Ξύπνησα νύχτα για τελευταία φορά πια μέσα σ΄αυτόν τον τελευταίο χρόνο που φεύγει. Η Ο. κοίταξε το κανούργιο της φωτιστικό που κρεμόταν από το ταβάνι με αγάπη - της θύμιζε λουλούδι. Εγώ στραβομουτσούνιασα και ζάρωσα τους ώμους μου προς διαμαρτυρία τρόμου - μου θύμιζε ατσαλένια δαγκάνα ακαθόριστης τερατομόρφου προέλευσης. Βλαστήμησε πάλι την ώρα που είδα τον Dr Who για πρώτη φορά, βάλαμε τα γέλια και ύστερα κατεβήκαμε κάτω, φάγαμε τα corn-flakes μας και βγήκαμε έξω βιαστικές να προλάβουμε το λεωφορείο.
Πως αισθάνομαι που φεύγω, με ρωτάνε πολλοί. Πώς αισθάνομαι που γυρίζω πίσω, με ρωτάνε άλλοι τόσοι. Είναι πολύ απλό. Δεν μπορώ σε έναν πίνακα δύο όψεων να ζωγραφίζω από την μία πλευρά ενώ η άλλη είναι ακόμα νωπή.
Στη δουλειά ήτανε dress down day. Βάλαμε ρούχα καθημερινά, εγώ αποφάσισα να βάλω ρούχα σχεδόν βραδυνά, τα παιδιά στο dtp συνδέσανε ένα mp3 player με δύο μεγαφωνάκια, και το αφεντικό μοίρασε το ετήσιο quiz, από το οποίο ήξερα μόνο μία ερώτηση, αλλά ήρθα δεύτερη. Αν το χρώμα ετούτης της μέρας έβαφε κι όλες τις υπόλοιπες, θα γεννιόταν στον χώρο αυτό κάτι πλάσματα που καμμία σχέση δεν θα είχαν με αυτά που πηγαινοέρχονται κάθε μέρα και δουλεύουνε ανέκφραστα πίσω από τις οθόνες των υπολογιστών τους. Το όνομα αυτών θα ήτο "άνθρωποι".
Δεν ήμουν ποτέ οπαδός των Χριστουγέννων, αλλά αυτά που έρχονται σε λίγες ώρες τα έχω αγαπήσει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Όχι σα γιορτή, αλλά σαν ανάμνηση που δεν έχει σχηματιστεί, κι αυτό γιατί ο χρόνος που παίρνει για να ωριμάσει κάτι τέτοιο ρέει ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Και να σου πω και κάτι; Λέω να συνεχίσει να ρέει έτσι και στο μέλλον.
Αποφάσισα λοιπόν, αυτό ακριβώς να είναι για μένα το Χριστούγεννα από δω και στο εξής. Μία ανάμνηση που δεν σχηματίστηκε. Όχι επειδή δεν πρόλαβε, αλλά επειδή πολύ απλά, το παρελθόν της έπεφτε λίγο.
x: Οι γονείς μεγαλώσανε y: Το έχουν αυτό x: Ναι το έχουν y: Εδώ μεγαλώνουμε εμείς... οι γονείς τι θα κάνουν? Θα μικρύνουν? x: Και? y: Τι και? It's a fact... αυτό x: Ναι, κι ο καθένας κάνει ότι μπορεί για να το αντιμετωπίσει x: ή για να βοηθήσει ή οτιδήποτε y: Δεν ξέρω... μου έχει βγει το κυνικό μου και δεν απαντάω σωστά μάλλον ε? x: Δεν υπάρχει σωστό και λάθος x: Υπάρχει το πως αντιδράει ο καθένας σε τέτοιες καταστάσεις
...είτε αλλιώς...
y: Εγώ είχα την ατυχία να χάσω φίλο πολλές φορές εώς τώρα y: μικρός, ανήλικος, έφηβος, πέρυσι... y: από ναρκωτικά, απο ηλεκτροπληξία, από καρδιά... x: Α, τυχεροί οι τελευταίοι, πήγανε μπαμ και κάτω y: από αυτοκίνητο x: Κι αυτός μπαμ και κάτω x: Τώρα μου βγαίνει εμένα το κυνικό
...το νόμισμα δεν αλλάζει όψη.
Όταν πάψει ο άνθρωπος να κρίνει και να αποφασίζει με μοναδικό μέτρο τον δικό του πόνο και τα δικά του βάσανα, ίσως ο κυνισμός πάψει να υπάρχει ως ηλίθια παρενέργεια της εγωπάθειας του είδους μας.
"Θα έρθει η ώρα που πάλι θα αγχωθείς για όλους και για όλα."
"Μπορεί. Όμως νομίζω δεν θα είναι το ίδιο. Αν μπορούσα να χειριστώ τις απώλειες με τρόπο διαφορετικό, τα πράγματα μπορεί και να ήταν αλλιώς. Αλλά δεν μπορώ, οπότε γνωρίζοντάς με πλέον τόσο καλά, είναι πάρα πολλά αυτά που έχουνε μπει στη θέση τους."
"Το ξέρω αγάπη μου. Εγώ απλά σου λέω να κοιτάζεις τον εαυτό σου πάνω απ' όλα."
"Ο λόγος που ποτέ δε μοιράζω ευθύνες για τις αποφάσεις μου, είναι επειδή ό,τι κάνω το κάνω για τον εαυτό μου, με κύριο αποδέκτη και υπαίτιο μαζί αυτόν τον ίδιο. Μα τί έπαθες, αφού ειδικά εσύ, ξέρεις το πώς είμαι."
Παύση λίγων δευτερολέπτων.
"Μου έχεις λείψει παλιο-ηλίθια. Σ' αγαπάω πολύ."
"Να πας να χεστείς. Κι εγώ σ΄αγαπάω. Βλάκα, ε βλάκα..."
Μπορεί κάποιος να έρθει να μου πακετάρει μισό δωμάτιο ακόμα παρακαλώ;
Έπρεπε να το είχα μυριστεί όταν ήρθε από το άλλο κτίριο ο chief του IT και μου έσφιξε το χέρι με θέρμη, δίνοντάς μου ευχές για ότι καλύτερο και συγχαίροντάς με για τη δουλειά που έκανα αυτόν τον περασμένο χρόνο.
Η κάρτα ήτανε προβλεπόμενη. Το να σταματήσει όμως όλος ο όροφος τη δουλειά και να μαζευτεί γύρω μου για να μου την παραδώσει, μαζί με τα εύσημα από τους μεγάλους και την υπόσχεση ότι όποια ώρα κι αν αποφασίσω να ξαναγυρίσω οι πόρτες θα είναι ορθάνοιχτες και η θέση μου έτοιμη, ήτανε κάτι το εντελώς απροσδόκητο. Η γλώσσα μου δέθηκε κόμπος, εκεί ανάμεσα στη συγκίνησή μου και τα πρόσωπα που έβλεπα να με κοιτάνε με κάτι χαμόγελα που φώτιζαν ακόμα και το γκρίζο ετούτου του ουρανού πού τόσο έχω αγαπήσει, είπα ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους και συμπλήρωσα αναψοκοκκινισμένη ότι ευτυχώς, είχα το άλλοθι πως είμαι Ελληνίδα για το ότι δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη παραπάνω εκείνη τη στιγμή. Άκουσα γέλια απ' όλες τις μεριές.
Πήρα τρισευτυχισμένη αγκαλιά τον Dr Who με το sonic screwdriver κι έκατσα στη θέση μου. Ο Μαρκ ήρθε σαν την βρεγμένη γάτα δίπλα μου, να μου πει πόσο βλάκας ήτανε γιατί κατάφερε να συλλαβίσει τη λέξη Athens λάθος επάνω στην κάρτα. Τον πείραξα και του είπα ότι αντιπροσωπευτικότερο δικό του δείγμα απ' αυτό, δεν θα μπορούσα να πάρω μαζί μου φεύγοντας.
Στο λεωφορείο καθώς γύριζα για το σπίτι, ήτανε νομίζω η πρώτη φορά μέσα σε τόσους μήνες που δάκρυσα από χαρά.
Είχε πει η νοσοκόμα κοιτώντας έξω από το παράθυρό μου, την ώρα που το ξημέρωμα απλωνόταν σιγά-σιγά, σαν πέπλο νύχτας βαρύ και δυσκίνητο.
"No more than what it is on the inside!"
Είχα γυρίσει να κοιτάξω το θάλαμο σα φοβισμένο ζώο, να δω αν ήτανε η φωνή μου που άκουσα να ουρλιάζει ή το μυαλό, που μού 'παιζε παιχνίδια.
Πιο εκτυφλωτική από όλα τα διαμάντια του κόσμου, πιο ζεστή από οποιαδήποτε αγκαλιά, πιο τρυφερή κι από μάνα, μπορεί να είναι η στιγμή που ο τρόμος θα γυρίσει και θα κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη.
---------
Έτσι, ανάμεσα σε σκόρπια κιβώτια κι ένα ανάκατο δωμάτιο, γεννήθηκε ετούτο το χαμόγελο που έχει ήδη ριζώσει σε μία μικρή γωνίτσα του προσώπου μου και δε θα φύγει ποτέ, σαν τους καλούς τους φίλους.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μου κι όταν κάτι το απροσδόκητο γίνεται ξαφνικά, δεν προλαβαίνω να ελέγξω τις εκφράσεις του προσώπου μου. Η έκπληξή μου θα πρέπει να ήτανε πολύ έντονη γιατί είδα τον φέροντα την παραπάνω ερώτηση να στραβοκαταπίνει.
"Γιατί να φοβηθώ;" "Ε, μήπως διατρέχει το σπίτι σου κίνδυνο..." "Απ' όσα εχω διαβάσει δεν έχει καεί σπίτι κατοικίσιμο. Και όχι, δε φοβάμαι για το σπίτι μου και τη σωματική μου ασφάλεια. Αυτό που φοβάμαι είναι για την πνευματική μου ακεραιότητα, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την παρούσα κατάσταση στη χώρα μου έτσι κι αλλιώς."
Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική όταν τον ρώτησα:
"Εσύ στη θέση μου θα φοβόσουν;"
Στάθηκε με γνήσιο ύφος ενδοσκόπησης και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, μου είπε με μάτια λίγο σκοτεινά:
"Όχι δε θα φοβόμουν. Έχεις δίκιο."
Και φεύγοντας, τον άκουσα να μονολογεί.
"Έχεις δίκιο..."
Καμμιά φορά, η αντίπερα όχθη μπορεί να είναι πολύ λιγότερο διαφορετική από αυτή που στέκεσαι και την αγναντεύεις. Αρκεί να μην την κοιτάζεις μέσα από τις φωτογραφίες των άλλων.
10/12/2008 Marquis Wellington, περιμένοντας τον Μ., στο τρίτο pint Tiger. Κοιτώντας τον μόνιμο θαμώνα να ρουφάει το τσιγάρο του έξω, στο κρυστάλλινο οξυγόνο των -2 / (άλλη μία) ώρα καθαρότητας.
Καταλαβαίνω τώρα ότι δεν είναι το στέκι, ούτε η παρέα. Είναι οι άνθρωποι που μαζεύονται γύρω απ' αυτό που οσμίζονται ως γνώριμο, τη γωνιά τους. Κι εγώ μπορώ πάντα να τους ξεχωρίζω γιατί εδώ και χρόνια -δεν το είχα καταλάβει ο βλάκας- είμαι μία απ' αυτούς.
Να αφήνεις αυτό που ονομάζεις "προσωπική ήττα" να σε κατακλύζει. Μεγαλύτερη ευκαιρία αυτογνωσίας απ' αυτό δε θα έχεις ποτέ σου. Γιατί η αυτογνωσία γεννιέται από την ταπείνωση. Τί νόμιζες; Ότι είναι η αυτο-ξεφτίλα τόσο τελευταία ώστε η προσφορά της στη δική σου ωρίμανση είναι ανύπαρκτη; Είσαι χαζός κι εσύ, όπως εγώ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα -κεκτημένο, όχι έμφυτο, κι επομένως προσωπικό επίτευγμα- από το να αυτο-οικτίρεσαι. Γιατί όταν είναι κι έρχεται η ώρα, ποτέ κανένας δεν μπορεί να ξεπεράσει σε οργή τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι αυτό ξέρεις τί σε κάνει; Αήττητο. Αήττητο στην προσβολή, αήττητο και στην αυτο-καταστροφή. Το αν αυτό, το τελευταίο, είναι καλό ή κακό, ίσως να το εξηγήσω κάποτε στον εαυτό μου μετά από άλλα τόσα χρόνια.
Μέχρι τότε, να μην ξεχνώ: Οι πιο μεγάλες στιγμές είναι αυτές που δεν θέλω να θυμάμαι.
The smouldering centre of Athens yesterday provided the latest evidence of a propensity to political violence that has characterised the Greeks since Homeric times.
Watching the hooded hordes setting light to public buildings, it was hard not to agree with Friedrich Nietzsche, the German philosopher, who wrote famously that "the Greeks, the most humane men of ancient times, have a trait of cruelty, a tigerish lust to annihilate... that must strike fear into our hearts throughout their whole history and mythology."
Ironically, it is this consciousness of having been once a great civilisation that lingers in the public mind and erupts in paroxysms of frustration. The fatal shooting of a teenager merely provided the spark for this latest outbreak. Ever since independence in 1829, the Greeks have been torn between trying to recreate the glories of classical Athens and having to accept a minor position in a Western-dominated world. They have a love-hate relationship with the West; a slavish adherence to Western music, films and fashions, offset by a hatred of Western policies.
The trait of tsambouka - a hoolihanish readiness to fight - has been valued in the Greek male world for 3,000 years. Perhaps it was no accident that last month, when a newspaper offered free copies of the film 300, about the bloody battle of Thermopylae, the issue was sold out in less than two hours.
Analysis: John Carr Source: The Times, Wednesday December 10, 2008
Απόψε είπαμε αντίο με τον Μ. Πήγαμε στην Marquis Wellington, την pub που και οι δύο αγαπάμε πια πάρα πολύ, το καταφύγιο των σχεδίων, των αναμνήσεων, των εξομολογήσεων και των απολογισμών μας. Θα νιώθω λίγο πιο έρημη τώρα πάνω στη σχεδία μου, παρ΄ότι η επιστροφή στο λιμάνι παραμονεύει από μέρα σε μέρα, αλλά δεν του το είπα στο τέλος. Γιατί το πιο όμορφο είναι ότι η σχεδία γέμισε από ανταλλαγή ανθρωπιάς κι από αύρα ζεστή, συντροφική και γεμάτη χρώματα, έστω και στα τελευταία της. Για μένα προσωπικά, αυτό ισοδυναμεί με μία μικρή σωτηρία.
Σήμερα οι συνάδελφοι στη δουλειά με ρωτούσανε γιατί έχουνε ξεσπάσει riots στην Ελλάδα. Για ποιό λόγο οι άνθρωποι καίνε και καταστρέφουνε ό,τι βρούνε μπροστά τους.
Κι εγώ δεν ήξερα τί να τους απαντήσω. Ήμουνα με το κεφάλι σκυμμένο και δεν ήξερα τί να τους πω.
Λίγο αργότερα μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό. "Και λίγα τους κάνανε..." Ο εγκέφαλός μου αδυνατούσε να επεξεργαστεί αυτό που διαβάζανε τα μάτια μου.
Να τα σπάσουμε όλα ρε.
Να κάψουμε τις τράπεζες, τ' αυτοκίνητα και τις ξένες περιουσίες, να διαλύσουμε δρόμους και καταστήματα και δημόσια κτίρια, να κάνουμε καταλήψεις και απεργίες, να βγούμε όλα τα κομματόσκυλα με τους αρχηγούς των κοπαδιών μας έξω να σφαχτούμε, και ίσως η μανούλα του παλικαριού να σκέφτεται όλα αυτά και να παρηγοριέται την ώρα που θα χώνει το βλαστάρι της δυο μέτρα κάτω από το χώμα.
Γιατί γι αυτό γίνονται όλα. Ε; Γι αυτό δε γίνονται;
Ε;
Μην ξανακούσω κουβέντα για τον Αμερικάνικο λαό. Είμαστε κράτος ηλιθίων. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο.
Πού να τη χωρέσω τόση γαμημένη περηφάνεια που είμαι Ελληνίδα πια δεν ξέρω.
Ήτανε μέρα απ' αυτές τις δύσκολες. Όταν έφτασα σπίτι άρχισα να κάνω δουλειές για να ξεχαστώ κι εκεί, πάνω από το νεροχύτη, άρχισα να κλαίω με λυγμούς που άρχισαν να αναβλύζουνε από μέσα μου σαν τρεχούμενο νερό. Έκατσα λίγο να ηρεμήσω και ύστερα σχημάτισα το τηλέφωνο της Α. Είχαμε να μιλήσουμε δύο εβδομάδες. Το σήκωσε με φωνή σπασμένη.
"Έλα ρε. Τί κάνεις, κλαις;" "Ναι. Εσύ πως ακούγεσαι έτσι;" "Ε, κι εγώ τα ίδια."
Όπως παράλληλα κλαίγαμε λίγα λεπτά πιο πριν, έτσι ταυτόχρονα μας έπιασε νευρικό γέλιο. Μ' ένα ακουστικό κι ένα μαχαίρι η καθεμία στο χέρι, καταφέραμε εκείνο το βράδυ να κόψουμε τον πόνο στα δυο.
Σήμερα η αυγή είχε τα χρώματα της φωτιάς και μέχρι τις οχτώμιση το πρωί είχα ήδη δει δύο ουράνια τόξα. Ύστερα άρχισε να βρέχει μανιωδώς κι ο ήλιος αποφάσισε να κρυφτεί για κάμποσες ώρες. Την άραξε πάνω από τα σύννεφα να πιεί ένα καφεδάκι με την ησυχία του, να διαβάσει και καμμιά εφημερίδα. Άμα ασχολούτανε με μας συνέχεια, το καλοκαίρι θα τον γράφαμε όλοι στα παλιά μας τα παπούτσια.
Αυτή την εποχή κατά έναν θαυμαστό τρόπο, δεν έχω πολλή δουλειά. Έτσι ασχολούμαι με διάφορα μπιχλιμπίδια που βρίσκω διάσπαρτα στο νετ, προσπαθώντας να φτιάξω ένα σπίτι διαδικτυακό που θα με βοθήσει να βρω μία δουλειά της προκοπής τώρα που θα γυρίσω πίσω. Δε θα σταματήσω να το λέω όσος καιρός κι αν περάσει, πως είναι λίγες οι 24 ώρες μέσα στη μέρα. Ο δημιουργός τσιγγουνεύτηκε πολύ με το χρόνο όταν έκανε τις μοιρασιές του. Κι έτσι όσο μπορώ το προσπαθώ, να μη θυσιάζω το δικό μου μερτικό χρόνου για πράγματα προσωρινά και περαστικά. Και τί είναι περαστικό μπορεί να με ρωτήσεις. Και τί δεν είναι, θα σου απαντήσω εγώ.
Σήμερα έδωσα στην Στέισι μία αποχαιρετιστήρια κάρτα για την Λίντα που προχωράει με τη χημειοθεραπεία της. Ο θαυμασμός μου γι αυτή τη γυναίκα είναι απέραντος. Η σταθερότητα και η ψυχραιμία που έχει αντιμετωπίσει την επαναφορά του καρκίνου στη ζωή της δεν είναι μόνο αξιοθαύμαστη. Είναι αξιοζήλευτη. Χάρηκα όταν έμαθα πως αν νιώθει καλά, σκοπεύει να έρθει στο Χριστουγεννιάτικο γεύμα που θα συνδυαστεί φέτος με το δικό μου αποχαιρετιστήριο do, όπως λένε σε τούτα τα μέρη. Κι εγώ που γενικά δε χωνεύω τους αποχαιρετισμούς, έχω συνειδητοποιήσει πλέον ότι δεν βρίσκω ησυχία αν δεν τους βγάζω από μέσα μου.
Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν ήθελα να είμαι περισσότερο παρούσα στο παρόν απ' ότι τώρα.
Μιλούσα με τη Β. στο skype τις προάλλες. Σκεφτόμουν τον τρόπο με τον οποίον έχουμε μεγαλώσει παράλληλα και που μοιραζόμαστε τις ζωές μας όπως τότε στα θρανία, με απλότητα και ειλικρίνεια, μέσα από οποιαδήποτε κατάσταση. Η Β. είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου. Κι αυτό είναι έργο δύσκολο, γιατί μερικές φορές οι καθρέφτες της ψυχής βλέπουνε πράγματα που μπορεί να μη βλέπει -ή να μη θέλει να δει- άλλος κανένας. Ποτέ δε φανταζόμουν ότι κάποια μέρα θα ζωγραφίζαμε τα ελαττώματά μας με τρόπο τόσο αληθινό, ότι θα απομονώναμε αυτά τα μικρά που μας διαφοροποιούν από το πλήθος χωρίς απολύτως καμμία προσπάθεια δικαιολογίας, εξιλέωσης ή εξύψωσης της εικόνας μας απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς. Είμαι πολύ περήφανη γι αυτό που έχουμε γίνει.