Δεν πιστεύω σ' αυτό που λένε "δυνατός άνθρωπος". Πιστεύω όμως σ' αυτό που λένε "δυνατή κρίση". Άλλοι την περνάνε, άλλοι πάλι όχι.
Όσο μεγαλώνω τα πάντα γύρω μου φαντάζουν όλο και πιο μικρά. Ακριβώς το αντίθετο αισθάνομαι για τις ανθρώπινες σχέσεις. H απλότητα όλων εξακολουθεί να παραμένει η ίδια.
Σε απολογισμούς απωλειών, τα άψυχα πράγματα φαίνονται να μου κοστίζουν τουλάχιστον ίσαμε/περισσότερο από ανθρώπους. Ίσως βοηθάει το ότι ποτέ δεν τα έχω ταυτίσει με άσχημες εμπειρίες ή εικόνες. Εμμ... εκτός από την απώλεια κάθε αυτού. Τρέχα γύρευε; Μπα. Ίσα ίσα.
Μερικές φορές η βλακεία μου με εκπλήσσει πολύ περισσότερο από την αντίληψή μου. Επίσης μερικές άλλες η αντίληψή μου έρχεται να μου τρίψει στη μούρη τη βλακεία μου. Άιδερ γουέι, οι διαπλεκόμενοι εξωτερικοί παράγοντες, μέρα με τη μέρα ψοφάνε. Νομίζω αυτό το τελευταίο κιόλας, έχει γίνει στόχος ζωής, άσχετα με το ποιά θα επικρατήσει στο τέλος: η αντίληψη ή η βλακεία μου.
Την περασμένη εβδομάδα, αγόρασα από το σούπερ μάρκετ ένα μικρό φυτό για ένα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά. Το φύτεψα σε μία γλάστρα που στέκει μόνη της στο μπαλκόνι, κοντά έξι μήνες τώρα. Απ' όλα τα λουλούδια που έχω μεγαλώσει, αυτό θα είναι το πρώτο που θ' αφήσω μικρό.
Δυο μέρες μετά, η Β. με κοίταζε με εκείνο το στοργικό ύφος της απόγνωσης, την ώρα που είχα κατενθουσιαστεί με μία ντουντούκα, σαν κι αυτή που κουβαλούσε πάντα μαζί του ο Χάρπο.
"Και τί θα την κάνεις μαρή χαζή;" "Θα την πάρω μαζί."
...
"Τότε θα σου την πάρω εγώ."
Έχω καταλήξει στο ότι δεν υπάρχουν άψυχα πράγματα. Μόνο άψυχοι άνθρωποι.
Ο Φρανκ είναι προσωπικό μου μυστικό και μεγάλο μου κόλλημα.
Μένει στις όχθες μίας λίμνης, στο Οντάριο του Καναδά. Έχει ένα πανέμορφο χάσκι το οποίο είναι κουφό, και μία γάτα κατάμαυρη, που είναι σαν φουντωτή κατσιασμένη χνουδόμπαλα. Το μπλογκ του το βρήκα εντελώς τυχαία, αν θυμάμαι καλά χαζεύοντας τα στατιστικά μου πριν από κανένα εξάμηνο. Με το που μπήκα σ' αυτόν τον προσωπικό του χώρο, άρχισα να περιπλανιέμαι από ποστ σε ποστ του, ρουφώντας κυριολεκτικά τις πλούσιες εικόνες του και τις λιτές περιγραφές του. Κάθε φορά που τρυπώνω εκεί, κάνω τουλάχιστον μισή ώρα να βγω, η αναπνοή μου επιβραδύνεται και οι μύες μου χαλαρώνουν.
Διαβάζοντάς τον την πρώτη φορά, θυμήθηκα μία από τις αγαπημένες μου σειρές όταν ήμουν παιδί, τον Grizzly Adams. Άλλωστε, κάπου πήρε το μάτι μου στο μπλογκ του μία κοντινή φωτογραφία του και, στ' αλήθεια, δεν είναι και τόσο διαφορετική η φυσιογνωμία του από εκείνου. Μόνο που ετούτος είναι σάρκα και οστά, ενώ εκείνος ήτανε ένα σήριαλ στην τηλεόραση. Άρχισα να τον κατασκοπεύω, με ανάμικτα συναισθήματα περιέργειας και δέους. Αργότερα προστέθηκαν και πολλά, πολλά χαμόγελα. Κι αυτό γιατί ο Φρανκ ανεβάζει κάθε τόσο φωτογραφίες από τη δύση και την ανατολή του ηλίου, με χρώματα μπλε, γκρί, άσπρα, κίτρινα και κόκκινα της φωτιάς, ιριδισμούς της λίμνης και των κρυστάλλινων νερών της, παχιά στρώματα ομίχλης, ζωντανά κάθε λογής, σχηματισμούς πουλιών, λάφυρα αλιευτικών εξορμήσεων, ακόμα και φωτογραφίες ψημένου ψωμιού και ζουμερού roast beef με ρόδινες πατατούλες στο φούρνο. Οι φωτογραφίες του έχουν τίτλους όπως "Sun set last evening", "Wednesday morning", "The lake today", "6:30 am" και "7:00 am".
Στο μπλογκ του είναι παντού χαραγμένο το πόσο πολύ αγαπάει, εκτός από τη φύση, το κρύο και το χειμώνα. Οι θερμοκρασίες στη λίμνη μπορεί να φτάσουν και τους -40 βαθμούς, το χιόνι στις φωτογραφίες του είναι πάντα παχύ και αφράτο. Ανεβάζει λιτά ποστ για γνωστούς του που πέθαναν, για άλλους που παντρεύτηκαν, για μωρά που ήρθανε στον κόσμο. Βλέπει λύκους και τρέχει να τους φωτογραφίσει, ξεκινάει χαράματα για να βάλει στηρίγματα στις φωλιές που έχουνε χτίσει οι κάστορες στις όχθες της λίμνης, στεναχωριέται λίγο όταν έρχονται οι ζεστές μέρες γιατί ο ουρανός δεν έχει πολλά σύννεφα και "είναι λίγο βαρετός". Ήτανε εποχή άνοιξης όταν μονολογούσε σε ένα του ποστ:
"Η λίμνη φαίνεται μοναχική τώρα που έφυγαν τα πουλιά του χειμώνα."
Καμμιά φορά, όταν αργήσει να ποστάρει, απολογείται για την καθυστέρηση. Συνήθως φταίει η dial-up σύνδεση που κόβεται λόγω του άσχημου καιρού και δεν τον αφήνει να ανεβάσει τις φωτογραφίες του. Ή πάλι, άλλες φορές, έχει πολύ τρέξιμο να συναρμολογεί γεννήτριες και να επιδιορθώνει ηλιακούς θερμοσίφωνες και καλοριφέρ. Και στα λινκς του μπλογκ του έχει μόνο την οικογένειά του και πολύ κοντινούς του ανθρώπους.
Αναφέρεται στη γωνιά της λίμνης όπου κατοικεί ως "my shore", κι όταν η θερμοκρασία χτυπήσει τους 5 βαθμούς Κελσίου τσιτσιδώνεται και τρέχει να γίνει ένα μαζί της. Είναι τρεις-τέσσερις τέτοιες φωτογραφίες του που φωτίζουν, όταν τις κοιτάζω, όλο μου το πρόσωπο. Σαν να έχω μπροστά μου το χαμογελαστό προσωπάκι ενός μωρού παιδιού.
Ο Φρανκ είναι 84 ετών.
Δεν του έχω αφήσει σχόλιο και δεν νομίζω να το κάνω ποτέ. Ο ίδιος εκθέτει τον εαυτό του με έναν τρόπο τόσο απλό, που με βάση αυτά που έχω δει κατ' επανάληψη στο χώρο των μπλογκς, θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω ως αφελή. Εξ' αιτίας αυτού, νοιώθω πως πρέπει να τον προστατέψω. Γι αυτό και δε θέλω να γράψω εδώ τη διεύθυνση του. Επειδή θεωρώ το μπλογκ του αυστηρά προσωπικό.
Θα μου πεις, και πώς μπορεί να ξέρω γω πόσο προσωπικό θεωρεί αυτός το μπλογκ του, και ποιά είμαι γω που αισθάνομαι ότι πρέπει να τον "προστατεύσω", μπορεί και να γουστάρει ο άνθρωπος να δει κίνηση στο τσαρδί του, και τί βλακείες είναι τούτες που σου τσαμπουνάω κιόλας;
Υποθέτω εδώ θα έπρεπε να ρίξω κάποιο επιχείρημα.
Αλλά άμα ρίξω επιχείρημα, μετά θα έρθουν τα αντεπιχειρήματα, οι αναλύσεις, τα νομοθετικά πλαίσια, η ελευθερία έκφρασης και το ίντερνετ ως μέσον ενημέρωσης παύλα δημιουργίας παύλα χάους παύλα κοινωνικού ιντεράκσιον. Κι εγώ τί θέλω ουσιαστικά; Θέλω ο Φρανκ να μείνει εκεί, όπως είναι, και να μπορώ να τον διαβάζω και να χαμογελώ μέσα στον δικό του, αλλά και τον δικό μου, χειμώνα. Εγωιστικό; Ναι. Το σίγουρο είναι ότι ο Φρανκ αυτό το μπλογκ το άνοιξε για την πάρτη του. Επίσης εγωιστικό, γιες; Είμαι σίγουρη ότι αν ο Φρανκ θελήσει κάτι άλλο, τότε ο ίδιος θα είναι ο πρώτος που θα κάνει κάτι γι αυτό. Και πες με όπως θες, αλλά για κάποιον ακαθόριστο λόγο, πιστεύω ότι το σύμπαν δεν κινείται γύρω από την άποψη του κάθε μπλόγκερ για τους ομοίους του. Ίσως μόνο για τον εαυτό του.
Ο Γιώργος είναι γαμώ τα παιδιά. Και είμαι σίγουρη ότι έτσι είναι κι οι φίλοι του, ο Γιάννης κι ο Παναγιώτης.
Για πέντε μόνο λεπτά, σταμάτησε ότι κάνεις, άκουσέ τους προσεκτικά, κι ελπίζω να συμφωνήσεις μαζί μου στο ότι έχουνε πολλά ακόμα να πουν. Οι ίδιοι, μετά από δική μου παράκληση, στέλνουν το δικό τους μήνυμα μέσω αυτού του μπλογκ.
Εγώ, πέρα και πάνω απ' όλα τ' άλλα, τους εύχομαι να παραμείνουν αυτό που λέει τ' όνομά τους: Παιδιά στο χρόνο
Αφιερωμένο στα παιδιά του πολέμου. Σ' αυτά που έφυγαν πριν πολλά χρόνια και σ' αυτά που έφυγαν πριν μερικούς μήνες στο Λίβανο κατά την εισβολή των Ισραηλινών.
Επίσης, αφιερωμένο σ' αυτούς που ξέχασαν την δική τους γενοκτονία η οποία πάντα θα μας στοιχειώνει.
Μακάρι να μπορούσαμε να τους αφιερώσουμε ένα γλυκό, παιδικό τραγούδακι αλλά τα απλά πράγματα σ' αυτό τον κόσμο είναι δύσκολα... δυστυχώς.
Καλό ταξίδι και τελευταία μας ευχή... ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ! ------------------------------------------------------------------------ Παιδιά στο Χρόνο
Εγώ τα πρώτα χρόνια δεν καταλάβαινα τί ακριβώς εννοούσε μ' αυτές τις κουβέντες. Σιγά σιγά μόνο, με το πέρασμα του χρόνου άρχισα να συσχετίζω τα λόγια με τα γεγονότα που εκτυλίσονταν γύρω μας, κι έκαναν τη γιαγιά να φέρνει τις ίδιες κουβέντες στο στόμα της ξανά και ξανά.
Να, ας πούμε θυμάμαι το γεγονός με τον κυρ Βαγγέλη, που τον έπιασε η γυναίκα του στα πράσα με τον Τάσο το σιδερά από τη Στυλίδα. Από ντροπή τον πάντρεψαν οι δικοί του με τη θεια τη Βαγγέλαινα, από ντροπή που ξετσιπωνότανε και "έκανε τις ανωμαλίες του" με τον έναν και τον άλλον. Όχι ότι η θεια η Βαγγέλαινα τον χώρισε ποτέ της. Μονάχα τον έκαμε μαύρο στο ξύλο, αυτό ξέραμε όλοι στο χωριό. Κι από τη μέρα που τον ξαναέμπασε σπίτι και μετά, δεν ξανακούστηκε τίποτα στο χωριό για τον κυρ-Βαγγέλη. Άλλωστε, κατά καιρούς έφευγε και πήγαινε κάτω στην Αθήνα, καθόταν εκεί ένα-δύο βράδυα να τακτοποιήσει τις δουλειές του κι έπειτα ξαναγυρνούσε στην οικογένειά του.
Έπειτα ήτανε κι ο μπάρμπας ο Σπύρος που ερχότανε στο σπίτι και καθότανε παρέα με τη γιαγιά μου να πιεί τον καφέ τον τούρκικο τ' απογεύματα. Πολλές φορές τους άκουγα να μιλάνε για τον παππού μου, μια φορά είχανε λογοφέρει μάλιστα. Του είχε ξεφύγει του μπαρμπα Σπύρου και είχε πει πως ένας λεβέντης ήτανε ο παππούς μου που πολλές τον γλυκοκοιτάζανε άμα έπινε λίγο παραπάνω κι έφερνε τις βόλτες του μέσα στην ταβέρνα. "Αλλά τις γλυκοκοίταζε κι αυτός ωρέ Στέργαινα", είχε πει μια φορά. Τί 'τανε να το πει... Η γιαγιά τον κατσάδιασε χειρότερα κι από χαραμοφάη γιο. Κι ο μπαρμπα-Σπύρος θυμάμαι, ξαναπάτησε το πόδι του στην αυλή μας δυο Κυριακές πιο μετά.
Όταν όμως εκείνο το βράδυ απομείναμε οι δυο μας με τη γιαγιά, γύρισε και μου είπε: "Θα τ' ακούσεις κι από άλλους σαν θα μεγαλώσεις. Ο παππούς σου ήτανε από τους άρχοντες του χωριού. Και του άρεσε πολύ το κρασί." Είχε κομπιάσει για λίγο και μετά έσκυψε το κεφάλι και είπε πιο σιγά: "Κι ο έρωτας του άρεσε πολύ του παππού σου. Δεν μπορούσε να κάνει πολύ καιρό χωρίς δαύτον. Έτσι με κόλλησε σύφιλλη πανάθεμά τον, εκείνη τη φορά που ήμουνα στο κρεββάτι πεθαμένη 20 μέρες με τυφοειδή πυρετό." Άμα η γιαγιά με κοίταζε εκείνη την ώρα, σίγουρα θα είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που μου τό 'χε πει. Είχα γουρλώσει τα μάτια, το στόμα μου έχασκε ανοιχτό, η λαλιά ευτυχώς, είχε κοπεί από μόνη της. Αλλά μέχρι να σηκώσει το κεφάλι της, είχα συνέλθει και την κοίταζα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Έτσι νόμιζα δηλαδή. Σκούπισε λίγο τη μύτη της και είπε ορθώνοντας την πλάτη της: "Μη ζαρώνεις το μούτρο σου. Ήτανε μεγάλος νοικοκύρης ο παππούς σου. Δούλευε σαν το σκυλί για να σπουδάξει όλα του τα παιδιά, τον μπάρμπα σου τον Κώστα τον έστειλε εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι. Και μ' αγαπούσε πολύ. Δεν έλειψε ποτέ τίποτα από τούτο το σπίτι."
Σηκώθηκε να ζεστάνει το απογευματινό μου γάλα ψιθυρίζοντας εκείνες τις γνώριμες κουβέντες.
"Μόνο να το θυμάσαι χαδιάρα μ', πρώτα φεύγει η ψυχή τ' ανθρώπου κι ύστερα το χούι τ'..."
Και ήτανε εκείνο το βράδυ που κατάλαβα τα λόγια της περισσότερο από ποτέ.
Έτσι μεγαλώνοντας κι εγώ, μάθαινα τα χούγια των γύρω μου, κι αυτοί θέλοντας και μη υποθέτω, μαθαίναν τα δικά μου. Κατάλαβα ότι τα χούγια δεν ήτανε μόνο κακά, υπήρχανε και καλά, να, σαν κι αυτό που έχει ο πατέρας μου και βάζει τα κλάμματα καμμιά φορά άμα βλέπει το χάπι εντ καμμίας συναισθηματικής κομεντί. Ήρθε ο καιρός που τα χούγια τα δικά μου δεν μου αρέσανε, θέλησα να τα διαγράψω. Λάθος πρώτο. Δεν πας κόντρα στη φύση σου, δεν προσπαθείς να φιμώσεις μία υπόσταση που σε διαφοροποιεί από όλους τους υπολοίπους γύρω σου. Μετά απ' αυτό, ήρθε φυσικά κι ο καιρός που το γύρισα στον εγωκεντρισμό. Αυτή είμαι, έτσι είμαι, σ' όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά έλα που ο κυριότερος αντίπαλος σ' αυτή τη στάση ήτανε ο ίδιος μου ο εαυτός. Και τί είσαι κυρά μου ακριβώς; Αν σου βάλω να περιγράψεις την μεγαλειότητά σου με δύο μόνο παραγράφους, θα ξέρεις να στεριώσεις δύο λόγια ή θα πάρεις σβάρνα τα τηλέφωνα σε φίλους και γνωστούς και μαζί μ' αυτά θα ζητιανέψεις και τη βοήθεια του κοινού;
Ήρθε ο καιρός και μαζεύτηκε ένα κουβάρι καταστάσεων και ανθρώπων και εκκαθαρίσεων, κι εγώ βρέθηκα στο κέντρο του, μέσα σε έναν τροπικό λαβύρινθο ψυχο-εγκεφαλικού κοκτέηλ. Πεταμένα εκεί, συστατικά διαφόρων αναλογιών και χρωματισμών, άλλα οινοπνευματώδη, άλλα μοσχομυριστά κι άλλα πηχτά, κολλώδη, με περασμένη -από καιρό- ημερομηνία λήξεως. Τότε έμαθα το εξής: η μοναχικότητα μερικές φορές, δεν αποτελεί καθόλου έναν απλό τρόπο άμυνας, ίσα-ίσα είναι τόσο απαραίτητη και αναγκαία ως αίσθηση προσωπικής ελευθερίας, που οτιδήποτε εναντιώνεται απέναντί της, είναι εξ' ορισμού απορριπτέο. Μέσα σ' αυτή τη διάσταση, αν η γιαγιά μου ήτανε ακόμα ζωντανή και είχε, όπως τότε, τα λογικά της, θα της εξηγούσα ότι οι άνθρωποι που μένουνε μονάχοι και ιδιοτροπεύουνε με τον καιρό, καθώς έλεγαν πάντα οι γλώσσες οι φαρμακερές, είναι αυτοί που με τα χούγια τους έχουνε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Γιατί το χούι έχει την κρυφή ιδιότητα κι όταν καταφέρεις και το κάνεις φίλο σου, αλλάζει, μεταμορφώνεται σε ορκισμένο σύντροφο αν είναι καλό, και σε ισόβια φοβία αν είναι ζαβό. Για συντρόφους δεν είναι ανάγκη να μιλήσω. Όσο για τις φοβίες, καλό είναι να τις αντιμετωπίζεις, έτσι δε λένε στα Fear Factor εντ δε λάικ; Δεν το παρακολουθώ, αλλά υποθέτω όταν κάποιος από τους συμμετέχοντες εκεί έχει φοβία με τους τρυποκάρυδους, ασχολείται με αυτήν, και όχι με τη φοβία του διπλανού του στα κουνάβια, έτσι δεν είναι; Γιατί αν δεν είναι έτσι, τότε, να ξέρεις, ισχύει και με το παραπάνω αυτό που λένε, "υπάρχουν και χειρότερα".
Ή αλλιώς, όπως θα τό 'λεγα και στη γιαγιά μου, δείξε μου το χούι σου, να σου πω ποιός είσαι.