@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Wednesday, August 30, 2006

Ετούτα τα στάχυα...



...φυτρώνουν μόνο στη θάλασσα.





Αν ήμουν γεωργός θα ήμουν μεγάλος χαραμοφάης.
Όχι στο θέρος.

;-)

posted by mindstripper @ 8/30/2006 05:55:00 pm  | 16 Comments | 

Sunday, August 27, 2006

Summer moved on

Ημέρα Πέμπτη. Δύο μέρες πριν την επιστροφή. Έχω δύο τεράστιους τσίμπους στα πόδια από κάποιο κουνούπι που χθες βράδυ έκανε δείπνο λουκούλειο.

Η Β. είναι μέσα στο σπίτι. Βάζει το τελευταίο πλυντήριο. Πίνω τον καφέ μου ατενίζοντας νυσταγμένη τη θάλασσα μπροστά μου με το καλαμάκι του φραπέ ατόφια προέκταση του στόματός μου, καθώς ακούω τη φίλη μου να σιγοτραγουδάει. Το τρανζιστοράκι παίζει μουσική χαμηλόφωνα. Το κλείνω. Η φωνή του μου σκεπάζει το τραγούδι της θάλασσας - κι ετούτο το τραγούδι θ' αργήσω πολύ να το ξανακούσω, έτσι καθάριο και κρυσταλλένιο όπως τ' ακούω τώρα...

Φέτος το καλοκαίρι, τα σχέδια των διακοπών μου ανατράπηκαν την τελευταία σχεδόν στιγμή.
Αν και τελικά, ίσως και να μην υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ανατροπή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Ανατρέπεται κάτι όταν έρχονται τρίτοι και γκρεμίζουν με μία τους κίνηση, αυτό πάνω στο οποίο είχες επενδύσει. Όχι όταν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να αναπνεύσει, να περπατήσει πάνω στα σάπια βότσαλα του παρόντος με μία αδιαφορία τόσο ευχάριστη, τόσο ευπρόσδεκτη, όσο και η αίσθηση του δροσερού νερού πάνω στο διψασμένο σώμα.

Να το πω κι αλλιώς. Δεν ανατρέπεται τίποτα όταν οδηγείς πιωμένος βρε αδερφέ. Απλά το αλκοόλ βλάπτει σοβαρά την όραση - για να μη μιλήσω και για την ενόραση. Κι ένας Θεός ξέρει πόση λάσπη έριξε πάνω στα δικά μου μάτια τον τελευταίο καιρό. Όχι ότι φταίει αυτό. Αυτός που φταίει πάντα είναι ο οδηγός.

Δεν υπάρχουν ανατροπές λοιπόν. Υπάρχουν αναθεωρήσεις. Υπάρχουν επανεκτιμήσεις.
Υπάρχει και το forward.
Όχι το fast. Το σκέτο.
Αυτό ήταν οι φετινές μου διακοπές.
Λίγο forward.
Κανένα delete. No undos, αυτό το έχω πει και πιο παλιά (που είσαι μωρέ Κοκοβίκο μου)...
Και μετά stop.
Κι έπειτα play.
Ναι, καλά το διάβασα, ξανά play, όου γιες ιντίντ.

Όταν έχεις μία ολόκληρη παραλία σχεδόν για την πάρτη σου για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες και είσαι παρέα με έναν άνθρωπο που σε ξέρει ίσως καλύτερα κι από τον ίδιο σου τον εαυτό, τράστ μι, δεν τη γλυτώνεις. Το New Year's Resolution εκτυλίσσεται κι αναδιπλώνεται εκεί, μπροστά στα μάτια σου, είτε το θέλεις, είτε όχι.

Την ώρα που χάζευα τον τρύγο,
που διάβαζα την κυρία Ντάλογουέι και γινόμουν ένα με τον κύριο Πήτερ Γουωλς,
που παλεύαμε μαζί με τη Β., ανάμεσα σε ποτάμια ιδρώτα, χώματος και σκόνης, να κουμαντάρουμε τη ρότα της αντρειωμένης βουκαμβίλιας κι από τη γη να την ορθώσουμε να κοιτάζει κατάματα τον ουρανό,
που πρόσμενα την θριαμβευτική επανεμφάνιση του Τέλη και όπου θες να σου ορκιστώ, αν δεν ήταν αυτός που είδα τελικά, ήτανε στάνταρ το παιδί ή το εγγόνι του,
που περιμέναμε πότε θα βουλιάξει ο ήλιος μέσα στη θάλασσα για να στίψω φρέσκα λεμόνια και να φτιάξω custom-made μαργαρίτες που μας δρόσιζαν όταν στραβολαιμιάζαμε να μετράμε τ' αστέρια να πέφτουν μέσα στη νύχτα,
που θρονιαζόμουν στην αγκαλιά της κουλούρας μου αφήνοντάς την να μου νανουρίζει σώμα, ψυχή και μυαλό, σαν τρεχαντηράκι που το παίρνει το ρέμα κι αυτό αφήνεται χαμογελαστά, με τα μάτια κλειστά, στο αεράκι που μοσχοβολάει ανθισμένο γιασεμί,
που γεμίζαμε τα ποτηράκια μας με ουζάκι και τρώγαμε τα παξιμάδια με τη φέτα και τη λιαστή ντομάτα κάτω από τον πεύκο και τους ήχους των κουκουναριών να σκάνε με βραχνιασμένα μι και λα ματζόρια πάνω από τα κεφάλια μας,
που η Β. με την Μ. οπλιζόντουσαν με σκούπες και σφουγγαρίστρες για να εξοντώσουν εκείνο το τέρας που έμοιαζε με ταραντούλα και την είχε στήσει πάνω από το κρεββάτι της Β. μέσα στη νύχτα,
που μετά από αγωνιώδη αναζήτηση έβρισκα το αγαπημένο μου κοκκαλάκι για τα μαλλιά μέσα σε λοφίσκους άμμου στην παραλία, για να το χάσω οριστικά κι αμετάκλητα μόλις λίγη ώρα μετά,
που κοιμόμουν δέκα ώρες την ημέρα κι ένοιωθα το ενεργειακό μου τενεκεδένιο καλαθάκι να βαραίνει ολοένα* - το γυρίζω πίσω μπόλικο-μπόλικο και παραφουσκωμένο, έτσι για να τη σπάσω σ' αυτή την ασκημομούρα που τη λένε καθημερινότητα και με περιμένει ξάγρυπνη και ξασπρουλιάρα στη γωνία...


...εκείνη την ώρα ήρθαν μπροστά μου άνθρωποι και παραστάσεις, λάθος-λάθος-λάθος αποφάσεις, συμπεράσματα βιαστικά, φόβοι, άγχη, στιγμές όμορφες, καταρράκτες σκέψεων, γέλια με φίλους, σταγόνες ελπίδας, στιγμιότυπα φρενήρη, κλάμματα με φίλους, βράδυα ξύπνιου παραμιλητού και στο τέλος, ένα ζευγάρι μάτια να με κοιτούν με απογοήτευση.

Συγγνώμη μας ζητώ.

Χθες πρωί, ξυπνώ τρομαγμένη από τη φιγούρα της Β., που στέκεται πάνω από το κρεββάτι μου σαν τον Χάρο.

"Τί κάνεις εδώ παιδάκι μου;"
"Σε περιμένω να ξυπνήσεις για να πιω τον δεύτερο καφέ. Δε μπορείς να φανταστείς τί θάλασσα έχει σήμερα έξω", αναστενάζει βαθυά.
"Ξέρεις τί λέω;" της λέω λίγα λεπτά αργότερα καθώς κοιτάζω με θλίψη -και με την τσίμπλα στο μάτι- τον απέραντο καθρέφτη της θάλασσας. "Σήμερα να δοκιμάσουμε να κάνουμε αυτό που δεν κατορθώνουμε ποτέ στην κανονική μας ζωή."
"Δηλαδή;"
"Να ζήσουμε το σήμερα χωρίς να σκεφτόμαστε το γ@μημένο το αύριο."

Πήραμε τους καφέδες στο χέρι και κατεβήκαμε στην παραλία. Η θάλασσα φάνταζε ζωντανή, σαν ένα άλογο δυνατό, γεροδεμένο, καλοαναθρεμένο, που έσκυβε το κεφάλι και μας προσέφερε στο χέρι τα γκέμια της, κάνοντάς μας ένα θεσπέσιο -και τόσο, μα τόσο απλό και μεγαλειώδες- δώρο: τον εαυτό της. Και λόγω τιμής, δεν ξέρω αν έχω λαχταρήσει, αν έχω επιθυμήσει κάτι άλλο, πρόσωπο ή πράγμα, τόσο μα τόσο πολύ, τον τελευταίο καιρό στη ζωή μου.

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ομορφότερο κλείσιμο για τις φετινές μου διακοπές στη Νάξο.

Έρχεται ένας ήσυχος χειμώνας.

Αλλά πού 'σαι... Μη γελιέσαι. Το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα.

Πάρε κι ένα δωράκι που μοσχοβολάει θαλασσίτσα: Air - Alone in Kyoto
Κι επειδή δεν γίνεται να ρίχνω μία κουβέντα και μετά να το παίζω τρελή (εχμ... να το παίζω;), πάρε και το πανέμορφο κομμάτι των A-ha. Summer moved on.

Καλώς σας ξαναβρίσκω.

*Mantalena, η αλήθεια είναι ότι δεν έφταιγαν οι διακοπές της ΔΕΗ. Έφταιγε η Β. που δεν με άφηνε να σπάσω (κατά λάθος εννοείται) τη λάμπα που κότσαρε ο δήμος μες στη μέση του αμπελοχώραφου, μπροστά στη μύτη μας. Λες και τα φίδια χρειάζονται φωταγώγηση στους δρόμους.


posted by mindstripper @ 8/27/2006 03:44:00 pm  | 15 Comments | 

Friday, August 11, 2006

Ερωτικό/Παύση

Συνεπιβάτης σε μηχανάκι μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα.
Η αίσθηση του αέρα να ξεπλένει το γκρίζο βέλο της ημέρας από τα μάτια, πλημμυρίζοντάς τα με άπλετα, δροσερά, παχιά, καθαρτικά δάκρυα.
Χρόνια τώρα δεν μπορώ να φέρω στο νου μου κάποιο άλλο συναίσθημα που να υπερέχει αυτού. Εκτός ίσως από κείνη την ώρα που δύο άνθρωποι καταδικασμένοι να ζουν και ν' αναπνέουν χώρια, κάνουν έρωτα σαν να μην υπάρχει η μέρα η επόμενη. Ούτε θα έρθει ποτέ. Και το ξέρουν.

Είναι ένας δρόμος στο κέντρο της Αθήνας που τον αγαπάω τόσο πολύ που ο πόνος μου σκίζει τα σωθικά. Έχει σημαδέψει τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου, με έχει στιγματίσει με τις χειρότερες αναμνήσεις. Κάθε που πλησιάζω προς τα κει, σταματώ να μιλάω, μόνο αφουγκράζομαι όλες τις γωνιές, τα πεζοδρόμια, τις ταράτσες, τα παλιά μπαλκόνια και τα κυπαρίσσια πέρα στο βάθος, που είναι ένα με τη σκοτεινιά. Με χαιρετούν ανασαίνοντας αργά, νοιώθω την ανάσα τους στο πρόσωπό μου, προσπαθούν να μου ψιθυρίσουν ότι τους λείπω σχεδόν όπως μου λείπουν και εκείνα. Δεν προλαβαίνουν. Φεύγω τρέχοντας γιατί εγώ είμαι δυνατός άνθρωπος και οι δυνατοί άνθρωποι αυτό που συμβουλεύουν τους άλλους, το κάνουν πρώτα οι ίδιοι, δίχως να κοντοσταθούν, δίχως καν ν' ανοιγοκλείσουνε βλέφαρο σου λέω...

Το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου πρέπει να έχει ακόμα τα σημάδια από τις γλάστρες στα μάρμαρά του.
Η κορμοστασιά και η φωνή της κυρα-Ξένιας θα κατακλύζουν τον πρώτο όροφο, έτσι όπως κατακλύζουν τώρα το μυαλό μου. Γι αυτό δεν πάτησα ποτέ στην κηδεία. Κι από κει έφυγα τρέχοντας, ναι.
Στη νησίδα στη μέση του απο κάτω δρόμου, κάποτε καμάρωνε μία ασημένια στρουμπουλή Άφρικα που έκανε σχεδόν καθημερινά το δρομολόγιο Ζήνωνος - Αγίους. Κάπου εκεί, μέσα στο τσιμέντο της ασφάλτου, έριξε άγκυρα και μία γερή φιλία ζωής.
Η φιγούρα του Δημήτρη είναι ακόμα αποτυπωμένη στο γωνιακό γραφείο. Πίσω, πάνω, γύρω του, ποτισμένο με τη βροντερή φωνή του, το γέλιο του. Το λειωμένο παγωτό θα τρέχει πάντα μέσα από τα χέρια μας. Και μεις θα κολλάμε, θα γελάμε και θα κυλιόμαστε βρώμικοι στις λάσπες του κάμπινγκ επάνω στα σύννεφα.
Σε κείνο το φανάρι δεξιά, άκρη-άκρη, βλέπω το Χάρη να σηκώνει ανάλαφρα το κόκκινο σκουτεράκι πάνω στη μία ρόδα, και να το προσγειώνει τρυφερά και προσεκτικά, σαν να κρατάει στα χέρια του το κορμί μίας χορεύτριας, που δένει τόσο απίστευτα απόλυτα και αρμονικά με το δικό του, ώστε όσα μάτια βλέπουν αυτή τη σκηνή ποτέ δε θα την ξεχάσουν...
Το σκυλί που συχαίνεται το κίτρινο χρώμα δεν ξέρω αν βρίσκεται ακόμα στο σπιτάκι του, πίσω από τη στάση. Εγώ πάντως, τέτοια ώρα, το φαντάζομαι να ροχαλίζει και να μετράει στον ύπνο του ταρίφες.
Το στενάκι του Μποτέγκα μυρίζει ακόμα Παρίσι, τότε που οι τρεις είμασταν όλοι φίλοι, τότε που οι προτεραιότητες ήταν καθαρές και αυτονόητες, τότε που κρατούσα μέσα μου τις ισορροπίες με νύχια και με δόντια. Ήρθε όμως κι εκείνη η νύχτα προ του τέλους, που κοντοστάθηκα για ν' ανοιγοκλείσω λίγο τα βλέφαρά μου, να πάρω βαθιά ανάσα και να κλείσω όλη εκείνη την ανείπωτη ευτυχία που ζούσα, μέσα στα στήθια μου.

Μπορεί άραγε, να πεθάνει κάποιος από υπεροξυγόνωση;
Εγώ τότε, σχεδόν εκλιπαρούσα γι αυτό.

Μετά ξημέρωσε η επόμενη μέρα.
Απ' αυτές που δεν υπάρχουν.

Χτες βράδυ, έτσι όπως το μηχανάκι έστριψε δεξιά σε κείνο το γνώριμο φανάρι, έριξα μία ματιά στον μοσχομύριστο δρόμο που μου ξεσκίζει κάθε φορά την ψυχή.
Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι η δύναμη χαρακώνει πιο λυσσαλέα, πιο αλύπητα και πιο βαθιά από την αγάπη.
Κι έτσι, όταν έφτασα σπίτι μου, κοιμήθηκα πιο ήσυχα από άλλες τέτοιες περασμένες, στοιχειωμένες βραδιές.

---

Weirdo, αφιερωμένο κοπελιά. Καλό μας καλοκαίρι. Μέσα, χέστο το έξω.
Mboy, αν βλέπεις ετούτο, είσαι στο σωστό κλικ - οέο. :-P

Η-μι ανάπαυσις και φύγαμε για μέρη που η δύναμη δεν αντέχει.
Καλές διακοπές.

Update: Το έψαχνα πολύ καιρό να βρω πότε θα μου ταίριαζε να ρίξω εδώ ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό.
Τσάμπα ψάξιμο.
Το παν είναι η στιγμή.


Από την ταινία Crash: Mark Isham - F l a m e s

Φωτιά λέω.
Γεια μας.

posted by mindstripper @ 8/11/2006 02:47:00 pm  | 13 Comments | 

Tuesday, August 01, 2006

Το άλιεν κι εγώ

Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα.
Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεββάτι.
Γύρισαν τα πόδια να χτυπήσουν το κέφάλι.

Στην αρχή, ετούτο το μπλογκ ήταν κάτι τις σε μορφή άλιεν (μη φανταστείς αυτό το τρισάθλιο μυξιασμένο της Σιγκούρνεϊ, κάτι πιο πολύ προς Γκρέμλιν σιτσουέισιον σκεφτόμουνα). Κάπου στο πλάι είχε ένα μόνο βράγχιο, ναι ένα μόνο, τετράγωνο και μεγάλο, απ' όπου ανέπνεε μία στο τόσο, σαν το φίδι. Τα μάτια του, σαν δύο πιπερόσποροι, εξείχαν στην κορφή να μετακινούνται δεξιά-αριστερα με απότομα γυρίσματα. Μερικές φορές και για κακή τους τύχη όμως, κατέληγαν να κινούνται σε διαφορετικές μεταξύ τους κατευθύνσεις. Κι επειδή γυαλιά για αλλήθωρα μπλογκς δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα -και χλωμό το κόβω κιόλας για τα επόμενα τριάντα εφτά και εν' τέταρτο Βογκονικά χρόνια- το μπλογκ έκλεινε τα ρολά του για λίγο, μέχρι το βράγχιο να επανέλθει στον αρχικό ρυθμό κίνησης και αναπνοής του (ξέρεις, αυτόν του φιδιού...)

Μέσα σε όλα αυτά, ένα περίεργο φαινόμενο έγινε αντιληπτό από την ιδιοκτήτρια ετούτου του μπλογκ τον τελευταίο καιρό. Ότι όσο πιο τσίτα ήταν η ίδια στην inside-the-Μάτριξ ζωούλα της, τόσο αυτό το σκασμένο λειτουργούσε με τρόπο αντιδραστικό και ψυχοβγαλτικό. Σαν ισχυρή ένεση νοβοκαϊνης ένα πράμα. Κι αν τό 'ξερα ότι έτσι θα του έβγαινε ο ψυχισμός του όταν διάλεγα αυτό το ρημαδο-νικ, θα επέλεγα κάτι διαφορετικό από το μάιντ και το στρίπινγκ.

Πίπη η Φακιδομύτη, ας πούμε.

Χθες βράδυ είχαμε ένα μίτινγκ, το μπλογκ μου και εγώ. Μου επέστησε την προσοχή στα τρία (άλιεν είναι, ότι θέλει κάνει) πρασινωπά ποδαράκια που έχουν φυτρώσει από κάτω του, κι εγώ βλέποντάς τα τόσον καιρό, προσποιόμουν τάχαμου τάχαμου πως ήταν βρύα κι αγριόχορτα που θέλανε κλάδεμα. Έτσι ξυπόλυτο, μικροσκοπικό και με τη μούρη (κυριολεκτικά) ίσαμε το πάτωμα, με κοίταξε μέσα από τους πιπερόσπορους που έχουν πλέον πετάξει κλαδάκια γύρω-γύρω, και μου έσκουξε:

"Δεν ξέρω για σένα και να σου πω την αλήθεια, δε με ενδιαφέρει κιόλας. Εγώ θέλω διακοπές."

Ομολογουμένως, κάτι τέτοιο ουδέποτε είχε περάσει από το μυαλό μου από την αρχή της δημιουργίας του. Διότι απλούστατα, εγώ το δημιούργησα κι εγώ, όποτε μου κάπνιζε, τού 'δινα μια κλωτσιά και το πέταγα έξω από το παράθυρο. Έτσι όπως έκανα αυτές τις σκέψεις, το μάτι μου έπεσε στα λουλούδια του μπαλκονιού. Αυτά που εγώ η ίδια έχω φυτέψει μικρές μικρές ριζούλες μέσα στο χώμα, γιατί το έχω καημό να τα βλέπω να μεγαλώνουν από τοσοδούλια και να θεριεύουν με το πέρασμα του καιρού όλο και περισσότερο. Να φουντώνουν, να ανθίζουν, να χτίζουν κορμούς και να γεννοβολούν πυκνό, καταπράσινο, γυαλιστερό φύλλωμα.

Εγώ τα δημιούργησα.
Εγώ θα τα καταστρέψω;...

Κοίταξα το άλιεν που με θωρούσε θρασύτατο κι έτοιμο για παραπέρα αναμέτρηση, και του απάντησα ότι θα το σκεφτώ.

Να δω μόνο που θα τα βρει τα γυαλιά ηλίου για πιπερόριζες, τίποτε άλλο...

posted by mindstripper @ 8/01/2006 02:41:00 pm  | 18 Comments |