The blues to me is like being very sad, very sick... going to church, being really happy. There's two kinds of blues: the happy blues and there's sad blues. I don't think they are the same way twice. I don't think they have the same tempos. One is a little bit slow and... happy blues... a little bit brighter. That's how I feel. I don't know... The blues is sort of a mixed up thing, you just have to feel it. Everything I do sing, is part of my life.
BILLIE HOLIDAY Γεννήθηκε τον Απρίλιο του '15. Έπεσε θύμα βιασμού στα δεκατέσσερά της. Πέρασε από φυλακές, νοσοκομεία, οίκους ανοχής. Πέθανε τον Ιούλιο του '57.
Εγώ πάλι, κάθε φορά που βλέπω το Fine and mellow, δε βλέπω τίποτε απ' αυτά. Διακρίνω μόνο μελαγχολία και τσαμπουκά. Πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελά όπως εκείνη. Την κοιτάζω με τη λατρεία, το δέος και το σεβασμό που κοιτάζει μία μικρή-μικρή υπήκοος την εκθαμβωτική πριγκιπέσσα του κάστρου.
Οι U2 κατέθεσαν τον μουσικό φόρο τιμής τους με τον Άγγελο του Χάρλεμ. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράψω ετούτο το ποστ. Επειδή έτσι.
Fine and mellow baby. Όπως όλα τα κακά, τα στραβά και τα ανάποδα που έχουν βρεθεί και θα συνεχίσουν να βρίσκονται κάθε μέρα μπροστά στα πόδια μου, στα πόδια σου, στο δρόμο μας.
My man don't love me, he treats me oh so mean my man, he don't love me, treats me awfully he's the lowest man, that I've ever seen.
He wears high trimmed pants, stripes are really yellow he wears high trimmed pants, stripes are really yellow but when he starts in to love me, he's so fine and mellow.
Love will make you drink and gamble, make you stay out all night long love will make you drink and gamble, make you stay out all night long love will make you do things, that you know is wrong.
Treat me right baby, and I'll stay home everyday just treat me right baby, I'll stay home night and day but you're so mean to me baby, I know you're gonna drive me away.
Love is just like a faucet, it turns off and on love is like a faucet, it turns off and on sometimes when you think it's on baby, it has turned off and gone...
Υπάρχουν στιγμές μέσα στην κίνηση και το μποτιλιάρισμα και τα φώτα, που εκπέμπουν μία ησυχία, μία μελαγχολική σιωπή που μυρίζει βροχή και γρασίδι, καμένο ξύλο και άχυρο, ακούγονται σαν ένας συνεχής περίεργος ψίθυρος, όπως οι ανάσες από χιλιάδες τζιτζίκια όταν κοιμούνται όλα μαζί, χρωματίζονται με χρώματα ακόρεστα, όχι γκρίζα ούτε θαμπά, μόνο λίγο ακόρεστα, τόσο ώστε να με κάνουν να προσεύχομαι να δω τη βροχή να πέφτει πάνω τους για να τους χαρίσει μία ομορφιά σχεδόν επικίνδυνη, ερωτική με μία έννοια περίεργη, ανθρωπόμορφη.
Είναι οι στιγμές των κόκκινων φαναριών. Έτσι τις λέω.
Σήμερα, φεύγοντας από τη δουλειά, περπάτησα μέσα από μία αλάνα γεμάτη λάσπη και νερά για να κόψω δρόμο. Στην αρχή το βήμα μου ήταν γοργό, αλλά δεν άργησα να καταλάβω ότι η βιασύνη μου το μόνο που μπορούσε να προξενήσει, ήταν μία θεαματική γλύστρα μέσα σε μία από τις πολλές λιμνούλες με λασπόνερα που με περιτριγύριζαν. Άρχισα να περπατώ αργά, κοιτώντας τα πόδια μου. Έβλεπα τα άσπρα μου παπούτσια να γίνονται, όσο προχωρούσα, όλο και πιο βρώμικα. Ένιωθα το περπάτημά μου να γίνεται, όσο προχωρούσα, όλο και πιο ανάλαφρο. Κι αυτό επειδή το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ήταν νωπό, επειδή ένιωθα εκείνη την ώρα με έναν τρόπο υπερφυσικό, το βάρος του σώματός μου να βιάζει την αφράτη επιφάνειά του σε κάθε βήμα μου.
Και τότε θυμήθηκα τα βροχερά απογεύματα στο χωριό, όταν η γιαγιά μου άνοιγε το παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο και το δωμάτιο γέμιζε από τη μυρωδιά της βροχής, του νωτισμένου χορταριού και του καμένου ξύλου, όταν το χώμα μακρυά στον κάμπο ήταν σκούρο καφέ κι ο ουρανός μπογιατισμένος σκούρος με μολυβένιο γαλανό, κι εγώ άπλωνα πάνω στο τραπέζι τα χρωματιστά μολύβια και το αγαπημένο μου μπλε τετράδιο ιχνογραφίας, αιχμαλωτίζοντας όλα εκείνα μέσα μου με μία μόνο αναπνοή.
Βγαίνοντας από την αλάνα, προσπάθησα να καθαρίσω τα παπούτσια μου πατώντας με δύναμη πάνω σε μία στοίβα μισοξεραμένα αγριόχορτα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και εκεί μπροστά μου, κάτω από τα πόδια μου, είδα το τριφύλλι που φύλαγε η γιαγιά σε μια γωνιά της αυλής για τα ζωντανά, πέρα, κοντά στην αποθήκη. Σταμάτησα, κοίταξα το αυτοκίνητό μου, ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα με όλες τις λάσπες στα πόδια μου.
Στο γυρισμό σπίτι, κάπου στη Γαλατσίου, κοίταξα τα βρώμικα άσπρα μου παπούτσια, τους χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη και χαιρέτησα το κόκκινο φανάρι που σιγο-τραγουδούσε Ella πάνω από το κεφάλι μου.
Γυρίζω και βλέπω τον Η. να με κοιτάει με ύφος κοροϊδευτικό, κρατώντας στο χέρι του ένα πανάκι που καθαρίζουν τα γυαλιά.
Ματιά δολοφονική.
"Δε φτάνει που είσαι μέσα στα πόδια μου όλη τη μέρα, πρέπει να ανέχομαι και τις κρυάδες σου;"
Ο Η. είναι, τυπικά, συνάδελφός μου τα τελευταία επτά χρόνια. Ουσιαστικά όμως, είναι πλέον φίλος καλός κι αγαπημένος. Απλά δεν του το έχω ομολογήσει ποτέ για να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα - παραπάνω απ' αυτόν που έχουν ήδη δηλαδή.
Είναι μερικοί άνθρωποι που γνωρίζει κάποιος στη ζωή του, που αποτελούν πηγές έμπνευσης. Αυτό είναι ο Η. για μένα. Πηγή έμπνευσης. Πώς ήταν ο Λιγνός για το Χοντρό... Ένα τέτοιο πράγμα.
"Mindy, φτιάξε μου έναν καφέ σε παρακαλώ. Κουράστηκα πολύ να έρθω στη δουλειά σήμερα." "..." "Ακόμα εδώ είσαι;" "Εγώ εδώ είμαι. Εσύ θα φύγεις όπου νά 'ναι. Απλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα πώς."
Σε περιόδους διακοπών παθαίνω σύνδρομο στέρησης. Όταν είχε πάει στα πεθερικά του προ διμήνου κι έλειψε για δύο εβδομάδες, αποφάσισα να του στείλω ένα μήνυμα. "Τί έγινε, πώς πάμε; Σε έχουν πετάξει με τις κλωτσιές από το νησί ή όχι ακόμα;" Και από τα πιο πετυχημένα δικά του, ήταν αυτό που μου έστειλε στις τελευταίες μου διακοπές, όταν στις 11 η ώρα το πρωί, ανοίγοντας το κινητό μου, διάβασα με την τσίμπλα στο μάτι το εξής: "Υπενθύμιση: να θυμηθώ μεθαύριο να γυρίσω σπίτι μου".
Από τότε που ήρθαμε στα νέα γραφεία και στα καινούργια τ' αναθεματισμένα κουβούκλια που ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω, όταν θέλει να μου πει κάτι, κάνει τσουλήθρα με την καρέκλα του και πέφτει πάνω στη δική μου. Η απάντησή του στο εξειδικευμένο βλέμα μου με τίτλο "Θα σε τσακίσω" είναι, σε mixed ύφος Χριστόφορου Κολόμβου και Πήτερ Σέλερς, ότι "Τελικά, το είπα και το ξαναλέω: οι καρέκλες με ροδάκια θα πρέπει οπωσδήποτε να κατασκευάζονται με φρένα".
Συνήθως, όταν βαριέται ή όταν απλά θέλει να μου σπάσει τα νεύρα, τριγυρίζει δίπλα μου σαν την άδικη κατάρα. Το ότι κρυφακούει όλα μου τα τηλέφωνα και κατασκοπεύει όλες μου τις κινήσεις στο PC, είναι αυτονόητο.
"Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα;" "Με όποιον θέλω. Τί έγινε, κουφαινόμαστε σιγά-σιγά και δεν μπορούμε να στήσουμε αυτί;" "Λέγε μου αυτή τη στιγμή με ποιόν μίλαγες, μην τα πάρω και τα σπάσω όλα εδώ μέσα!" (να σημειωθεί ότι το μόνο που μπορεί να σπάσει ο Η. όταν θυμώνει είναι κανένα ποτήρι κι αυτό επειδή δε φοράει εκείνη την ώρα τα γυαλιά του) "Με την αστυνομία. Προχθές που πήγα να θεωρήσω κάτι φωτοτυπίες, είμαι σίγουρη ότι είδα τη φωτογραφία σου αφισοκολλημένη στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι του προϊστάμενου."
Λίγο πριν, άκουσα τα ροδάκια της καρέκλας του να βολτάρουνε παραδίπλα μου.
"Για σένα γράφω. Φύγε από δω."
Γνωρίζει την ύπαρξη ετούτου του μπλογκ εδώ και πάρα πολύ καιρό. Σοβαρεύει. Χαμηλώνει και τη φωνή του.
"Να σου πω. Μη γράψεις ονόματα, έτσι;"
Σοβαρεύω κι εγώ.
"Καλά, είσαι χαζός;"
Παύση.
Βλέπω αμυδρά το γνωστό υποχθόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.
"Α... και να σου πω. Ούτε φωτογραφίες."
Να σου πω βρε ανόητε. Αν έχεις την εντύπωση ότι αυτό το ποστ είναι για σένα, είσαι πολύ λάθος. Για την κορούλα σου είναι, που θα φέρει στον κόσμο αυτή η αγία γυναίκα που σε παντρεύτηκε. Να βλέπει τα κατορθώματα του μπαμπά της και να γελάει όταν μεγαλώσει. Διότι το γέλιο είναι ευτυχία. Κι αυτοί που μεγαλώνουν και ζουν - ε, άντε... πες κι αυτοί που δουλεύουν καθημερινά - συντροφιά μ' αυτό, είναι οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο.
Και τη Δευτέρα ξέρεις, έτσι;... Μία καφέ, τρεις και μισό ζάχαρες. Ο Χοντρός.
Ήταν η δική μου φωνή που άκουσα να ξεστομίζει αυτή τη φράση εντελώς αυθόρμητα χθες βράδυ, καθώς τα φώτα της πόλης πλησίαζαν όλο και περισσότερο και οι αντανακλάσεις τους στην επιφάνεια του νερού πλήθαιναν λεπτό με το λεπτό.
Σήμερα καθώς έτρεχα κάτω από τα υπόστεγα των πολυκατοικιών για να προστατευτώ από τις παχιές σταγόνες της βροχής, αντίκρυσα ένα χαρούμενο προσωπάκι πάνω σ' ένα ποδήλατο, που ανήκε σε μία μελαχροινή μικρούλα, το πολύ δέκα χρονών, να με ρωτάει τραγουδιστά και με μία φυσικότητα σαν να με ήξερε από την κούνια της:
"Βρέχει ή εμένα μου φαίνεται;" "Βρέχει, βρέχει."
Τα χαμόγελά μας διασταυρώθηκαν, πιαστήκαν χέρι-χέρι κι έφυγαν τρεχάλα.
Κι έτσι όπως μπήκα σπίτι κι άκουσα την τόσο γνώριμη εισαγωγή του You do something to me με τη χαρακτηριστική ζεστασιά της φωνής του Weller, ένιωσα σε δευτερόλεπτα αυτά τα χαμόγελα να μου γαργαλούν το στομάχι και να μεταμορφώνουν το αίμα μέσα στις φλέβες μου σε λικεράκι ζεστό με γεύση κεράσι.
Σαν προάγγελοι έρωτα. Σαν.
Το σπίτι μου φέτος, μου έλειψε πάρα πολύ. Σαν να ήταν άνθρωπος. Και η αγκαλιά του, πολύ πιο ζεστή από άλλες ανθρώπινες.
Το πήρα απόφαση και θα μου το πω. Καλό Χειμώνα. ;-)
Είδα προχθές την Κ. Τρία χρόνια είχα να την δω. Πριν απ' αυτό, άλλα δύο. Πριν απ' αυτό, ανάθεμά με κι αν θυμάμαι πότε...
"Σαν να μην έχει περάσει ο χρόνος από πάνω σου κορίτσι μου... Πες μου πώς τα περνάς." "Άσε με εμένα. Πες μου για τη μικρή. Σε ποιόν μοιάζει πιο πολύ; Σε σένα ή στο μπαμπά της;"
Κάποτε καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο. Καθόμασταν τα απογεύματα πάνω σε μία ταράτσα και χτίζαμε τα όνειρά μας, ακροβατώντας πάνω στα κόκκινα σύννεφα που άλλαζαν μορφές εκεί μακρυά, κάτω στον κάμπο. Κάποτε, είχαμε χαράξει πάνω σ' ένα τούβλο την ημερομηνία εκείνης της μέρας, να έχουμε να την βλέπουμε αργότερα, στα χρόνια που θα ερχόντουσαν. Και να θυμόμαστε. Κάποτε, είμασταν σίγουρες. Δε θα χωρίζαμε ποτέ. Θα μεγαλώναμε μαζί. Και το πιο σίγουρο απ' όλα ήταν ότι δεν θα χωνεύαμε ποτέ και καθόλου η μία τον άντρα της άλλης... Αγαπιόμασταν πολύ και γι αυτό θα γινόμασταν κακιές πεθερές. Έτσι έπρεπε.
Προχθές βράδυ, δεκαεφτά χρόνια μετά, μέσα σε αγκαλιές και φιλιά και βλέμματα αγάπης και τρυφερότητας, θυμήθηκα ότι η γειτονιά με τα επαρχιωτόσπιτα, τις μεγάλες αυλές και τους κήπους γεμάτους λουλούδια έχει πεθάνει χρόνια τώρα, εκείνη η φτωχή ταράτσα με το μικρό δωματιάκι και το παλιό πλυσταριό με τα τούβλα ξεψύχησε ανάμεσα σε δυο χαραμάδες του χρόνου, και η καθεμία μας τράβηξε χωριστά το δρόμο της, μέσα σε μακρυνές πόλεις και άγνωστους ανθρώπους.
Κι όπως σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα, σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα βαθυά μέσα στα μάτια της Κ. Είδα μέσα τους ν' ανασηκώνονται φιγούρες ψηλόλιγνες, κατάκοπες, άκουσα φωνές μακρυνές να κινούν αχό νεραϊδο-μελωμένο.
Ήταν τα όνειρά μας που είχαν ξυπνήσει. Άκουσαν ξανά τα ονόματά τους.
Και τότε άκουσα για άλλη μία φορά, την γνώριμη φωνή του μυαλού μου, αυτή που εγώ απεχθάνομαι σαν την πιο τρομαχτική απειλή, ενώ εκείνη μ' αγαπάει σαν την μεγαλύτερη αναθεματισμένη αμαρτία, να μου ψιθυρίζει στ' αυτί ότι, κοίτα... στ' αλήθεια, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα.
Είναι η άγνοια και η αφέλειά του που με κάνουν και χαμογελάω...
...ή η νοσταλγία αυτών;
Έχω αρχίσει να ξεχνάω ότι το θράσος δεν είναι μόνο -και πάντα- ο αρχάγγελος του κινδύνου. Είναι πολλές φορές, κι ο προάγγελος του άθλου.
Και ξέρεις τώρα... άθλος και Γολιάθ μαζί, δε γίνεται. Γι αυτό κι όταν ο Δαυίδ είναι ανύποπτος μέσα στην ανεμελιά του, ο Γολιάθ τον κοιτάει και τον ζηλεύει.
Η Ευδοκία ήταν ένας Δαυίδ κι ο Μάνος το ζεϊμπέκικο το έγραψε γι αυτήν.
...even if you have nowhere to do it but your living room.
Καταμπεεεεεαπληκτικό, θα έλεγε ο Πρόβατος. Yo! yo! θα φώναζαν Ελέφαντας και Arxedia Media. Νανάκο, άσε τα κουλεμανσόν και στρώσου να τ' ακούσεις. Μπλογκαρισμένη, σου βρήκα background music για τις βουτιές στην πισίνα ρε συ. :-) Μαρκησία, δικό μας girl. Τουρίστα, εσύ ότι και να πεις, ακόμα κι ότι έχει βγει σε διασκευή Ρίτας, εγώ θα το πιστέψω (ουργκ). :-P Sadie, αφιερωμένο - φουλ στοπ. Νεράιδα, εγώ πάντως μεράκλωσα. CM, εντάξει, μπορεί όχι τόσο απίθανο όσο οι Placebo, αλλά νέβερδελες... (3 και σήμερα) Κωστή, wear sunscreen κι άσε τον ουρανό να κοκκινίζει όσο θέλει. ;-) Αδαή, εσπέσιαλι φορ γιου μίστερ, νόου μάτερ γουατ. ;-) Κοπελιά, δεν είναι τέλειο;...
Και επειδή μπορώ να συνεχίσω να το αφιερώνω δεξιά, αριστερά και διαγώνια παραπλεύρως σε σένα-και σε σένα-και σε σένα, που διαβάζω το μέσα και το έξω σου τόσο καιρό εδώ μέσα, λέω να σταματήσω την πάρλα και να σου παραθέσω απλά κι όμορφα την αιτία του παραληρήματος:
Κατέβασέ το κι άκουσέ το, πλιζ, πλιζ, μη φύγεις κι άκουσέ με. Και κοίτα να δεις τί θα γίνει. Αφού το κατεβάσεις, φόρα τ' ακουστικά, κλείσε την πόρτα, διώξε τους διπλανούς από το διαμέρισμα, και δώσε (δώσε λέω!) volume. Κι αν στα πρώτα τρία λεπτά δεν έχεις κολλήσει, εμένα να μη με λένε mindflipper. Κι όταν πάθεις κι εσύ την πλάκα που έχω πάθει κι εγώ με το κομμάτι, επέστρεψε και διάβασε το υπόλοιπο ετούτου του ποστ γιατί πρώτον, στάνταρ θα το αποζητήσεις, και δεύτερον, σιγά μην το διαβάσεις τώρα. :-P
Everyone's free (to wear sunscreen)
Ladies and Gentlemen of the class of '97. Wear... sunscreen.
If I could offer you only one tip for the future, sunscreen would be it. The long term benefits of sunscreen have been proved by scientists whereas the rest of my advice has no basis more reliable than my own meandering experience... I will dispense this advice now.
Enjoy the power and beauty of your youth; Oh never mind; you will not understand the power of beauty of your youth until they have faded. But trust me, in 20 years you'll look back at the photos of yourself and recall in a way you can't grasp now how much possibility lay before you and how fabulous you really looked... You're not as fat as you imagine.
Don't worry about the future; or worry, but know that worrying is as effective as trying to solve an algebra equation by chewing bubblegum. The real troubles in your life are apt to be things that never crossed your worried mind; the kind that blindside you at 4 p.m. on some idle Tuesday.
Do one thing everyday that scares you.
Sing
Don't be reckless with other people's hearts, don't put up with people who are reckless with yours.
Floss
Don't waste your time on jealousy; sometimes you're ahead, sometimes you're behind... the race is long, and in the end, it's only with yourself.
Remember the compliments you receive, forget the insults; if you succeed in doing this, tell me how.
Keep your old love letters, throw away your old bank statements.
Stretch
Don't feel guilty if you don't know what you want to do with your life... the most interesting people I know didn't know at 22 what they wanted to do with their lives, some of the most interesting 40 year olds I know still don't.
Get plenty of calcium
Be kind to your knees, you'll miss them when they're gone.
Maybe you'll marry, maybe you won't, maybe you'll have children, maybe you won't, maybe you'll divorce at 40, maybe you'll dance the funky chicken on your 75th wedding anniversary...
whatever you do, don't congratulate yourself too much or berate yourself either- your choices are half chance, so are everybody else's
Enjoy your body, use it every way you can.. don't be afraid of it, or what other people think of it, it's the greatest instrument you'll ever own.
Dance... even if you have nowhere to do it but in your own living room.
Read the directions, even if you don't follow them.
Do NOT read beauty magazines, they will only make you feel ugly.
Get to know your parents, you never know when they'll be gone for good. Be nice to your siblings; they are the best link to your past and the people most likely to stick with you in the future.
Understand that friends come and go, but for the precious few you should hold on. Work hard to bridge the gaps in geography and lifestyle because the older you get, the more you need the people you knew when you were young.
Live in New York City once, but leave before it makes you hard; live in Northern California once, but leave before it makes you soft.
Travel
Accept certain inalienable truths, prices will rise, politicians will philander, you too will get old, and when you do you'll fantasize that when you were young prices were reasonable, politicians were noble and children respected their elders.
Respect your elders.
Don't expect anyone else to support you. Maybe you have a trust fund, maybe you have a wealthy spouse; but you never know when either one might run out.
Don't mess to much with your hair, or by the time it's 40, it will look 85.
Be careful whose advice you buy, but, be patient with those who supply it. Advice is a form of nostalgia, dispensing it is a way of fishing the past from the disposal, wiping it off, painting over the ugly parts and recycling it for more than it's worth.
But trust me on the sunscreen...
Author: Mary Schmich (The Chicago Tribune / June 1, 1997) Producer: Baz Luhrmann Vocals: Quindon Tarver
...κι εννοείται ότι το έχουν ανακαλύψει κι άλλοι, νωρίτερα από μένα. ;-)
Update:Μαίανδρε αγαπημένε, πριν λίγο λοιπόν συνειδητοποίησα ότι σε ξέχασα παντελώς. Κι αμέσως μετά κατάλαβα ότι ουσιαστικά δεν είχα κανέναν λόγο να σε θυμηθώ. Sunscreen is your middle name ετούτο το φθινόπωρο...
...στο πρωινό ξύπνημα από τη Μ. ("Ξύπνα μλκ!" - "Άφ..σε με, ..φού πρν λ..γο μ' έφ..ρες σπ..τι" - "Έχει ξημερώσει ηλίθια. Θα χάσεις το παιχνίδι." - "Ξημ..; φωω φωωω... τί ώρ... είν..;" - περιττό να σου πω ότι ποτέ δεν έχω φτάσει στη δουλειά μου τόσο γρήγορα - το ότι δεν πέρασα καν την πόρτα είναι άλλο στόρυ)
...στο χάνγκόβερ και τον πονοκέφαλο που χορεύει ταμ-τουμ στο κεφάλι μου από το πρωί (ες-όου-ες προς ιδιοκτήτες καφέ: μην κρεμάτε ρε παιδιά τις τηλεοράσεις τόσο ψηλά - δεν μας φτάνουν τ' αθριτικά, θα μας πιάσει και κανένα αυχενικό στο τέλος)
...στο βλακώδες χαμόγελο στη φάτσα μου όταν είδα ότι ο κύριος στο ασανσέρ κοιτούσε πλαγίως το μανταλάκι που κρεμόταν από το πατζάκι του παντελονιού μου (θα μπορούσα να το έχω φορέσει κι ανάποδα - εσύ έχεις φορέσει ποτέ και τους δύο φακούς επαφής σου στο ίδιο μάτι; δεν έχεις...)
Βάψτε την Ιαπωνία μπλε παρακαλούμε πολύ. Έχουμε ένα κύπελο να παραλάβουμε σε λίγες ώρες.