Απόψε έμαθα από τον καινούργιο φίλο του καλού μου φίλου, ότι όταν εκείνος έλειπε παλιά από το σπίτι του, ο πρώην φίλος του μάζευε πολλούς άλλους φίλους δικούς του εκεί χωρίς να του το λέει. Εκείνη την ώρα κοίταξα τον φίλο μου που έκανε το σταυρό του που δεν του είχαν τύχει τέτοιοι φίλοι στην μέχρι τώρα ζωή του, κι ας βρίζει ακόμα τον πρώην φίλο του, ο οποίος ήτανε μεγάλο καθήκι αποδεδειγμένα, και τη φιλία τους την είχε τόσο ιερή όσο έχει κι ο διάβολος το λιβάνι. Μετά η κουβέντα σοβάρεψε, κι ο φίλος του φίλου μου άρχισε να ανοίγεται όλο και περισσότερο, να μιλάει για λογιών λογιών φιλίες από λογιών λογιών ανθρώπους, και με ποιόν τρόπο τελικά η δική του η φιλία με τον πρώην φίλο του κατέληξε σε ξυλοδαρμό. Είπε ότι έπρεπε να το είχε καταλάβει τότε που εκείνο το βράδυ, είχε δει στο πρόσωπο του πρώην φίλου του εκείνη την έκφραση που δεν είχε δει ποτέ πριν και δεν ξαναείδε και ποτέ μετά. Μετά είδε την απορία στο πρόσωπό μου και μου περιέγραψε την έκφραση εκείνη, κι εγώ φοβήθηκα κι αγριεύτηκα τόσο πολύ που προσπάθησα να κρύψω τα μάτια μου πίσω από το ποτήρι του κρασιού. Ο φίλος του φίλου μου όμως πρόλαβε και είδε τα μάτια μου, κι εγώ πρόλαβα και είδα τα δικά του να αλλάζουν, πριν αρχίσει να λέει ανέκδοτα, απ' αυτά τα χαζά, απ' αυτά που όταν σου τα λένε οι φίλοι ξυνίζεις τα μούτρα σου και λες "Μπλιαχ... πολύ κρύο ρε φίλε." Ο φίλος μου ξύνισε το μούτρο του, ο φίλος του φίλου μου γέλασε με το αστείο του κι εγώ που δεν είχα ακούσει το αστείο γέλασα με αυτόν, τον φίλο του φίλου μου.
"Θα το ανοίξουμε, αλλά θα προσέχεις." "Ναι, ναι, θα προσέχω. Σας ευχαριστώ πολύ." "Και το βράδυ, πριν φεύγεις, θα το κλείνεις καλά." "Θα το κλείνω καλά εγώ προσωπικά, μην ανησυχείτε καθόλου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ." "Καλά, αλλά μην το ξεχάσεις ανοιχτό. Γιατί αν το βρουν οι φύλακες μία, δύο φορές ανοιχτό το βράδυ, μετά θα μας ειδοποιήσουν και θα το ξανασφραγίσουμε." "Δεν θα το ξεχάσω, όχι, όχι. Νά 'στε καλά, ευχαριστώ, ευχαριστώ!" "Εντάξει, πάω στη 'βάρκα' και θα στο ξεσφραγίσουμε σε λίγα λεπτά."
Σκέφτηκα πώς αν ήμουν σκυλί θα είχα κατεβάσει τ' αυτιά μου και θα έβγαζα υπόκωφα γρυλίσματα χαράς και υποταγής με την ουρά στα σκέλια.
Και μετά, έτσι όπως απομακρυνόταν με ένα τεράστιο κοφτερό κοπίδι στο χέρι του, σκέφτηκα πώς μου θύμιζε τον Ηρώδη.
...θα ήτανε μεγάλη κουλή αδερφάκι μου. Θα είχε εξακόσιες εξήντα έξι περσόνες κι εγώ μερικές απ' αυτές θα τις μούντζωνα, άλλες θα τις σεβόμουν και θα τις εκτιμούσα, άλλες θα μου προξενούσαν τάσεις εμετού και φυγής, και μερικές εκλεκτές θα τις είχα στα λινκς μου και κάθε μέρα θα εκθείαζα τα θαυμάσια, πάνσοφα και εξαιρετικής αντίληψης ποστ τους, πίνοντας νερό στο όνομά των πνευματικών -και ω! πόσο υψηλού δείκτη IQ- ιδιοκτητών τους.
Αν η ζωή ήτανε μπλόγκερ, θα γινόταν μπεστ σέλλερ και τοπ οβ δε λινκμπλογκς σε χρόνο μηδέν. Με την ατάκα της ημέρας, τη φωτό του μήνα και το πιο ερεθιστικό, διεστραμένο, και πάντα in-fashion εβδομαδιαίο σεξ στόρι - δώρο με τον ωροσκόπο σας. Για μεγάλους, μικρούς, μικρομεσαίους, νταλικέρηδες, φιλόλογους, εφοριακούς, gay, straight, αμφίβια και πάσης λογής θηλαστικά, πεταλούδες, μαρούλια, καλαμάρια, μη καρδιοσκοπικές οργανώσεις, μπάτσους και πρωθυπουργούς, και προ πάντων, για τον σκουπιδιάρη της γειτονιάς μου που γουστάρει τρελά τη Λίτσα την κομμώτρια και σπάει κάθε βράδυ για την πάρτη της, ντάνες πλαστικά πιάτα στη Σεμίνα.
Αν η ζωή ήτανε μπλόγκερ και την γνώριζα σε κανένα ταβερνείο κάποιο βράδυ, θα της έσφιγγα το χέρι και θα της έλεγα ότι χάρηκα που τη γνώρισα. Μετά θα καθαρίζαμε παρέα κανα-δυο μπουκαλάκια κόκκινο κρασί, θα την έπαιρνα αγκαλιά και θα τραγουδούσαμε Μπιθηκώτση. Κι όταν θα είχα φτάσει στα μεγάλα τα μεράκια, θα γύρναγα και θα της έλεγα φωναχτά, μέσα στην κάπνα και τη φασαρία:
"Ρε κοπελιά, να σου πω την αλήθεια μου, εγώ εσένα δε σε γούσταρα. Αλλά τώρα που έχεις πιεί κι έχεις έρθει στο κέφι, σε πάω ρε γμτ το κέρατό μου. Είσαι εντάξει τελικά."
Κι αυτή θα με φιλούσε σταυρωτά και θα έλεγε πόσο γαμώ τα άτομα είμαι. Θα μου έλεγε για κανα-δυο γκομενο-περιπτώσεις που της φερθήκανε σκάρτα, για τη μάνα της που ποτέ της δεν την κατάλαβε, για το αφεντικό της που της αλλάζει τα πετρέλαια στη δουλειά και θυμάται να της ρίξει και κανένα χούφτωμα μία στο τόσο, ε... και για τα όνειρα που κάνει κάθε πρωί που ξυπνάει, και που μέχρι το βράδυ που θα πέσει λίγο να ξεκουραστεί, έχουν σφαγιαστεί στο βωμό του ανθρώπινου είδους και του σπουδαγμένου μεσήλικα που έχει μάθει να την αντιμετωπίζει ψυχρά κι ανάποδα, όπως κάνει ο χασάπης με τα παϊδάκια, όταν τα λιανίζει κάτω από το εξεταστικό βλέμμα της κυρά-Χαρούλας.
Στον επίλογο, θα είχαμε αγαπηθεί πάρα πολύ και θα ανταλάσσαμε τηλέφωνα για να ξαναβγούμε, να τα σπάσουμε και να τραγουδήσουμε πάλι παρέα. Έπειτα από έναν-δύο μήνες, καθώς θα έψαχνε στον κατάλογο του κινητού να βρει το τηλέφωνο της μανικιουρίστας της, θα έβρισκε το όνομά μου, θα σούφρωνε λίγο το στόμα της, θα αλληθώριζε λίγο τα μάτια της, μετά θα κούναγε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά για την έλλειψη μνήμης που την κατείχε, και θα χτύπαγε ένα 'delete contact'.
Εγώ πάλι, από μνήμη είναι γεγονός ότι δεν πάω καλά, αλλά επειδή η χάρη της συγκεκριμένης κυρίας θα ήταν πολύ μεγάλη, δεν θα την ξέχναγα έτσι εύκολα. Παρ' ότι θα την είχα σβήσει την επόμενη κιόλας μέρα, επειδή μέσα στο μεθύσι και την κουβέντα μας, θα είχε ξεχάσει να μου απευθύνει το λόγο, έστω και μία φορά.
Αν η ζωή ήτανε μπλόγκερ, θα αφήναμε κοινότυπα, ευγενή και υποκριτικά σχόλια η μία στο μπλογκ της άλλης, μέχρι που κάποια στιγμή, η μία από τις δυο μας, να σταματούσε να μπλογκάρει. Μετά, προς ένδειξη σεβασμού και αγάπης, θα αφιέρωνε η παραμένουσα στην εκλείψασα (ή το αντίθετο; δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα) εκείνο το τραγούδι του Μπιθηκώτση με ειλικρινείς ευχές για καλή συνέχεια, επιτυχίες, και πάνω απ' όλα υγεία.
...να τρυπώνω τα βράδυα κάτω από την παχιά κουβέρτα του καναπέ, και με το κοντρόλ του dvd να εξέχει μπροστά ή/και κάτω από τη μύτη μου, να γελάω με γέλια που καταλήγουν σε ασυγκράτητα μουγκρητά αγριόχοιρου.
Είναι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να γελάς τώρα όπως -ή/και με αυτά που- γελούσες και τότε. ;-)
Πόσες ώρες της ζωής μου άραγε έχω να φάω ακόμα επάνω σε τούτο το τιμόνι; Το σκεφτόμουν σήμερα το πρωί, καθώς άκουγα τη μηχανή του αυτοκινήτου να μουγκρίζει και να μου ζητάει αχόρταγο κι άλλη αλλαγή. Ένας γνωστός κάποτε, με είχε ρωτήσει αν μου αρέσει η ταχύτητα. "Δεν είναι η ταχύτητα που μ' αρέσει", του είχα απαντήσει με υφάκι. "Είναι η επιτάχυνση."
Και πόσους δρόμους ακόμα έχω να διασχίσω με τούτο το τιμόνι συντροφιά; Το σκεφτόμουν απόψε καθώς γυρνούσα σπίτι, καθηλωμένη όπως ήμουν σε ένα μποτιλιάρισμα στον Κηφισσό, βουλιαγμένη μέσα σε έναν ωκεανό από εκατοντάδες κόκκινα φωτάκια που κινούνταν αργά κι αθόρυβα εμπρος, πίσω, δίπλα, ολόγυρά μου. Χαμήλωσα την ένταση του cd player, έβαλα νεκρά κι έτσι κατηφορικός όπως ήταν ο δρόμος, άφησα ελεύθερο το τιμόνι. Φαντάστηκα πώς αν μπορούσε κι αυτό να μιλήσει, θα με παρακαλούσε για λίγη επιβράδυνση.
Πρέπει να είναι κουραστικό μια ζωή να προσπερνάς. Πρέπει να είναι κουραστικό να αγκομαχάς για λίγα μέτρα διαφοράς. Ο προορισμός δεν αλλάζει ποτέ έτσι κι αλλιώς. Ίσως μόνο διαφοροποιείται ο χρόνος άφιξης. Ή αναχώρησης. Ή αναμονής.
Έχει τόσο πολύ σημασία όταν γίνεται κάτι τέτοιο; Έχει τόση σημασία αν τα φανάρια είναι όλα κόκκινα ή όλα πράσινα; Αν ο δρόμος είναι γεμάτος ή άδειος;
Θυμάμαι μία φορά σ' ένα κόκκινο φανάρι δίπλα σε ένα Δημοτικό σχολείο στο Γαλάτσι, που πρόλαβα και είδα έναν χείμαρρο από παιδιά να ξεχύνονται στο προαύλιο για διάλειμμα. Φεύγοντας, άκουσα από το ανοιχτό μου παράθυρο κάποιον πιτσιρικά να φωνάζει "Κυρία, κυρία! Ο Γιάννης φίλησε την Κατερίνα στο στόμα!"
Θυμάμαι πάλι στο ίδιο φανάρι, μία νέα κοπέλα με εμφανώς ατροφικά και τα δύο της πόδια, να ζητά ελεημοσύνη πάνω σε ένα ζευγάρι πατερίτσες. Το κορίτσι δεν μπορούσε εύκολα να κινηθεί πάνω-κάτω στο δρόμο, και καθόταν την περισσότερη ώρα στο ίδιο σχεδόν σημείο. Μπροστά μου ήταν ένας κύριος με ένα μεγάλο σκούρο sedan. Πιο μπροστά ήταν άλλα τρία-τέσσερα αυτοκίνητα, πίσω μου άλλα τόσα. Το φανάρι άναψε πράσινο και ο κύριος με το σκούρο sedan προχώρησε λίγο, αλλά δεν το πέρασε. Αντί αυτού, έκανε λίγο αριστερά και σταμάτησε μπροστά στην κοπέλα, άνοιξε το παράθυρο και της έδωσε χρήματα. Και πριν προλάβει να ξεκινήσει, το φανάρι άναψε ξανά κόκκινο και μείναμε όλοι στις θέσεις μας. Είχα συγκινηθεί ήδη αρκετά όταν συνειδητοποίησα ότι ούτε ένας οδηγός δεν είχε κορνάρει, ούτε ένας δεν είχε διαμαρτυρηθεί. Κι όταν είδα τον κύριο με το σκούρο sedan να σηκώνει το χέρι του μέσα από τον καθρέφτη, κοιτάζοντάς με μέσα απ' αυτόν και γνέφοντάς μου συγγνώμη που εξ' αιτίας του έχασα το φανάρι, το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να του γνέψω ότι όλα ήταν εντάξει, να του χαμογελάσω και να σκύψω το κεφάλι μου ευθύς αμέσως για να μη δει τα μάτια μου που είχαν βουρκώσει.
Επιτάχυνση και πράσινα άλογα...
Reamonn - Tonight ...through the darkest night, comes the brightest light...