Μεγάλη Παρασκευή
Τώρα πάει δηλαδή, έφυγε... Μεγάλο Σάββατο μπήκε πια. Κάθομαι στο PC του brother ο οποίος έχει απίστευτες ταχύτητες και ξεσκίζομαι να κατεβάζω στο streamload. Αύριο θα με βρίζει πάλι που του τίγκαρα τον σκληρό. Δε φταίω εγώ. Ας μην κοιμότανε!Φέτος μου τη βάρεσε λοιπόν. Πήγα και πήρα τη γιαγιά και τη θεία μου από το χωριό. Τις έφερα Αθήνα. Πόσο Πόντιος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος θα μου πεις... Το σπίτι της μάνας μου στας Athens δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το χωριό. Αν εξαιρέσεις τη θέα βέβαια. Και η τσιμεντούπολη δεν λογαριάζεται σα θέα - καλά, ίσως το βράδυ κάτι να κάνει. Αλλά τέλος πάντων...
Η γιαγιά μου λοιπόν. Μάνα 5 παιδιών. Μικροπαντρεμένη από τα 16-17 της. Χήρα από τα 50 της. Το ένα από τα παιδιά, η Χ., καθυστερημένο από γεννησιμιού της. Βλέπεις, τότε, όταν πάθαινες κοιλιακό τύφο, σου βάζανε πάγο στην κοιλιά, κι ας ήσουν στον 7ο μήνα... Το άλλο από τα παιδιά, ο Δ., ο πεταχτούλης της φαμίλιας (γενικά, όλες τις "ξεπέταγε") παντρεύεται από κεραυνοβόλο έρωτα την γυναίκα της ζωής του που την γνώρισε μέσω αλληλογραφίας. Κι έπειτα ήταν κι ο Κ., ο οποίος ως "παιδί" κι όχι κορίτσι, έχει το δικαίωμα σπουδών κι έτσι φεύγει, πάει να σπουδάξει στο Παρίσι. Ο παππούς μου πάει και τον φέρνει σηκωτό και χωρίς πτυχίο πίσω κάτι χρόνια αργότερα... Κατά τον ίδιο τρόπο, ο άλλος μου ο μπάρμπας, ο Θ., σπουδάζει κι αυτός. Στην Αθήνα. Ετούτος την βγάζει τη σχολή, παίρνει το χαρτί και τώρα μπαινοβγαίνει στα Υπουργεία... Κι έτσι μένει η μάνα μου, η Λ., η παραπονεμένη. Από τις άριστες μαθήτριες στο σχολείο, που σπουδές δεν είδε ποτέ της. Καθ' ότι άλλος ο προορισμός του κοριτσιού, κι άλλος του παιδιού.
5 παιδιά μεγάλωσε η γιαγιά μου μόνη της. Με το ένα έμεινε παρέα στο τέλος. Το ένα δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Η θεία μου η Χ. που είναι -και θα είναι- πάντα εκεί γι αυτήν. Όπως και να έχει, όποιος πόλεμος και να γίνει, πάντα θα έχουν η μία την άλλη. Κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή όμως κάτι φορές, ε? Εκείνο το παιδί που ήταν το στίγμα της οικογενείας, εκείνο το παιδί που έκοβε τις προξενειές της μάνας μου, εκείνο που το κρύβανε από τους ξένους... εκείνο τελικά έμεινε. Τα άλλα φύγαν. Όλα...
Εμένα η γιαγιά μου με μεγάλωσε. Με πήρε από τη μάνα μου από ηλικία ενός χρονών σχεδόν. Τον καιρό εκείνο πέθαινε ο παππούς μου. "Δώσε μου το παιδί να το βαστήξω εδώ, αλλιώς θα πεθάνω", είπε στη μάνα μου. Η μάνα μου δεν ήθελε να με δώσει. "Δώσ' το. Θα το κρατήσει καλύτερα από σένα", είπε ο πατέρας μου. Κι έτσι πήγα στο χωριό, με τη γιαγιά και τη Χ. Μέχρι τα 5 μου εκεί ήμουνα. Κι από εκεί κι έπειτα, συνέχισα να είμαι εκεί όλα τα καλοκαίρια, κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα. Κι όταν κάπως μεγάλωσα και σήκωσα και το μπαϊράκι της εφηβείας, κάθε φορά που τσακωνόμουν με τη μάνα μου, έπαιρνα το τρένο και τσουπ... στη γιαγιά και στη θεία τη Χ. Στο χωριό με τις κατσίκες, τα κουνέλια και τις κότες. Τα "πράματα", κατ' εμάς τους επαρχιώτες. Όποτε έμπαινε το αστικό στο χωριό, γινόμουν άλλος άνθρωπος. Είναι αυτό που λέμε, "έκλεινα τους διακόπτες". Ήμουν σπίτι μου, το ένιωθα σε κάθε χιλιοστο του κορμιού μου. Από τις μυρωδιές, τις εικόνες, τον κήπο, τη Χ. που πάντα θα μου έλεγε ποιός πέθανε, ποιός αρρώστησε και γιατί η ίδια τσακώθηκε με τη μάνα την προηγούμενη μέρα... Στο χωριό έμαθα να είμαι καταδεκτική με τους ανθρώπους. Παραπάνω από το κανονικό. Εκεί έμαθα να μη συχαίνομαι, ούτε τη γιαγιά μου, ούτε τη Χ., έμαθα να ρουφάω το αυγό ωμό και ζεστό κατ' ευθείαν από την κότα, να τρώω το φαϊ που είχε πάντα το τραπέζι και να πίνω το ένα κιλό γάλα κατσίκας κάθε μέρα, καμμιά φορά και δυο κιλά αν ερχόταν καμμιά ξαδέρφη και δεν μπορούσε να πιει το δικό της γιατί της μύριζε. Εμένα δεν μου "μύριζαν" πολλά πράγματα... Ούτε το γάλα, ούτε η τουαλέτα, ούτε η κουζίνα που μύριζαν στις γυναίκες των θείων μου. Αυτών των θείων μου που μεγάλωσαν εκεί, ναι αυτών...
Η μάνα της γιαγιάς μου, η προ-γιαγιά μου με άλλα λόγια, πέθανε στην ηλικία των 103 ετών! Με σώας τας φρένας, παρ' ότι γενικά καρφωμένη σ' ένα κρεββάτι, απ' το οποίο όμως μόνη της σηκωνόταν για να κάνει την ανάγκη της. Ήμουν στην Τρίτη Γυμνασίου εκείνη τη χρονιά. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Άπλωνα τα ρούχα στην αυλή, μεσημέρι, χαρά Θεού και ξαφνικά, η καμπάνα άρχισε να χτυπάει πένθιμα. Μόνο στον Επιτάφιο ακούγαμε την καμπάνα να χτυπάει έτσι. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Τότε κι όταν κάποιος απ' το χωριό ξεψυχούσε... Είδα τη γιαγιά μου να βγαίνει από το σπίτι και την άκουσα από μακρυά να λέει "Για τη μάνα μου χτυπάει αυτή η καμπάνα". Κι ανατρίχιασα. "'Αντε μωρέ, τί λες!" της φώναξα καθώς εκείνη έβγαινε έξω να ρωτήσει. Αλλά είχε δίκιο...
Από τότε η γιαγιά μου είχε να το λέει για τη μάνα της. Ότι έφυγε 103 χρονών και με τα μυαλά τετρακόσια. "Έτσι θέλω κι εγώ Βούλα μου", έλεγε. "Ούτι θέλει ας γίν', αλλά τα μυαλά μ' όταν πεθάνου θέλου να τά 'χου τετρακόσα." Από τότε, έχουν περάσει πια καμμιά εικοσαριά χρόνια. Στο μεταξύ βγήκα κι εγώ στο εξωτερικό και σπούδαξα, σαν τον θείο μου τον Κ. και γύρισα πίσω με έπαινο. Βρήκα δουλειά και αποτελείωσα την επανάστασή μου που την είχα ξεκινήσει από αρκετά μικρή ηλικία... έπιασα δικό μου σπίτι, βρήκα επιτέλους τον χώρο μου και την ηρεμία μου. Η γιαγιά ήταν πάντα ενήμερη για ό,τι έκανα στη ζωή μου. Πολλές φορές δεν συμφωνούσε, αλλά τις περισσότερες, όταν τα λέγαμε και με έπιαναν στο τέλος τα νεύρα και το πείσμα, γελούσε. "Ίδια ο Στέργιος είσαι βρε παιδάκι μου." Ακόμα και τώρα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να μου πει κάποιος πόσο μοιάζει ο χαρακτήρας μου με αυτόν του παππού μου. Του παππού που δεν γνώρισα και πήρα κατά κάποιο τρόπο τη θέση του στο σπίτι... Παρ' ότι, όταν μεγάλωσα πια, έμαθα ότι ήταν από τους μεγαλύτερους γυναικάδες στο χωριό και ίσως και ο κύριος λόγος που η γιαγιά μου έπιασε τον κοιλιακό τύφο όταν ήταν έγκυος. Δε βαριέσαι τώρα πια... Τον θυμάμαι κάθε φορά που μερακλώνω όμως. Κάθε φορά που θα σηκωθώ να χορέψω ζεμπεκιά και είμαι τύφλα. Γιατί τότε, και μόνο τότε, χορεύω ζεμπεκιά. Όπως ακριβώς έκανε κι ο παππούς ο Στέργιος...
Έχω μεγαλώσει πια, παλεύω όμως πολύ αυτή η αθωότητα που κουβαλούσα πάντα μέσα μου να μην μου φύγει. Την καταλαβαίνω όμως που έχει κρυφτεί με τα χρόνια. Στο χωριό έμαθα να είμαι άνθρωπος καθαρός, κι αυτό το χαρακτηριστικό μου το ενίσχυσε κι ο πατέρας μου με το πέρασμα των χρόνων. Την υπερβολή δεν ξέρω από πού την έμαθα. Ίσως κάποτε να το ξεκαθαρίσω κι αυτό. Έγινα κοτζάμ γυναίκα, με τη δουλειά μου, το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου... μόνο που στο μεταξύ ο χειρότερος φοβος της γιαγιάς μου έγινε πραγματικότητα. Η γεροντική άνοια της χτύπησε την πόρτα. Και δεν ξέρω αν είναι η υπερβολή μου αυτή που θα μιλήσει τώρα, αλλά ποσώς με ενδιαφέρει κιόλας. Μπορεί και να ήμουν ο μόνος άνθρωπος που πόνεσα τόσο πολύ κι ακόμα πονάω γι αυτό. Ξέρω στα σίγουρα ότι δεν πονέσαν οι νύφες της καθόλου. Αυτές που όταν η γιαγιά είχε μπει στο νοσοκομείο με σπασμένο ισχύο (αμφίβολη η ορθογραφία του συκεκριμένου και ουδεμία διάθεση έχω να την τσεκάρω αυτή τη στιγμή) είχαν έρθει από 1-2 ώρες η καθεμία να την δούν, στις 10 μέρες που νοσηλευόταν στην πτέρυγα του ΚΑΤ. Ξέρω επίσης ότι ακόμα κι όλ' αυτά τα παιδιά της, δεν το ξέρουν, δεν το έχουν καταλάβει, το πόσο πολύ σημαντικό θεωρούσε η γιαγιά μου να φύγει αξιοπρεπώς και "με τα μυαλά τετρακόσα." Γιατί αν το καταλαβαίνανε τώρα θα μιλούσαν μεταξύ τους και δεν θα είχαν κόψει και την καλημέρα, λόγω περιουσιακών διαφορών, οι οποίες εντελώς τυχαία έφτασαν στο αποκορύφωμά τους όταν η γιαγιά ήταν στο ΚΑΤ. Τους συχάθηκε η ψυχή μου εκείνες τις μέρες. Πάλεψα πολύ να μην καταραστώ κανέναν και καμμιά τους. Γιατί Σαββατογεννημένη δεν είμαι, ούτε γαλανομάτα, αλλά οι κατάρες μου, όταν είναι κατάρες, πιάνουν.
Η γιαγιά έχει ξεμείνει με τη Χ. στο χωριό. Εγώ πια δεν πηγαίνω πολύ συχνά, με πονάει να την βλέπω έτσι, πολλές φορές την ώρα που μου μιλάει βάζω τα κλάμματα. Κι ευτυχώς που έχει και καταρράκτη και δεν με βλέπει εκείνη την ώρα. Ακόμα κι αν μετά από 2 λεπτά το έχει ξεχάσει, γιατί σε τέτοιο ακριβώς σημείο βρίσκεται. Γυναίκα δεν θέλουν να τις βοηθάει στο σπίτι. Σε γηροκομείο δεν τίθεται θέμα να μπουν. Όλο και κάποιο από τα παιδιά θα πηγαίνει να βλέπει τί κάνουν για λίγες ώρες και μετά θα φεύγει. Όλο και κάποιο από τα παιδιά θα πηγαίνει, θα βλέπει την κατάντια της μάνας και της αδερφής του, θα τους πηγαίνει έναν καφέ, μία ζάχαρη, 5 κουλούρια και μισό κιλό μπριζόλες, και θα φεύγει ικανοποιημένο ότι έχει κάνει το καλύτερο δυνατόν για την περίσταση... "Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θά 'ρθεις." Α, ρε λαϊκή, αθάνατη σοφία...
Πήγα στο χωριό λοιπόν τη Μεγάλη Πέμπτη. Τελείωσα και καμμια-δυο υποχρεώσεις που είχα στην περιοχή, έβαλα τη γιαγιά με τη Χ. στο αυτοκίνητο, μαζί με τον πατέρα μου και 2 αρνιά φρεσκο-σφαγμένα, και κατηφορίσαμε. Η γιαγιά στο αυτοκίνητο κελαηδούσε συνέχεια. Την ίδια ερώτηση κάθε 4-5 λεπτά, επί 2 με 2μιση ώρες που ήταν το ταξίδι. Υπομονή έχω, ευτυχώς. Και ήταν η χαρά μου μεγάλη, οπότε και η υπομονή μου διπλασιάστηκε. Η γιαγιά μου μπορεί ποτέ να μην το συνειδητοποιήσει, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Κάποτε θα έλεγε "Ήρθε και με πήρε η αγγόνα μ' και πήγαμε στην Αθήνα να ψήσουμε τ' αρνί" και θα ξεχείλιζαν από καμάρι τα λόγια της. Κι αυτό το ξέρω, όπως ξέρω και το ότι μ' αγαπούσε πάντα πιο πολύ απ' όλα τα υπόλοιπα εγγόνια της.
Αυτό και μόνο αυτό, μου φτάνει.
Είναι κάτω και κοιμάται τώρα. Με τη θεια τη Χ. να ξεκουράζεται κι αυτή στο διπλανό δωμάτιο. Και με μένα, αυτή τη στιγμή που γράφω ετούτα, να χαμογελάω...
Καλό Πάσχα ρε γιαγιά. Άντε και του χρόνου...
posted by mindstripper @ 4/30/2005 12:38:00 am | 0 Comments |