Wednesday, December 27, 2006
Στολίδια
Το παπαγαλάκι κάθεται σε μία γωνιά φουσκωμένο και με μάτια μισόκλειστα και φλυαρεί σχεδόν τιτιβίζοντας.
Το σπίτι όλο μυρίζει όμορφα από τη χορτόπιτα της μάνας κι εγώ κάθομαι και χαζεύω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις ώρες, σαν να κάνω κάτι σημαντικό και αξιομνημόνευτο - ίσως επειδή φέτος, ναι μεν έντυσα το σπίτι μου στα γιορτινά, αλλά δε στόλισα δέντρο.
Έχουν σημασία λες; Tα στολίδια... Εγώ λέω πως έχουν. Αλλά μόνο αν είναι προέκταση ψυχής. Και ξέρεις, καμμιά φορά τέτοια στολίδια, όσο υπερβολικά κι αν φαίνονται ίσως, μπορεί να είναι σωτήρια. Αν προσέξεις στο βλέμμα του μικρού παιδιού, τον τρόπο με τον οποίον κοιτάζει τον φωτεινό Αη-Βασίλη που κρέμεται μαζί με χίλια δυο κιτσο-τσιμπράκαλα από το μπαλκόνι της κυρά-Τασίας, και όχι τον τρόπο με τον οποίον κοιτάζει το Νιντέντο του παιδιού του γείτονα, θα καταλάβεις.
Περίεργη λέξη το στολίδι. Παιχνιδιάρικη πολύ. Ίσως επειδή έχει ρίζες βαθιές σε μία εξευγενισμένη, παιδική ακόμη, ανθρώπινη πλευρά, που εγώ λέω πως δε χάνεται ποτέ. Κι επειδή ακριβώς είναι παιχνιδιάρικη η διάθεσή τους, γι αυτό αλλάζουνε φύση τα στολίδια μέσα στο πλαίσιο της ζωής. Στολίδια πάνω, στολίδια δίπλα μας, στολίδια στις ντουλάπες και στα σπίτια και στα αυτοκίνητά μας, στολίδια χρωματιστά, με μυρωδιές, με επιφάνειες γυαλιστερές, με γεύσεις πικάντικες και γαργαλιστικές, με υφή μεταξένια ή τραχιά κι αγκαθωτή, με σχήματα από κοχύλι, από σαπουνόφουσκα ή από τσαμπί σταφύλι, τυλιγμένα στα χέρια, στο λαιμό, καρφιτσωμένα στο πέτο ή στην παριζιάνικη μυτούλα της δεκαεξάχρονης, στολίδια που τραβούν την προσοχή και υπνωτίζουν, άλλα που περνούν απαρατήρητα, άλλα που η καθημερινότητα έχει βαφτίσει ως εθιμοτυπικά ή υποχρεωτικά, άλλα που η μάνα κρατάει στη ντουλάπα σαν θησαυρούς που σαπίζουν μέσα στο σκώρο και την υγρασία, κι άλλα που εγώ σκορπάω αλόγιστα σε όλες τις γωνιές του σπιτιού και ξεθωριάζουν μέσα στον ήλιο και τη σκόνη.
Αυτά σκεφτόμουν το βράδυ της παραμονής, χαζεύοντας το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και σιγοντάροντας το παπαγαλάκι που συνέχιζε απορροφημένο τον μελωδικό του εορταστικό μονόλογο.
Τότε ήταν που αντίκρυσα ανάμεσα από τα κλαδιά εικόνες, αναμνήσεις κι όνειρα, να κρατούν σφιχτά το καθένα κι από ένα στολίδι, να ντύνονται με κεντημένα αφράτα παντελόνια και φορέματα, και να παίζουνε κρυφτό κάτω από ένα καινούργιο φως, γνώριμο και γλυκό σα μέλι, που ζέσταινε τις φιγούρες τους και τα βλέφαρά μου.
Τότε ήταν που κατάλαβα ότι όλη την ώρα, κοιτούσα το δικό μου Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτό που δε στόλισα.
Και ξέρεις γιατί;
Γιατί τα δικά του στολίδια δεν είναι αγορασμένα. Είναι κερδισμένα. Κι ευτυχώς δε σπάνε, ότι και να γίνει.
Και ξέρεις και γιατί άλλο;
Γιατί είχα τα μάτια μου κλειστά.
Φέτος, κοιτάζοντας τον κιτς Αη-Βασίλη της κυρά-Τασίας, παρά λίγο να χάσω το φανάρι.
Καλή φωτεινή χρονιά.
posted by mindstripper @ 12/27/2006 04:02:00 pm
| |
Thursday, December 21, 2006
Γιορτινό
"
Αρχές οστεοαθρίτιδας."
Ένιωσα στο στομάχι μου αυτό το γαργαλιστικό συναίσθημα που ένιωθα μικρή, όταν ο πατέρας μου κατέβαινε απότομα με το αυτοκίνητο μεγάλες κατηφόρες. Μόνο που αυτή τη φορά μου φάνηκε ότι όλα τα φώτα ήτανε σβηστά, η κατηφόρα πολύ μεγάλη, κι ο πατέρας πια ανήμπορος να οδηγήσει όπως τότε. Δίπλα μου, ο καλός μου φίλος, ο Η. που φρόντισε να πετάξει, απευθυνόμενος στον γιατρό, την ατάκα που θα έχουμε να λέμε οι φίλοι, υποθέτω μεταξύ γέλιων και φάσκελων, στα χρόνια που έρχονται:
"Η οστεοαθρίτιδα δεν είναι αυτό που παθαίνουνε οι γέροι;"
Μου ήρθε να τον κοπανήσω επί τόπου. Αλλά πάλι, σκέφτηκα πως αυτός είναι ο Η. μας... Κι έτσι, αντί αυτού συνέχισα να κοιτάζω αλλού, προσπαθώντας να κρύψω τον τρόμο μου. Ο γιατρός με καθησύχασε, είπε, είπε, είπε, "όλες οι γυναίκες από τα τριάντα και μετά...", "έλα αύριο να σου γράψω και μία μαγνητική", "με μία θεραπεία έξι μηνών το πολύ..." κι εμένα το βλέμμα μου είχε κολλήσει να κοιτάει τις εκρού κουρτίνες που πέφτανε μπροστά από τις παλιές μπαλκονόπορτες του ημιφωτισμένου δωματίου. Θυμήθηκα εκείνο το εφιαλτικό μάθημα, όταν πήγαινα στη σχολή, που μας αναγκάζανε να βγάλουμε λόγο μπροστά από 20-30 άτομα, για να εξετάσουνε λέει την ικανότητά μας να ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο και να μεταδίδουμε την ουσία του επικείμενου θέματος στο κοινό. Το κόλπο ήτανε να κοιτάς τον τοίχο πάνω από τα κεφάλια των θεατών της τελευταίας σειράς. Αυτό ή να σημαδεύεις το κούτελό τους. Έτσι περιόριζες, λέει, το eye contact που μπορεί να σε έβγαζε από τον ειρμό σου. Γι αυτό κι εγώ σήμερα το απόγευμα, αντί να κοιτάζω τον "εξεταστή" μου, είχα εστιάσει σε ότι βρήκα πρόχειρο ακριβώς πίσω από το κεφάλι του: τις κουρτίνες.
"Ένα πλυσιματάκι το θέλουνε", σκέφτηκα ασυναίσθητα κοιτάζοντας το στρίφωμά τους που κάτω-κάτω, ήτανε σχεδόν μαύρο.
Αλλά όπως και να το κάνεις, η φθορά τους είναι αναπόφευκτη. Κι αυτό το ξέρω κι εγώ, κι εσύ, κι όλος ο κόσμος.
Μόλις το αποφάσισα.
Αν ήμουνα πνεύμα των Χριστουγέννων θα έπαιρνα ντουζίνες από θεόρατα καζάνια γεμάτα χρώματα και θα έριχνα μέσα όλες τις κουρτίνες του κόσμου.
---
Να με συγχωράς που έχω κλειστά τα σχόλια. Είναι επειδή έτσι το αισθάνομαι τον τελευταίο καιρό. Είναι επειδή τα πρωινά που περνούν είναι γεμάτα από δουλειά και τρέξιμο και τηλέφωνα και μάτια πρησμένα από τη νύστα μπροστά από μία οθόνη. Είναι επειδή τα βράδια που έρχονται είναι ήρεμα και γλυκά και γνώριμα, σαν αγαπημένο νανούρισμα. Είναι επειδή το παρόν είναι όμορφο και περίεργο μαζί, σα μέλλον που υπήρχε αιώνες πιο πριν.
Καλές γιορτές.
posted by mindstripper @ 12/21/2006 12:06:00 am
Wednesday, December 13, 2006
Σκούρο γκρι
Είναι μερικές φορές που ξεκινάω να γράφω και ξαφνικά η οθόνη του υπολογιστή μου μεταμορφώνεται σε μία πηχτή, σκούρα γκρίζα μάζα.
Και μετά σβήνω. Και μετά ξαναγράφω. Και μετά ξανασβήνω. Μέχρι που οι τοίχοι γύρω μου αποκτούν κι αυτοί την ίδια γλοιώδη, απωθητική, κινούμενη σχεδόν μορφή. Δε μ' αρέσουν οι δικές μου μαυρίλες. Με κάνουν να νοιώθω εξαρτημένη. Από που θα με ρωτήσεις. Μα από τον εαυτό μου ρε κουτό. Ο οποίος δεν έχει το δικαίωμα να ξεγυμνώνει δημοσίως το δυσανάλογο ατροφικό κορμί του, και να εκθέτει τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες του σαν να ήτανε έργα τέχνης πεταμένα με τρόπο περιφρονητικό πάνω σε αρμονικά ψαλιδισμένες στοίβες από τσουκνίδες. Όχι, δεν το έχει. Κι αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Δεν είναι καν αξιοσημείωτο.
The Stranger: There's just one thing, Dude.
The Dude: And what's that?
The Stranger: Do you have to use so many cuss words?
The Dude: What the fuck you talking about?
The Stranger: Okay, Dude. Have it your way.
Η ανάγκη είναι άλλη, κάθε μέρα, εδώ και μήνες, εδώ και χρόνια, εδώ και δυο ζωές, αυτή που έχω να θυμάμαι και εκείνη που μού 'ρχεται από τα 14 μου σε στιγμιότυπα ονείρων. Είναι οι εικόνες των άλλων, πολύχρωμες, μονόχρωμες, ξεθωριασμένες, ασπρόμαυρες, βρώμικες, μουχλιασμένες, όμορφες, καλοκαιρινές, λεπτεπίλεπτες, χοντροκομμένες. Κι αυτές τις εικόνες εγώ εκτός από πραγματικότητα, τις βαφτίζω πλέον και καταδίκη μου. Γι αυτό και τις αγαπάω τόσο πολύ. Ίσως και να είναι σημάδι ωριμότητας. Ίσως να είναι η υπέρτατη φυγή. Ίσως πάλι να είναι το πιτσιρίκι που τρέχει ξυπόλυτο πέρα από το ποτάμι, με τρεις λιωμένες σοκολάτες στην μία του τσέπη και μία αυτόματη φτηνιάρικη φωτογραφική μηχανή στην άλλη.
Blond Treehorn Thug: [holding up a bowling ball] What the fuck is this?
The Dude: Obviously you're not a golfer.
Ο -σαν αδερφός- φίλος μου, ο Μ., παντρεύεται την Παρασκευή ετούτη, τη γυναίκα που αγαπούσε κι αγαπάει από τότε που τονε γνώρισα. Όταν το έμαθα, κόντεψα να βάλω τα κλάμματα. Στην αρχή επειδή δε θα μπορέσω να είμαι εκεί αυτή την μοναδική μέρα της ζωής του, κι έπειτα, απλά και μόνο από τη συγκίνηση. Δεν του το έχω πει ποτέ γιατί στα λόγια τα αληθινά είμαι κομματάκι δύσκολη, αλλά από ανθρώπους σαν κι αυτόν αντλώ δύναμη. Και κουράγιο. Και δικαίωση.
Η δασκάλα μου, που είναι πρώην δασκάλα μου αλλά εγώ ποτέ δε θα την αποκαλέσω έτσι, σήμερα είχε τη γιορτή της. Με φωνή γεμάτη γέλιο που ζέστανε την καρδιά μου, μου είπε και φέτος, όπως είχε πεί και πέρισι, πως είναι σίγουρη ότι ο χρόνος που έρχεται θα φέρει δίπλα μας μάτια που βλέπουν αληθινά. Και είναι άνθρωποι σαν κι αυτήν, που μου θυμίζουν πως πρέπει να αντισταθώ περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου γιατί τελικά αυτό έχει καταφέρει να με φθείρει περισσότερο απ' ότι νόμιζα.
The Dude: Walter, ya know, it's Smokey, so his toe slipped over the line a little, big deal. It's just a game, man...
posted by mindstripper @ 12/13/2006 01:15:00 am
Monday, December 04, 2006
Θύμησες
Κάθε πρωί που πάω στη δουλειά, είναι ένας συγκεκριμένος δρόμος στο Γαλάτσι, που άμα τον διασχίζω εκεί γύρω στις 9:30 με 10:00, βλέπω ανθρώπους ηλικιωμένους να περπατούν κούτσα-κούτσα πάνω στα πεζοδρόμια, παππούδες κοστουμαρισμένους να παίζουν το κομπολόι τους καθήμενοι σε ένα από τα παγκάκια στο μικρό παρκάκι, στρουμπουλές κυρίες να σέρνουν στωικά καροτσάκια παραγεμισμένα με πορτοκάλια, μαϊντανούς και φρέσκα κρεμμυδάκια, γιαγιούλες να κοντοστέκονται στην άκρη του δρόμου με τα μάτια μισόκλειστα και να προσπαθούν να εστιάσουν στα περαστικά αυτοκίνητα - "
α! ετούτος σταμάτησε, άιντε πάμε Μαριγώ, προχώρα μαρή σ' λέω και περιμένει ο άνθρωπος να περάσουμε!"
Αυτός ο δρόμος έχει κάθε φορά και διαφορετική επίδραση επάνω μου.
Πολλές φορές χαμογελάω, άλλες στεναχωριέμαι, άλλες νοιώθω δίπλα μου μία παρουσία που μου φαίνεται τόσο οικεία και θλιμμένη, ώστε νομίζω πως μπορώ να την ντύσω με ρούχα παιδικά και να την χορέψω στα γόνατά μου.
Φέρνω στο μυαλό μου τη θεια τη Σταμάτα, τη φιλενάδα της γιαγιάς μου, και τον άντρα της, τον κύριο Δημητράκη· την κυρά Κατίνα, που έμενε δίπλα από το σπίτι των γονιών μου κι είχε πει από τότε στη μάνα μου την ακριβή ημερομηνία που θα πέθαινε· τον κυρ-Σπύρο που τόσο τον αγαπούσα από μικρό παιδί και που είχε μπει στο νοσοκομείο με γρίπη και δεν ξαναβγήκε ποτέ· και πάντα, μα πάντα, φέρνω στο νου μου εκείνον τον παππούλη που είχα δει μόνο μία φορά στη ζωή μου κάποια Χριστούγεννα και πουλούσε εικονίτσες για να ζήσει... Η γιαγιά μου δεν ήθελε να αγοράσει τίποτα, αλλά τον είχε φωνάξει μέσα και του είχε ψήσει έναν καφέ τούρκικο, του είχε βγάλει αρκετά κουλουράκια να φάει και μερικά να τα πάρει και μαζί του φεύγοντας. Εμένα μου είχε χαρίσει μία απ' αυτές με τις ψεύτικες ασημί κορνίζες που μέσα είχε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και μου είχε μιλήσει για τη γυναίκα του. "Ήτανε βιαστική κι έφυγε νωρίς", μου είχε πει κι είχε σκύψει το κεφάλι του για να μη δω τα μάτια του που ήτανε κατακόκκινα και πλημμυρισμένα από δάκρυα, "αλλά πού θα πάει, θα έρθει και μένα η ώρα μου και θα πάω να την ανταμώσω". Καθόμουν και κοίταζα τρομαγμένη και λίγο σαστισμένη τα χέρια του που ξεδιάλεγαν τις εικονίτσες, και μου προσέφεραν στο τέλος το δώρο μου. Και κάπου-κάπου τον άκουγα να ρουφάει τη μύτη του. Μετά που έφυγε από το σπίτι, ρώτησα κι έμαθα από τη γιαγιά μου πως η γυναίκα του ήτανε πεθαμένη παραπάνω από 10 χρόνια. Είχα κοιτάξει καλά-καλά αυτή την τόσο συνηθισμένη εικονίτσα που έμελλε να τη δω αμέτρητες ακόμα φορές να πουλιέται έξω από μοναστήρια και παζάρια και εκκλησίες και πανηγύρια, με την ίδια ακριβώς ψεύτικη κορνιζούλα της, την είχα σφίξει στα χέρια μου κι από τότε, μέχρι και σήμερα, δεν την έχω αποχωριστεί ποτέ.
Αν ετούτος ο πλανήτης δεν ήτανε η γη κι εμείς οι άνθρωποι δεν είχαμε σαν οδηγό και κριτήριο για τούτη τη ζωή την ηλικία, τότε τα μικρά παιδιά θα περπατούσαν τρικλίζοντας, όπως το συνηθίζουν, δίπλα στους γερόντους και οι γέροντες θα κλαίγανε μαζί μ' αυτά όταν η πριγκηποπούλα έτρωγε το φαρμακωμένο μήλο. Κι όλοι οι υπόλοιποι, θα θέλαμε να τους μοιάξουμε.
posted by mindstripper @ 12/04/2006 05:23:00 pm
| |