
The kindest use a knife, because
The dead so soon grow cold.

Some love too little, some too long,
Some sell, and others buy;
Some do the deed with many tears,
And some without a sigh:
For each man kills the thing he loves,
Yet each man does not die.


Πάει κι αλλιώς:

If you're wondering what I'm asking in return, dear,
You'll be glad to know that my demands are small.
Say it's me that you'll adore
For now and ever more,
That's all...that's all.
Nat King Cole - That's all


(άτιμη ADSL, θα έρθει η ώρα σου και θα μου το πληρώσεις ακριβά...)



Γ. και Η., σας αγαπάω πολύ. Εντ δατ ιζ ολ...

posted by mindstripper @ 7/04/2006 02:11:00 am  | 11 Comments | 

Monday, July 03, 2006

Παραφωνία

Χτες είχε καλοκαίρι έξω.
Σήμερα είχε βαρύ φθινόπωρο.

Ιούλιος μήνας κι αστράφτει και βροντάει, λέει ο ένας.
Έχει ο καιρός γυρίσματα, λέει ο άλλος.
Αυτό που μετράει στο τέλος είναι αυτό που θα πεις εσύ, λέω εγώ.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει πρώτα να βρέξει.




Ο δρόμος είναι πάντα εκεί.
Κι έχει συντροφιά, αν όχι εσένα και μένα, τότε τα δέντρα και τη βροχή.




Καθώς γυρίζαμε σήμερα από τη θάλασσα, μέσα στην καταιγίδα και τον αέρα, χαμογέλασα πολλές φορές κρυφά, έτσι όπως άκουγα δίπλα μου τον Η. να φαλτσάρει ασύστολα σε κάθε τραγούδι.

Συνειδητοποίησα ότι τελικά για μένα, η παραφωνία με τη μελωδία έχουν ένα μεγάλο κοινό και μία πολύ μικρή διαφορά.
Το κοινό τους είναι η μουσική.
Και η διαφορά είναι η τοποθέτηση αυτής: η παραφωνία αναφέρεται στο έξω και η μελωδία στο μέσα μου.

Την ώρα εκείνη λοιπόν που σκεφτόμουν αυτό το πράγμα, σήκωσα το κεφάλι μου, κοίταξα ψηλά, και είδα κατάφατσα την αρμονία να μου σηκώνει το φρύδι δυσαρεστημένη κάτω από τα γυαλιά της.



Δαγκώθηκα, έσκυψα το κεφάλι τάχαμου αδιάφορη, και άρχισα να σιγο-τραγουδώ μαζί με το φίλο μου.

Κι έτσι παράφωνα κι αρμονικά, πέρασε η σημερινή μπόρα.

posted by mindstripper @ 7/03/2006 02:56:00 am  | 9 Comments | 

Sunday, July 02, 2006

Ο άγγελός μου

Βαθιά ανάσα.
Μίλα.
Μπα.
Καλύτερα σκέψου.

Έξω από το παράθυρο η ομορφιά του σύμπαντος.
Σκέψου.
Μπα.
Μόνο άκου τη μουσική και τραγούδησε.



Το τζιτζίκι βρίσκει ταίρι στο τραγούδι.
Άκου.
Μπα.
Μόνο κοίτα το τώρα.

Η φωνή γεμάτη αλήθεια, τα μάτια λυπημένα και χαμογελαστά.
Κοίτα.
Μπα.
Καλύτερα φύγε.



Συννέφιασε σήμερα.
Φεύγω τώρα, πάω στην πίσω μεριά, εκεί που φαίνεται ο ήλιος.
Να ξεφλουδίσω και ν' αλλάξω δέρμα πάλι.
Το καλοκαίρι για μένα δεν είναι εποχή.
Είναι η μυρωδιά από ελευθερία, η αρμονία του άκυρου, το στραπατσάρισμα του καλού, ο θρίαμβος της συντριβής, η νηνεμία της επόμενης μέρας.
Είναι ένας άσωτος, παραστρατημένος φύλακας άγγελος, που με τραβάει πάντα με δύναμη προς την επιφάνεια.
Δε με ρωτάει, δεν τον ενδιαφέρουν αυτά που έχω να του πω.
Σήμερα μου τραγουδάει το Eden.



posted by mindstripper @ 7/02/2006 01:19:00 pm  | 12 Comments |