Στο καλύτερο παιδί
Τον Σ. τον γνώρισα μέσω της Α., καλής μου φίλης, άντε κολλητής για ένα διάστημα 5 χρόνων. Ένα διάστημα που εγώ η ίδια αγωνιούσα να χαθώ μέσα σε λήθη ολοκληρωτική να μην πονάω άλλο. Εκείνη η παρέα ήτανε παρέα από άλλα χρόνια, γυμνασιακά. Πολλά ξενύχτια, πολλά μεθύσια, πολλά κλάμματα, πολλά, μα πάρα πολλά γέλια και αγκαλιές σφιχτές, τόσο σφιχτές κι αληθινές, φαντάσου όπως η χούφτα ενός μωρού παιδιού, τυλιγμένη γύρω από το δάχτυλό σου.Τα παιδιά της παρέας από γονείς μεροκαματιάρηδες, οικογένειες χωρισμένες, στέκια στην Κυψέλη και στη Φωκίωνος. Η Α. ήτανε ο κρίκος που με έδεσε με όλους τους υπόλοιπους. Όταν μετά από πολύ καιρό, αυτός ο κρίκος άνοιξε κι η αλυσίδα απόκτησε μια αρχή κι ένα τέλος, η απόστασή μου από τους υπόλοιπους μεγάλωσε - έτσι γίνεται συνήθως όταν φίλος χωρίζει με φίλο. Δεν περίμενα κάτι, για να πω την αλήθεια. Ήμουν τόσο φίλη με τους υπόλοιπους, όσο οι ίδιοι θέλανε να είμαι. Κι εκείνοι, ήτανε φίλοι δικοί μου όσο τους ένιωθα εγώ να είναι.
Ο Σ. ήταν ο ένας και μοναδικός από τον οποίον δεν είχα ποτέ ούτε την παραμικρή υποσυνείδητη απαίτηση. Ήταν επίσης ο ένας και μοναδικός που μετά από τους πρώτους εφτά μήνες με πήρε τηλέφωνο να δει τί κάνω.
"Κούκλα μου γλυκιά, εγώ περίμενα να δω αν θα τα ξαναβρείτε. Αλλά από ένα σημείο και μετά, εγώ τη θέση μου την ξεκαθάρισα. Το είπα και στους άλλους. Και τηλέφωνα θα σε παίρνω κι άμα θες κι εσύ, θα περνάω να τα λέμε που και που."
Έτσι είναι ο Σ. Ένας άνθρωπος με μία καρδιά ίσαμε όλον τον κάμπο της Φθιώτιδας. Κακία ποτέ του δεν κρατάει. Ανθρώπους ποτέ του δεν ξεχνάει.
"Κι εγώ το ξέρω, θα έρθει η μέρα που θα τα ξαναβρείτε. Θέλετε λίγο το χρόνο σας και οι δύο. Ξέρω, το έχω περάσει κι εγώ."
Είναι μεγάλη ψυχή ο Σ. Τη μάνα του να βρίσεις, άμα περάσει λίγος καιρός, θα πει ότι δεν το εννοούσες. Τη γκόμενα να του βουτήξεις θα πει πως άμα το θέλουνε κι οι δυο αυτουνού η γνώμη φτάνει και περισσεύει. Δέκα ευρώ να έχει στο πορτοφόλι του για να βγάλει το μήνα, θα στα δώσει και τα δέκα αν του πεις ότι έχεις ανάγκη. Όχι τα πέντε μόνο. Και τα δέκα. Ήτανε αυτή η υπερβολή το δικό μας κοινό στοιχείο.
Έτσι, με τον Σ., ποτέ δε χαθήκαμε. Στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο, πέρναγε κι από το σπίτι, έφερνε μαζί του πάντα μία εξάδα μπύρες, και μία που είχα εγώ καβάντζα στο ψυγείο δύο. Καθόμασταν στο σαλόνι, βάζαμε ραδιοφωνάκι και τα λέγαμε, τα κουβεντιάζαμε και τα αναλύαμε μέχρι νωρίς το πρωί. Μου έλεγε για τη Μ., τη μεγάλη αγάπη της ζωής του που μετά από τόσα χρόνια πήγε και την ξαναείδε στην Κρήτη, τίποτα δεν είχε αλλάξει μεταξύ τους, ακόμα αγαπιόντουσαν κι ακόμα χώρια θα ζούσανε. Του έλεγα τα δικά μου τα νέα χαμογελαστή, μου έλεγε "Μπράβο κορίτσι μου, χαίρομαι πολύ για σένα", και τσουγκρίζαμε τα κουτάκια με την Άμστελ πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού, ακούγοντας Πλούταρχο.
Καποια μέρα την ώρα που του μίλαγα, πήρε το τηλέφωνο ο Κ., ο φασαριόζος της αλλοτινής παρέας και μου μίλησε κι αυτός.
"Να ξέρεις, θέλω εδώ και πολύ καιρό να σου μιλήσω. Απλά... ξέρεις τώρα..."
"Ξέρω", του είπα.
Ο καιρός πέρασε, βρεθήκαμε και οι τρεις, πήγαμε για κοψίδια σ' ένα "θερινό" στα Κάτω Πατήσια. Ήπιαμε κρασάκι, τα είπαμε, γελάσαμε, αγκαλιαστήκαμε όπως παλιά. Εκείνον τον καιρό ήμουνα ευτυχισμένη. Προστέθηκαν και τα φιλαράκια απ' τα παλιά κι ήτανε σαν νά 'χα βγάλει φτερά κάτω από τα πόδια μου.
Ύστερα ήρθε ο χρόνος ο δύσκολος. Πήρα την απόφαση να φύγω. Με τον Σ. μιλούσαμε στο τηλέφωνο, μου έλεγε για την άχρηστη την ιγμορίτιδα που του είχε αλλάξει τα φώτα τους τελευταίους μήνες.
"Άσε ρε γαμώτο, είναι κι αυτή η ίωση ετούτο τον καιρό, και με έχει πεθάνει το κεφάλι μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδυα σου λέω..."
Στα τέλη του χρόνου τον πήρα τηλέφωνο να του ευχηθώ και να του δώσω ραντεβού σε άλλα λημέρια πια.
"Να σηκωθείς να έρθεις επάνω. Να πάρεις τον Κ. και ν' ανεβείτε, άντε μπας και εξασκήσετε και κανένα Αγγλικό. Τσάμπα το έχετε αυτό το ρημαδο-Lower;"
"Θα κάνω την επέμβαση και θα σου έρθω. Ετοιμάσου, όπου και να πας από μας δε γλυτώνεις!"
Μετά που έφυγα τα τηλέφωνα αραιώσανε. Η ιγμορίτιδα έγινε "κάτι", το "κάτι" έγινε "δυο-τρεις ακτινοβολίες" κι όταν άκουσα "έξι μήνες άδεια από τη δουλειά" τότε μου κόπηκαν τα πόδια. Ο Σ. στο τηλέφωνο εξακολουθούσε να μιλάει δυνατά, να φωνάζει, να γελάει. Κι εγώ το ίδιο, αλλά το μυαλό μου έπαιρνε άλλου είδους στροφές, άρχισα να φοβάμαι, ήτανε πίσσα κατάμαυρο αυτό που είχε αρχίσει να μεγαλώνει μέσα μου με τον καιρό.
Ύστερα ο Σ. άρχισε να μη σηκώνει τα τηλέφωνα τόσο συχνά, ώσπου σταμάτησε να τα σηκώνει εντελώς.
"Ούτε σε μας το σηκώνει, μαθαίνουμε από τους γονείς του τί κάνει", μου είπε χτες η Α. στο τηλέφωνο.
Ο Σ. είχε δίκιο τελικά. Ήρθε ο καιρός που ξαναμίλησα με την Α. Τα ξαναβρήκαμε, Θέλαμε το χρόνο μας και οι δύο. Και ήτανε εκείνη που μου είπε μετά από τόσα χρόνια ότι οι γιατροί του δίνουνε πλέον 60-40 πιθανότητες να ζήσει.
Ο Στάθης είναι 30 χρονών.
Θέλω το φιλαράκι μου να έρθει απο δω και να πιούμε δύο εξάδες μπύρες.
posted by mindstripper @ 5/14/2008 01:18:00 am | 1 Comments |