Χούι (το)
Η γιαγιά μου τό 'λεγε πάντα."Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι".
Εγώ τα πρώτα χρόνια δεν καταλάβαινα τί ακριβώς εννοούσε μ' αυτές τις κουβέντες. Σιγά σιγά μόνο, με το πέρασμα του χρόνου άρχισα να συσχετίζω τα λόγια με τα γεγονότα που εκτυλίσονταν γύρω μας, κι έκαναν τη γιαγιά να φέρνει τις ίδιες κουβέντες στο στόμα της ξανά και ξανά.
Να, ας πούμε θυμάμαι το γεγονός με τον κυρ Βαγγέλη, που τον έπιασε η γυναίκα του στα πράσα με τον Τάσο το σιδερά από τη Στυλίδα. Από ντροπή τον πάντρεψαν οι δικοί του με τη θεια τη Βαγγέλαινα, από ντροπή που ξετσιπωνότανε και "έκανε τις ανωμαλίες του" με τον έναν και τον άλλον. Όχι ότι η θεια η Βαγγέλαινα τον χώρισε ποτέ της. Μονάχα τον έκαμε μαύρο στο ξύλο, αυτό ξέραμε όλοι στο χωριό. Κι από τη μέρα που τον ξαναέμπασε σπίτι και μετά, δεν ξανακούστηκε τίποτα στο χωριό για τον κυρ-Βαγγέλη. Άλλωστε, κατά καιρούς έφευγε και πήγαινε κάτω στην Αθήνα, καθόταν εκεί ένα-δύο βράδυα να τακτοποιήσει τις δουλειές του κι έπειτα ξαναγυρνούσε στην οικογένειά του.
Έπειτα ήτανε κι ο μπάρμπας ο Σπύρος που ερχότανε στο σπίτι και καθότανε παρέα με τη γιαγιά μου να πιεί τον καφέ τον τούρκικο τ' απογεύματα. Πολλές φορές τους άκουγα να μιλάνε για τον παππού μου, μια φορά είχανε λογοφέρει μάλιστα. Του είχε ξεφύγει του μπαρμπα Σπύρου και είχε πει πως ένας λεβέντης ήτανε ο παππούς μου που πολλές τον γλυκοκοιτάζανε άμα έπινε λίγο παραπάνω κι έφερνε τις βόλτες του μέσα στην ταβέρνα. "Αλλά τις γλυκοκοίταζε κι αυτός ωρέ Στέργαινα", είχε πει μια φορά. Τί 'τανε να το πει... Η γιαγιά τον κατσάδιασε χειρότερα κι από χαραμοφάη γιο. Κι ο μπαρμπα-Σπύρος θυμάμαι, ξαναπάτησε το πόδι του στην αυλή μας δυο Κυριακές πιο μετά.
Όταν όμως εκείνο το βράδυ απομείναμε οι δυο μας με τη γιαγιά, γύρισε και μου είπε: "Θα τ' ακούσεις κι από άλλους σαν θα μεγαλώσεις. Ο παππούς σου ήτανε από τους άρχοντες του χωριού. Και του άρεσε πολύ το κρασί."
Είχε κομπιάσει για λίγο και μετά έσκυψε το κεφάλι και είπε πιο σιγά: "Κι ο έρωτας του άρεσε πολύ του παππού σου. Δεν μπορούσε να κάνει πολύ καιρό χωρίς δαύτον. Έτσι με κόλλησε σύφιλλη πανάθεμά τον, εκείνη τη φορά που ήμουνα στο κρεββάτι πεθαμένη 20 μέρες με τυφοειδή πυρετό."
Άμα η γιαγιά με κοίταζε εκείνη την ώρα, σίγουρα θα είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που μου τό 'χε πει. Είχα γουρλώσει τα μάτια, το στόμα μου έχασκε ανοιχτό, η λαλιά ευτυχώς, είχε κοπεί από μόνη της. Αλλά μέχρι να σηκώσει το κεφάλι της, είχα συνέλθει και την κοίταζα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Έτσι νόμιζα δηλαδή. Σκούπισε λίγο τη μύτη της και είπε ορθώνοντας την πλάτη της: "Μη ζαρώνεις το μούτρο σου. Ήτανε μεγάλος νοικοκύρης ο παππούς σου. Δούλευε σαν το σκυλί για να σπουδάξει όλα του τα παιδιά, τον μπάρμπα σου τον Κώστα τον έστειλε εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι. Και μ' αγαπούσε πολύ. Δεν έλειψε ποτέ τίποτα από τούτο το σπίτι."
Σηκώθηκε να ζεστάνει το απογευματινό μου γάλα ψιθυρίζοντας εκείνες τις γνώριμες κουβέντες.
"Μόνο να το θυμάσαι χαδιάρα μ', πρώτα φεύγει η ψυχή τ' ανθρώπου κι ύστερα το χούι τ'..."
Και ήτανε εκείνο το βράδυ που κατάλαβα τα λόγια της περισσότερο από ποτέ.
Έτσι μεγαλώνοντας κι εγώ, μάθαινα τα χούγια των γύρω μου, κι αυτοί θέλοντας και μη υποθέτω, μαθαίναν τα δικά μου. Κατάλαβα ότι τα χούγια δεν ήτανε μόνο κακά, υπήρχανε και καλά, να, σαν κι αυτό που έχει ο πατέρας μου και βάζει τα κλάμματα καμμιά φορά άμα βλέπει το χάπι εντ καμμίας συναισθηματικής κομεντί. Ήρθε ο καιρός που τα χούγια τα δικά μου δεν μου αρέσανε, θέλησα να τα διαγράψω. Λάθος πρώτο. Δεν πας κόντρα στη φύση σου, δεν προσπαθείς να φιμώσεις μία υπόσταση που σε διαφοροποιεί από όλους τους υπολοίπους γύρω σου. Μετά απ' αυτό, ήρθε φυσικά κι ο καιρός που το γύρισα στον εγωκεντρισμό. Αυτή είμαι, έτσι είμαι, σ' όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά έλα που ο κυριότερος αντίπαλος σ' αυτή τη στάση ήτανε ο ίδιος μου ο εαυτός. Και τί είσαι κυρά μου ακριβώς; Αν σου βάλω να περιγράψεις την μεγαλειότητά σου με δύο μόνο παραγράφους, θα ξέρεις να στεριώσεις δύο λόγια ή θα πάρεις σβάρνα τα τηλέφωνα σε φίλους και γνωστούς και μαζί μ' αυτά θα ζητιανέψεις και τη βοήθεια του κοινού;
Ήρθε ο καιρός και μαζεύτηκε ένα κουβάρι καταστάσεων και ανθρώπων και εκκαθαρίσεων, κι εγώ βρέθηκα στο κέντρο του, μέσα σε έναν τροπικό λαβύρινθο ψυχο-εγκεφαλικού κοκτέηλ. Πεταμένα εκεί, συστατικά διαφόρων αναλογιών και χρωματισμών, άλλα οινοπνευματώδη, άλλα μοσχομυριστά κι άλλα πηχτά, κολλώδη, με περασμένη -από καιρό- ημερομηνία λήξεως. Τότε έμαθα το εξής: η μοναχικότητα μερικές φορές, δεν αποτελεί καθόλου έναν απλό τρόπο άμυνας, ίσα-ίσα είναι τόσο απαραίτητη και αναγκαία ως αίσθηση προσωπικής ελευθερίας, που οτιδήποτε εναντιώνεται απέναντί της, είναι εξ' ορισμού απορριπτέο. Μέσα σ' αυτή τη διάσταση, αν η γιαγιά μου ήτανε ακόμα ζωντανή και είχε, όπως τότε, τα λογικά της, θα της εξηγούσα ότι οι άνθρωποι που μένουνε μονάχοι και ιδιοτροπεύουνε με τον καιρό, καθώς έλεγαν πάντα οι γλώσσες οι φαρμακερές, είναι αυτοί που με τα χούγια τους έχουνε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Γιατί το χούι έχει την κρυφή ιδιότητα κι όταν καταφέρεις και το κάνεις φίλο σου, αλλάζει, μεταμορφώνεται σε ορκισμένο σύντροφο αν είναι καλό, και σε ισόβια φοβία αν είναι ζαβό. Για συντρόφους δεν είναι ανάγκη να μιλήσω. Όσο για τις φοβίες, καλό είναι να τις αντιμετωπίζεις, έτσι δε λένε στα Fear Factor εντ δε λάικ; Δεν το παρακολουθώ, αλλά υποθέτω όταν κάποιος από τους συμμετέχοντες εκεί έχει φοβία με τους τρυποκάρυδους, ασχολείται με αυτήν, και όχι με τη φοβία του διπλανού του στα κουνάβια, έτσι δεν είναι; Γιατί αν δεν είναι έτσι, τότε, να ξέρεις, ισχύει και με το παραπάνω αυτό που λένε, "υπάρχουν και χειρότερα".
Ή αλλιώς, όπως θα τό 'λεγα και στη γιαγιά μου, δείξε μου το χούι σου, να σου πω ποιός είσαι.
posted by mindstripper @ 11/12/2007 11:17:00 pm
12 Comments:
Τράλαλά, ελπίζω να εισαί καλά..
many many kiss kiss
καλή επιστροφή και καλή συνέχεια.
Missed you, κι εσένα και τα χούγια σου ;-)
Take care...
Τσάκα, ιτς γκέτινγκ μπέτερ μου φαίνεται. Kiss kiss back back.
Τέλσον, για να δούμε. Σ' ευχαριστώ πολύ. Γενικώς.
Όνειρε, μεγάλη μπουκιά τρώγε, μεγάλη κουβέντα μη λες. ;-P Νά 'σαι καλά κύριέ μου.
Ούτε καν θα ξεκινήσω ν' αναφέρω την ειρωνική σύμπτωση που σκεφτόμουν τώρα (δλδ, εδώ και τρεις μέρες) να σου στείλω mail κι είπα πρώτα ας περάσω από δω, ουπς, μόλις την ανέφερα.
Δεν έχω τίποτε άλλο να πω. Έχεις αφοπλιστικό δίκιο.
Μας έλειψες. :D
Έτσι είμαι εγώ, bigmouth, αλλά εμμένω στη δήλωσή μου :p
Btw, υπέροχη επιλογή κομματιού, απ' τα αγαπημένα μου, και παρόν σε κάθε καβάτζα από soundtracks.
Μόνο μη σου γίνει χούι να γράφεις τόσο αραιά!
(Το e-mail πάντως δεν το γλυτώνεις!)
Μια αγκαλιά ζεστή καλή μου!:)
Welcome back, "χαδιάραμ'"...(πολύ μου άρεσε ο χαρακτηρισμός της γιαγιάς). Χάρηκα πολύ που επέστρεψες στα παλιά σου χούγια! (και έγραψες πάλι)..
Μια θερμή καλησπέρα! :) και πάντα.. καλύτερα!
Ελίζα, να τολμήσω να μας χαρακτηρίσω ως τα μεγάλα πνεύματα που συναντήθηκαν; (μπααα...) :-P
Φιλιά βρε κοπελιά.
Αστέρη, είναι πολύ όμορφο κομμάτι και για κάποιον περίεργο λόγο, το θυμάμαι μόνο κάθε φορά που βλέπω την ταινία. Νομίζω το υποσυνείδητό μου λειτουργεί καλύτερα κι από το συνειδητό μου κάτι ώρες.
Xαίρε Angelito, να είσαι καλά φίλε μου. :-)
Καλή μου me:moir, κι αυτόν τον χαρακτηρισμό τόσο αναμφισβήτητο και δεδομένο τον είχα, ώστε μόνο όταν μεγάλωσα αρκετα, κατάλαβα πως ήτανε στην πραγματικότητα δύο λέξεις κι όχι μία, όπως ακριβώς το έχεις γράψει. Εσένα σ' ευχαριστώ ιδιαίτερα και τον λόγο τον ξέρεις πολύ καλά.
Γειά σου Σοφούλα μου χαμογελαστή. :-)
χωρίς υπερβολή μου έλλειψες, έμπαινα καθημερινά να τσεκάρω, όσο για το χούι δεν μπορούσες να το περιγράψεις καλύτερα
Blueprints, τί να πω, σ' ευχαριστώ γι αυτό το χαμόγελο. :-) Μέρα καλή να έχεις.
Post a Comment
<< Home