Κόκκινη κλωστή δεμένη
Τσάι που μυρίζει γιασεμί και πάμε...Μία χειραποσκευή μόνο. Λίγα δώρα για εκείνους που τα πρόσωπά τους θα γέμιζαν με ουράνια τόξα όταν τα έπαιρναν στα χέρια τους. Στο δρόμο οι εικόνες άπειρες, οι αναμνήσεις άλλες φορές μου χαμογελούσαν με σάπια δόντια κι άλλες μου βάζανε στο χέρι καραμέλλες. Το αεροπλάνο γεμάτο φοιτητές να τιτιβίζουνε, εγώ μόνη στο κάθισμα δίπλα στο φτερό, με λίγο σκυμμένο το κεφάλι - περάσανε τα χρόνια. Η επάνοδος επώδυνη, όπως πάντα, μόνο που ετούτη τη φορά ήτανε αναμενόμενη - δεν μου προξένησε παραπάνω πόνο απ' αυτόν που ήδη μου χάιδευε το κεφάλι κάθε βράδυ. "Ηρέμησες", μου λέγανε οι γνωστοί. "Ναι, ηρέμησα", έλεγα μόνο εγώ.
Μετρημένα εικοσιτετράωρα κι ένα αυτοκίνητο καλυβάκι μικρό, που όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, το άκουσα να μου ψυθιρίζει "Άντε, πάμε τώρα". Το κοντέρ έγραψε 185. Πήγα, άναψα το καντηλάκι, έκλεψα λίγες πετρούλες, τις έβαλα στην τσέπη μου, αν είναι στο χέρι μου να παραμυθιάζω τον εαυτό μου για κείνα που έχω δικά μου, μοναδικά μου, καταδικά μου, έχω αποφασίσει πια ότι αυτό θα κάνω μέχρι να πεθάνω.
Δεν έκανα τίποτα για τους άλλους αυτή τη φορά. Ήτανε επειδή, απλά, δεν υπήρχανε. Είδα κι αγκάλιασα αυτούς που αγαπώ, ο καθένας τους μου έχει δανείσει με τον τρόπο του λίγη λάμψη ψυχής, άλλος για λίγο, άλλος για πιο πολύ, άλλος για μια ζωή ολάκερη.
"Μπορεί ν' ανέβω κι εγώ πάνω με τη δικιά σου πτήση", μου είπε ο Γ. "Θέλω να δω τον κολλητό μου στο Λονδίνο..."
"Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το καταφέρνω και σ' όποιο αεροπλάνο μπω, πάω και κάθομαι δίπλα στο φτερό", του είπα πέντε ώρες πιο μετά, όταν ήρθε η ώρα και μπήκαμε μέσα στο αεροπλάνο.
"Είναι το μυαλό σου τέτοιο, γι αυτό", με κορόιδεψε ο Γ. "Φτερό στον άνεμο."
Σήκωσα το κεφάλι να του απαντήσω όπως του έπρεπε, κι έτσι όπως το βλέμμα μου πέρασε από τους επιβάτες που ακόμα προχωρούσαν στο διάδρομο, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, ο εγκέφαλός μου μπερδεύτηκε, δέθηκε ένα κουβάρι και έμεινε έτσι για κάμποσα δευτερόλεπτα.
"Εντάξει, δε φώναξε, εγώ περίμενα να μας ακούσει όλο το αεροπλάνο", άκουσα τον Θ. να λέει στον Γ. από μακρυά. "Κλείσε το στόμα σου πια!" μου είπε όταν ήρθε κι έκατσε μπροστά μου μαζί με τη Μ. και τον Θ.
"Μα... αφού δεν... καλά, με κοροϊδεύετε; Πότε, πως... μα... γιατι δεν μου το είπατε νωρίτερα;"
"Θέλαμε να σου κάνουμε έκπληξη, κι απ' ότι φαίνεται μια χαρά πήγε."
"Μα... πότε το πήρατε απόφαση;"
"Εκείνη τη φορά που σε άκουσα χάλια στο τηλέφωνο."
Τό 'χω πάρει συνήθειο να λέω ότι όσο πιο μόνος είν' ο άνθρωπος τόσο πιο δυνατός γίνεται, με έναν περίεργο τρόπο. Όχι επειδή σκληραίνει, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Κι εδώ υπάρχει μία αντίφαση που άμα την καταλάβεις, ίσως δεις στο τέλος και το λευκό κουκούλι που σχηματίζεται και κρατάει όσο πιο ζεστό μπορεί το κουφάρι του μικρού παιδιού που τουρτουρίζει μέσα στο ημίφως.
Όταν είμαι με τους φίλους μου δεν κρυώνω τόσο πολύ.
posted by mindstripper @ 5/07/2008 11:30:00 pm
0 Comments:
Post a Comment
<< Home