Thursday, February 28, 2008
Στιγμές
Τα απογεύματα που γυρνάω από τη δουλειά, ανεβαίνω τα σκαλάκια και κάθομαι στο πάνω πάτωμα του λεωφορείου. Σε κάθε στάση κρυφοκοιτάω στα ψηλά δωμάτια των Αγγλικών σπιτιών. Βλέπω κοπελιές να κοιτάγονται στους καθρέφτες τους και νοικοκυρές να μαζεύουνε τα ρούχα από τις απλώστρες τους.
Κατεβαίνω στο δρόμο, και σε κάθε μου βήμα βλέπω χρώματα πράσινα και σκουρο-κόκκινα και μυρίζω καμμένο ξύλο. Αυτός είναι ο λόγος που τα όνειρά μου έχουνε πληθύνει, το ξέρω.
Χτες κατέβηκα από την πόλη. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω με τα πόδια, περπάτησα περίπου εικοσιπέντε λεπτά με μισή ώρα. Ήθελα να χορτάσω τα χρώματα του δειλινού. Είχανε μία απόκοσμη χροιά, μία καθαρότητα που περίμενε αμίλητη να χαραχτεί όπως το διάφανο νερό όταν σκίζεται από το μαχαίρι. Ο αέρας είχε μία μυρωδιά από πράσινη θάλασσα, τα φώτα των αυτοκινήτων στο βάθος κινούνταν με τρόπο περίεργο, σα να χορεύανε αθόρυβα σε μια ρυθμική παραπονεμένη μπλουζιά με τη φωνή της Μπίλυ να πλανιέται σα φάντασμα στον αέρα. Είδα δύο φίλους να κάθονται σε ένα παγκάκι. Δεν αντάλασσαν ούτε μία κουβέντα. Πέρασα δίπλα τους κι εξακολούθησαν να κάθονται εκεί ακίνητοι, με τις κουκούλες από τα μπλέιζερ στα κεφάλια τους και τους γιακάδες από τα μπουφάν σηκωμένους, τα μάτια τους καρφωμένα, τα κεφάλια τους στραμένα στο χορό των αυτοκινήτων στο τέρμα του ορίζοντα. Γύρισα και κοίταξα γύρω μου και μέσα στο μισοσκόταδο είδα τα μονοπατάκια γεμάτα από ζευγαράκια, φοιτητές και γιάπηδες που γυρίζανε με τους χαρτοφύλακες από τις δουλειές τους. Φούντωσε μέσα μου η επιθυμία να μπορούσα να αποτυπώσω την εικόνα που είχα μπροστά μου σε χαρτί. Κάτι τέτοιες στιγμές θα ήθελα να έχω μπροστά μου ένα πινέλο κι έναν κανβά όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
Κάτι τέτοιες στιγμές είναι τόσο μοναδικές όσο και η μοναξιά που αυτές χαρίζουνε σε κείνον που τις βιώνει.
Σήμερα το απόγευμα, καθώς γύριζα σπίτι με το λεωφορείο είδα στο δρόμο δύο άσπρες ανθισμένες αμυγδαλιές.
Χωρίς να το σκεφτώ χαμογέλασα.
Στην επόμενη στάση, το λεωφορείο σταμάτησε δίπλα από μία ροζούλα που είχε ξεθαρρέψει κι αυτή και μόλις άρχιζε να ξεπετάει τα μπουμπουκάκια της.
Τα κλαδιά της ήρθανε κι ακουμπήσανε πάνω στο τζάμι μου.
Χαιρετηθήκαμε και μετά το λεωφορείο συνέχισε το δρόμο του.
posted by mindstripper @ 2/28/2008 10:10:00 pm
| |
Sunday, February 24, 2008
Η φωτογραφία που έγινε όνειρο
Οι κουρτίνες είναι ακόμα κλειστές. Μη φύγει η αίσθηση που έχω.
Το βράδυ στον ύπνο μου είδα το σπίτι στο χωριό. Είδα ότι ήτανε πάλι πέτρινο κι ότι κοιμόμασταν στον απάνω όροφο, μετά από προηγούμενο ξενύχτι μέχρι πρωίας. Ότι ήμουνα μεγάλη λέει, σαν και τώρα. Κι ότι είχα ξυπνήσει νωρίς, όπως τότε, για να μη χάσω τη μέρα. Πήγα στην κουζίνα να πλύνω τα μούτρα μου, γύρισα στο δωμάτιο πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην ξυπνήσω τους άλλους. Το πάτωμα ήτανε πάλι ξύλινο, όπως πριν να το τσιμεντώσουνε, και σε κάθε βήμα τα σανίδια τρίζανε. Είδα από τη χαραμάδα της πόρτας μία κοπέλα να τεντώνεται στο κρεββάτι της και να ξυπνάει. Όμορφη κοπέλα πολύ, Γαλλίδα, ευγενική φυσιογνωμία. Άγνωστη αλλά και πάλι, κάπου την ήξερα... Τώρα που δακτυλογραφώ μέσα στο σκοτάδι φέρνω στο νου μου το προσωπάκι ενός από τα παρανυφάκια στο γάμο του αδερφού μου. Ήτανε αυτό το κορίτσι που στον ύπνο μου είχε μεγαλώσει δεκαπέντε χρόνια. Πήγα στο μέσα δωμάτιο, αυτό που πάντα ήτανε κλειδωμένο, σ' αυτό κοιμόμουνα μέσα στ' όνειρο, κάθησα πάνω στο κρεββάτι και άρχισα να στέλνω μήνυμα στον Χρήστο, να με πάρει και να με πάει από το σπίτι στην Αθήνα γιατί έπρεπε να φύγω, να πάω στο αεροδρόμιο, να γυρίσω πίσω. Κι έπρεπε να βγώ έξω, να κατέβω στο κάτω σπίτι, να δω λίγο τη γαγιά πριν να φύγω, η ώρα ήτανε 11, η μέρα είχε προχωρήσει.
Έπειτα ξύπνησα. Το στήθος μου είναι ακόμα πολύ βαρύ. Δεν πρόλαβα να την δω και γι αυτό τον λόγο είχα ξυπνήσει νωρίς ενώ όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν, πάντα γι αυτό ξυπνούσα νωρίς, γιατί θα γκρίνιαζε που δεν θα με έβλεπε κι εκείνη πολύ και θα είχε δίκιο, αλλά δεν πρόλαβα.
'Υστερα τράβηξα το λαπτοπ κι άρχισα να γράφω, έψαξα για πρώτη φορά από τότε που έφυγα από Ελλάδα να βρω τον Κόσμο FM, γιατί αυτόν έβαζα χαράματα όταν έμπαινα στο αυτοκίνητο και πήγαινα για το χωριό. Κι αυτός μου έκανε δώρο έναν Τζόνυ που έστελνε την αγάπη του στη Ρόουζ. For it ain't right that she should live alone.
Ακόμα και στον ύπνο μου δεν μπόρεσα να υποκριθώ για λίγο ότι όλα είναι όπως πριν. Ακόμα και στον ύπνο μου έχω βγάλει άσπρες τρίχες.
Η μέρα έξω σήμερα μπορεί να είναι όμορφη, μπορεί και όχι.
Όπως και νά 'χει, σε τούτο το μέρος η θλίψη είναι αλλεργική στο φως.
posted by mindstripper @ 2/24/2008 02:42:00 pm
| |
Saturday, February 23, 2008
Το παιχνίδι
Έξω αέρας και το δέντρο που λυγίζει και δροσίζεται από τις στάλες της βροχής.
Μέσα πεταμένα cd, παιχνίδια, κεριά, ζάχαρες, τσάγια, καφές, άδειες σακούλες, φωτογραφίες, δύο ζευγάρια κάλτσες πάνω στο πάπλωμα και την κουβέρτα, το ράδιο να παίζει Robbie κι εγώ ακούγοντάς τον, να φέρνω στο μυαλό μου για πολλαπλή φορά εκείνα τα λόγια του όταν μιλούσε για την πρέζα: "I get an awful lot of success and a lot of the times I don't think I deserve it".
Βλέπω στο γκρι του ουρανού το σπίτι στο χωριό, σκέφτομαι τί κρίμα που δεν το έχω μία φωτογραφία, ύστερα σκέφτομαι οι φωτογραφίες είναι για μυαλά αδύναμα, ύστερα πάλι σκέφτομαι "γιατί, κι από πότε έχεις γίνει τόσο δυνατή;..."
Μετά βλέπω ότι πάλι παίζω με τον εαυτό μου το οικείο παιχνίδι που παίζω από μικρή, του καλού και του κακού, μόνο που δε θέλω πια να το παίζω άλλο, βαρέθηκα και κουράστηκα μαζί.
Νομίζω ότι αν τελικά τα καταφέρω κι αποσυρθώ από το παιχνίδι, τότε νικητής και ηττημένος θα πιαστούνε χεράκι-χεράκι και θα φύγουνε διακοπές με μία μικρή καρώ βαλίτσα, και φόντο ένα ηλιοβασίμενα πιο κόκκινο κι απ' τη φωτιά.
posted by mindstripper @ 2/23/2008 05:29:00 pm
| |
Wednesday, February 20, 2008
Μη ειρωνικό
Μιλούσα με την αδερφική μου φίλη, τη Β. Τώρα που έφυγα οι συζητήσεις μας είναι λίγο πιο παραπονεμένες, αλλά δεν είμαι ακόμα σίγουρη αν είναι λόγω απόστασης ή λόγω του καιρού που γλυστράει μέσα από τα δάχτυλά μας.
Είχε βουρκώσει λίγο όταν της έλεγα ότι τί να κάνω που έτσι είμαι και δε γίνεται αλλιώς. Βούρκωσα κι εγώ όταν μου είπε ότι αλήθεια μας λέγανε από τότε, έτσι είμαστε τελικά, μια ζωή τρέχουμε να φύγουμε, αλλά τί να γίνει που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε.
Κι εγώ κι εκείνη το μόνο που θέλαμε πάντα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, ήτανε να στεριώσουμε σε μια γωνιά, με κάποιον να μας προσέχει.
Αν λειτουργούσε το Photoshop, θα σου ανέβαζα μία φωτογραφία. Αλλά μάλλον δεν έχει σημασία, το πολύ-πολύ να έδινε λίγο χρώμα στη στιγμή. Μερικές φορές αυτό δεν είναι απαραίτητο.
Είχα καιρό πολύ να ευχηθώ καληνύχτα.
posted by mindstripper @ 2/20/2008 09:23:00 pm
| |
Tuesday, February 12, 2008
Πίσω μπρος
ΠήγαινεΤο να ξυπνάω πολύ πρωί, όταν ακόμα η νύχτα είναι μαύρη και πηχτή, μου δημιουργούσε ανέκαθεν ένα αίσθημα φόβου. Η ώρα που κοιτάζω μέσα από τα σκεπάσματα το παράθυρο, προσπαθώντας να διακρίνω ίχνη φωτός, ήταν και είναι στοιχειωμένη με έναν υποσυνείδητο εξορκισμό. Μέχρι τη στγμή που ανοίγω το ραδιόφωνο και η μουσική γεμίζει το δωμάτιο, μέχρι την τελευταία του σκοτεινή σκονισμένη γωνίτσα.
Αν πω ότι δεν ήμουν ποτέ έτσι θα πω ψέμματα. Απλά η κατάσταση έχει γίνει μία επαναληπτική πρωινή εικόνα τους τελευταίους μήνες, όπου δεν τίθεται θέμα αν ο ύπνος είναι πλέον λίγος ή πολύς. Μόνο αν είναι καλός ή κακός.
Σήμερα άνοιξα τα μάτια μου για πολλαπλή φορά πριν το ξυπνητήρι στις 5 παρά τέταρτο το πρωί. Το ταξί έρχεται πέντε λεπτά πριν την ώρα του, χτυπά το κουδούνι, ξυπνά τον Simon, τον σπιτονοικοκύρη μου, που βγαίνει από το δωμάτιό του σαν τον τυφλοπόντικα, κι αρχίζει να παραμιλάει "Καλό ταξίδι, να περάσεις όμορφα". Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, βρίσκω σημείωμά του πάνω στη βαλίτσα μου "Ξύπνα με αν δεν έρθει το ταξί να σε πάρει".
Ο ταξιτζής χαμογελαστός. "Μ' ακούσατε που σας φώναξα;" τον ρωτάω. "Α, κάτι άκουσα αλλά δεν κατάλαβα από που ερχόταν και για μια στιγμή νόμισα ότι ήταν φωνή από το υπερπέραν", αστειεύεται. Πεντακόσια μέτρα μετά, το αυτοκίνητο κοκκαλώνει μέσα σ' έναν δρόμο κεντρικότατο, εκείνη την ώρα εντελώς άδειο. "Αλεπού!", τον ακούω να λέει. Γυρίζω το κεφάλι μου και την βλέπω να κάθεται και να μας παρατηρεί από την άκρη του δρόμου. Όταν προσπερνάμε, ρίχνει έναν σάλτο και επανέρχεται πάλι στη μέση της λεωφόρου για να συνεχίσει αυτό από το οποίο εμείς λίγο πριν την διακόψαμε. Κάθομαι και την κοιτάζω από το πίσω τζάμι με το στόμα ανοιχτό για αρκετά δευτερόλεπτα μετά, παρότι η φιγούρα της έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα.
Μέσα στο τρένο σκέφτομαι πόσο κρίμα είναι που τα πάντα έξω είναι ακόμα τόσο σκοτεινά. Γιατί δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από τα ταξίδια με το τρένο. Ίσως τα ταξίδια με το καράβι τα καλοκαίρια, αλλά και πάλι δεν είμαι και τόσο σίγουρη γι αυτό.
Αλλαγή αεροπλάνου στη Φρανκφούρτη. Κόσμος πέρα-δώθε, ξυπόλυτες με σανδάλια, σκινχεντς, Κύπριοι, ο πρωινός καφές - το νέκταρ των Θεών, το ξημέρωμα κόκκινο, οι ουρανοί πεντακάθαροι, το κρύο τσουχτερό. Αν κοιτάξεις στα πρόσωπα των ανθρώπων καταλαβαίνεις ποιοί πετάνε συχνά, έχουνε μία ηρεμία που πηγάζει από την οικειότητα με το χώρο. Κοιτάζω ένα τεράστιο πόστερ απέναντί μου με θέμα τρία ζευγάρια γυναικεία πόδια ντυμένα με παπούτσια κόκκινα, κίτρινα και μωβ. Η φωτογραφία χαρούμενη αλλά η τελευταία γραμμή του κειμένου μου δημιουργεί ένα ρίγος κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης:
No one knows what causes Multiple Sclerosis and there is no cure.
Η σκέψη δημιουργείται εντελώς αυθόρμητα: αν οι άνθρωποι διαβάζαμε καλύτερα αυτά που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, τότε τα κακά στον κόσμο θα ήτανε πολύ λιγότερα.
'Ελα
Ήρθε και μπήκε μία αόρατη κέρινη σφραγίδα ίσα με την παλάμη του χεριού μου σε μία απόφαση που όταν την έπαιρνα και για όσο καιρό προσπαθούσα να την υλοποιήσω, δεν είχα ιδέα πως δεν είχα διαλέξει εγώ αυτήν αλλά εκείνη εμένα. Και δεν υπήρχε ποτέ το ενδεχόμενο να της ξεφύγω.
Μπαίνω στο παλιό μου σπίτι και βάζω τα κλάμματα. Μισή ώρα πιο μετά, καθισμένη στην καρέκλα που καθόμουν από τότε, όταν ξεκίνησα να γράφω ετούτο το μπλογκ, αισθάνομαι πάλι μόνη μου, εγώ εναντίον όλου αυτού που ξαπλώνεται μπροστά μου έξω από το παράθυρο. Η στεναχώρια που νοιώθω είναι αυτή ενός ειδώλου που έχει μείνει μοναχό μέσα στον καθρέφτη του. Αυτό το είδωλο όμως δεν είμαι εγώ. Είναι το σπίτι που άφησα πίσω μου. Ένα φάντασμα που δεν ξέρω για ποιό λόγο το έχω δημιουργήσει, από τη στιγμή που εγώ αποφάσισα πότε αυτό θα γεννηθεί και πότε θα πεθάνει. Ύστερα απ' αυτόν τον συλλογισμό, τα πράγματα μπαίνουν σε μία άλλη σειρά: την πραγματική τους.
Στο Ελευθέριος Βενιζέλος ακούω μια φωνή πίσω μου "Τροβαδούρε, θα μας τραγουδήσεις κάτι;" Γυρίζω λίγο τσαμπουκαλεμένη. Αντικρύζω τον Σπύρο. Πετάει για Βαρκελώνη, για σεμινάρια στη δουλειά. Καθόμαστε, τα λέμε, ζυγιάζουμε τις ζωές μας, ο κόσμος μικρός, δύο μήνες πιο πριν δουλεύαμε στο ίδιο γραφείο και κοίτα τώρα... Είναι η μέρα τέτοια. Γιατί λίγη ώρα πιο πριν, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο, σχηματίζω το τηλέφωνο των παιδιών από την παλιά μου πλέον δουλειά, παίρνω τον δάσκαλο στον οποίον χρωστάω την επαγγελμετική μου διαύγεια, θέλω να του πω τα καλορίζικα, μόλις σήμερα μπήκανε σε δικά τους γραφεία, χωρίσανε οι δουλευτές από τους σαλονάτους. "Καλορίζικα ρε." "Ευχαριστώ ρε mind." "Μπράβο ρε mind." Του λέω για την αλεπού, έχω πει σε όλους πια γι αυτή την αλεπού, θα το πω και στο Simon τώρα που θα γυρίσω.
Αλλαγή αεροπλάνων ξανά στο Μόναχο, αλλαγή προσώπων, άλλες γλώσσες, άλλη ένταση, άλλος τόνος ομιλίας, άλλα ρούχα. Έχω παρατηρήσει ότι σε κάθε απογείωση με πιάνει μία παράλογη νύστα. Αν πίστευα στον Άγιο Βασίλη θα ευχόμουν να με έκανε να ροχαλίζω και στην προσγείωση.
Έφυγα από το Birmingham με ήλιο και πήγα σε μία Αθήνα μουντή και κρύα. Σήμερα την άφησα πίσω μου με πυκνά άσπρα σύννεφα σε μολυβένιο ουρανό. Κι όσο πλησιάζω, ο ουρανός είναι όλος ξανά μία γαλάζια λίμνη.
Τον αγαπάω τον ήλιο. Τον αγαπάω τόσο πολύ που αν μπορούσα να τον ζωγραφίσω θα τον έφτιαχνα πιο πολύχρωμο κι από το ουράνιο τόξο, πιο χαμογελαστό κι από το πρόσωπο δελφινιού. Πριν λίγο σκεφτόμουν γι αυτόν τον ήλιο, πόσο πιο πλούσια κι εκπληκτικά όμορφη και μεγαλειώδης είναι η παρουσία του ανάμεσα στο φυσικό του περιβάλλον, παρά σ΄ αυτό που έχουμε φτιάξει εγώ κι εσύ - οι άνθρωποι των πόλεων. Όσες χιλιάδες τόνοι φωτός και να πέσουνε πάνω σε ένα κλουβί από λευκόχρυσο, το χρώμα του δεν θα αλλάξει ποτέ, ίσα-ίσα που θα γίνεται όλο και πιο ψυχρό. Πάρε όμως μία χούφτα χώμα, λίγο νεράκι και δέκα ηλιαχτίδες κι έχεις τις τσέπες σου γεμάτες ευτυχία. Απ' αυτήν που ποτέ κανένας δεν μπορεί να σου στερήσει.
Κατεβαίνουμε σιγά-σιγά.
Αυτή τη φορά έφερα πίσω μαζί μου και την κιθάρα μου.
posted by mindstripper @ 2/12/2008 12:47:00 am
| |
Sunday, February 03, 2008
Μετά την καταιγίδα
Λίγο καιρό πιο πριν δεν μπορούσα να γράψω γιατί δεν άντεχα τη μυρωδιά του σάπιου που έβγαινε από μέσα μου. Τώρα πάλι μου φαίνεται ότι έχω πάθει υπεροξυγόνωση. Και με την κυριολεκτική, αλλά και με τη μεταφορική έννοια του όρου.
Ποιά είναι αυτή η μεταφορική έννοια, θα με ρωτήσεις τώρα.
Σαν πολλά να ρωτάς, θα σου απαντήσω εγώ.
Έφυγα σχεδόν σαν κυνηγημένη. Μπορεί και να ήμουνα κιόλας. Δεν ξέρω αν το έχεις πάθει ποτέ. Να σου φαίνεται ο κόσμος όλος τόσο μικρός, που να θέλεις να πάρεις έναν καθρέφτη, να τον χώσεις μπροστά στη μούρη του και να τον δεις να πρασινίζει και να βαριανασαίνει από τη σοκαριστική συνειδητοποίηση της μικρότητάς του.
Έβλεπα ένα ντοκυμαντέρ τις προάλλες με θέμα τους ψηλούς ανθρώπους. Για την ακρίβεια, ανθρώπους-γίγαντες, για τα δεδομένα όλων ημών των φυσιολογικών θνητών. Ήταν λοιπόν ένας πολύ συμπαθής αδύνατος τυπάκος με γυαλάκια, που αποφάσισε να καταρρίψει το ρεκόρ του πιο ψηλού ανθρώπου στην Μεγάλη Βρεττανία. Η επίσκεψή του στον ορθοπεδικό τον συνέτριψε. Η διάγνωση ήταν ότι όχι απλά δεν ψήλωνε πλέον, όπως ο ίδιος νόμιζε, αλλά συρρικνωνόταν, λόγω κύρτωσης που είχε αναπτυχθεί στην πλάτη του με το πέρασμα των χρόνων. Η έκφραση στο πρόσωπό του όταν ο γιατρός του το αποκάλυψε, ήταν συγκλονιστική. Ήταν φανερό ότι γκρεμίστηκε το σύμπαν του, όπως το είχε χτίσει ο ίδιος μέσα του πετραδάκι-πετραδάκι. Αντί να ανησυχεί για τις επιπτώσεις που έχει η υπέρμετρη ανάπτυξη ενός ανθρώπινου σώματος και τα αποτελέσματα που αυτό θα είχε μελλοντικά στην υγεία και στην ίδια του τη ζωή, αυτός προτίμησε να κοιτάζει το γάιδαρο στα δόντια. Και στεναχωρέθηκε κιόλας, επειδή ο γιατρός δεν του βρήκε κανένα σφράγισμα.
Κάπως έτσι μου φάνηκε ο κόσμος. Ένα τόσο δα μικρό κάτι που θαρρεί πως είναι γίγαντας, που δεν αποτελεί καν μία αυτόνομη ύπαρξη, μόνο έναν ξενιστή που θρέφεται και παρασιτεί εις βάρος ανθρώπινων σωμάτων. Τόσο τιποτένιο όσο ο πολιτικός που ψεύδεται και καταπατεί δημοκρατίες και δίκαια, όσο ο δημοσιογράφος που ορύεται και μπουρδουκλώνει την πληροφόρηση του πολίτη με μία (επιτυχημένη ασφαλώς) εμφάνιση σε τσίρκο, όσο ο γιατρός που μέσα από το θάνατο και την αγωνία βγάζει το χαρτζηλίκι του για τις δύσκολες μέρες. Θα μου πεις, έτσι είναι ο κόσμος, ποιός να τον αλλάξει; Εσύ κι εγώ;...
Εδώ είναι ήσυχα. Η αρχή κάπως δύσκολη, αλλά εντελώς αναμενόμενη. Κι άλλωστε, πόσο δύσκολη μπορεί να είναι μία αρχή από τη στιγμή που υπάρχει μία στέγη κι ένα πιάτο φαϊ πάνω απ' όλα τ' άλλα; Οι συνθήκες και τα χρονικά περιθώρια με ευνόησαν με έναν πολύ περίεργο τρόπο, κι αυτό θα ήμουν άνθρωπος πολύ αχάριστος αν δεν το παραδεχόμουν. Εδώ και μία εβδομάδα έχω βρει πάλι την ευλογία του προσωπικού μου χώρου, ξέρω πλέον ότι η πορεία μου μέχρι εδώ δεν είναι ούτε ήτανε ποτέ τυχαία εξ' αιτίας αυτού ακριβώς του παράγοντα - αυτός ήτανε πάντα το τελικό αποζητούμενο. Κι ίσως να συνεχίσει να είναι μέχρι το τέλος.
Σκέφτομαι πολύ τη γιαγιά μου. Μερικές φορές μπορεί να περπατάω στο δρόμο και να με παίρνουν τα κλάμματα. Πριν δώδεκα χρόνια, από αυτά εδώ τα ίδια τα λημέρια την έπαιρνα τηλέφωνο να της πω τα νέα μου, να μου πει κι εκείνη τα δικά της. Κάπου μία στο τόσο, σκέφτομαι και τα λουλούδια μου. Άκουσα ότι χιόνισε κάτω, τα νυχτολούλουδα μπορεί και να ξεράθηκαν, το γιασεμί θα έχει καεί. Μερικές στιγμές εμφανίζονται στιγμιότυπα, σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από τη θέα που είχα από το μπαλκόνι μου, αλλά είναι παροδικές, και εν τέλει δεν είναι κάτι παραπάνω από αυτό ακριβώς: ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Το περπάτημα είναι ψυχική ανάταση. Η δουλειά είναι παραπάνω από ενδιαφέρουσα. Η νοοτροπία είναι παντελώς διαφορετική. Είναι η νοοτροπία του μαλάκα, όπως πολλές φορές έχω ακούσει να χαρακτηρίζεται από κοντινούς μου ανθρώπους. Από την άλλη, η μάνα μου πάντα τό ΄λεγε ότι έχω βγει μαλάκας, σαν τον πατέρα μου.
Μερικές φορές τα πάντα μου φαίνονται δύσκολα. Ύστερα κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ότι είμαι εδώ. Και τότε όλα μου φαίνονται εύκολα κι αβίαστα, όπως είναι όταν αλείφεις το βούτυρο πάνω σε μία φέτα αφράτο ψωμί. Θέλω να πιάσω ανθρώπους από το χέρι και να τους πω πόσο τους αγαπάω και πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ο ένας τον άλλον, ευγνωμονώ την τύχη μου που ξέρω ότι υπάρχουν γύρω μου εκείνοι που με αγαπούν γι αυτό που είμαι, ακόμα κι αν αυτό αναφέρεται σε χρόνο ενεστώτα και όχι μέλλοντα. Και τί με νοιάζει εμένα για τον μέλλοντα χρόνο; Θα σε νοιάξει, μου λέει από μέσα μου ο κόσμος που δεν έχει υπόσταση.
Και είναι αυτή η στιγμή που γυρίζω και τον κοιτάζω όπως ακριβώς πρέπει να τον κοιτάξω. Με δύο καθρέφτες διπλής όψης μέσα στις κόρες των ματιών μου. Γι αυτά που πέρασαν και γι αυτά που είναι τώρα. Όχι γι αυτά που θα έρθουν.
Όχι με τον τρόπο που θα μου υποβάλλει αυτός.
Κι επειδή με έπιασε έπαρση, αυτό για σένα. Αλλά πιο πολύ για μένα.
posted by mindstripper @ 2/03/2008 02:10:00 am
| |