Friday, June 30, 2006
Παρασκευή
Μερικές Παρασκευές θα έπρεπε να είναι μεταξένιες και γαλήνιες. Όπως το δροσερό αεράκι που χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της πιτσιρίκας που τρώει παγωτό γρανίτα φράουλα, με τις πατούσες της να βρέχονται στη θάλασσα, και τον ήλιο στο βάθος, πελώρια φέτα πορτοκάλι να της χαμογελάει πλατιά.
Θα μου πεις, ωραία τα λέω, αλλά δεν είναι πια έτσι οι Παρασκευές...
Να σου πω όμως κάτι εμπιστευτικό;
Δεν φταίνε οι Παρασκευές.
Φταίει το πιτσιρίκι που μεγάλωσε και ζει πια μέσα στο ημίφως.
Γι αυτό κι εγώ, ακόμα κι αν η πόλη όλη έχει βυθιστεί μέσα στο σκοτάδι, προτείνω να του βάζεις που και που στο χέρι, μία γρανίτα φράουλα.
Και ίσως κάπου εκεί στο βάθος, να διακρίνεις κι εσύ μαζί του ξανά, εκείνη τη γνώριμη φέτα πορτοκάλι να σου χαμογελάει.
Καλό Σαββατοκύριακο. :-)
And who can say where the road goes...
Where the day flows?
Only time...
posted by mindstripper @ 6/30/2006 05:46:00 pm
| |
Wednesday, June 28, 2006
Ο άσπρος φάκελος
"
Θα σου πω όταν γυρίσεις."
"
Τί πα' να πει θα μου πεις όταν γυρίσω; Τώρα θα μου το πεις!"
"
Μην επιμένεις, είναι πολύ σοβαρό, δεν μπορώ να στο πω έτσι στο πόδι."
"Είσαι τρελός; Μου ακούγεσαι χάλια στο τηλέφωνο, μου το λες κι ο ίδιος ότι δεν είσαι καλά, και δεν θα μου πεις τί στα κομμάτια έχεις;"
"Δεν μπορώ σου λέω να στο πω έτσι. Πρέπει να κάτσουμε να μιλήσουμε. Θέλει το χρόνο του αυτό το πράγμα."
"Λοιπόν, χωρίς πλάκα τώρα, με κάνεις και ανησυχώ πραγματικά, έτσι; Πες μου κάτι, δύο κουβέντες μόνο ρε παιδί μου."
"Φύγε εσύ μάτια μου κι όταν γυρίσεις θα βγούμε την ίδια μέρα έξω να τα πούμε. Δεν μας βιάζει τίποτα..."
Ξυπνάει η μάνα μέσα μου και τον κοιτάζω δύσπιστα, σχεδόν επιθετικά.
"Αλήθεια σου λέω", τονίζει τις λέξεις μία-μία βλέποντας το βλέμα μου. "Μη με κοιτάς έτσι, δεν επείγει τόσο πολύ."
Η κουβέντα αυτή γύρω στον ένα μήνα πριν. Ο Δ., άνθρωπος που γνώρισα μέσω κοινού φίλου, φίλος καλός πια, που στην πορεία η ζωή έχει υφάνει κι έχει τυλίξει τους δρόμους μας και μαζί και χώρια μέσα στον διάφανο ιστό της.
Έφυγα λοιπόν. Για τέσσερις μέρες. Η έγνοια μου γι αυτόν είχε μείνει πίσω. Ήρθαν στιγμές που την ξέχασα, ξέχασα την έγνοια μου, ξέχασα και αυτόν, τον φίλο μου τον Δ...
Αλλά με το που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα ξανά, τον πήρα τηλέφωνο.
"Πες μου ώρα και μέρος."
Πήγαμε στο αγαπημένο μου στέκι στου Ψυρρή. Έκανε έναν πρόλογο μακροσκελή και άσκοπο, ενώ έβλεπα τη θλίψη στα μάτια του. Και μετά μου το είπε απλά και απότομα, όπως ακριβώς το είχε ακούσει κι ο ίδιος:
"Ο Χ. μου είπε πως είναι οροθετικός."
Ένοιωσα στιγμιαία τα πόδια μου να κόβονται. Ευχήθηκα κι αυτό το λιγοστό φως που υπήρχε στο μαγαζί, να έσβηνε, να μην φαινόταν η έκφραση του προσώπου μου όταν άκουσα αυτές τις κουβέντες του. Αλλά ο Δ. ήδη με κοιτούσε γνωρίζοντας την αντίδρασή μου, χαμογελώντας περίεργα. Όπως χαμογελούσε η μάνα μου όταν ήμουν μικρή και μου έβαζε κομπρέσες την ώρα που παραμιλούσα από τον πυρετό κι έβλεπα σχέδια κι ανθρώπους να περπατούν στο ταβάνι.
"Γιατί δεν στο έλεγε νωρίστερα;" ψέλλισα.
"Έλα, αποκλείεται να έχω κολλήσει, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο προσεκτικός ήταν μαζί μου όλον αυτόν τον καιρό."
"Δε σε ρώτησα αυτό, σε ρώτησα γιατί δεν στο είπε νωρίτερα γ@μώ το κεράτο μου μέσα", το μυαλό μου είχε αρχίσει να παίρνει ανάποδες στροφές.
Κατάλαβα ότι η αντίδρασή μου ήταν αυτή ακριβώς που δεν θα έπρεπε να έχω. Η φίλη μας η Ν. έλειπε εκείνες τις μέρες στο εξωτερικό, έπρεπε να είμαι ψύχραιμη και μετρημένη. Για λογαριασμό όλων μας.
"Θέλω να πω, πόσο καιρό ακριβώς έχει που στο έχει πει;..." μαλάκωσα λίγο τη φωνή μου.
"Την περασμένη εβδομάδα."
"Και πόσο καιρό είστε τώρα μαζί;"
"Ε, ενάμισι με δύο μήνες, κάπου εκεί..."
Ο Δ. βγήκε το χειμώνα που πέρασε από μία τρίχρονη σχέση. Απ' αυτές που αφήνεσαι και στην πορεία ένα κομμάτι του εαυτού σου, νοιώθεις απλά ότι δεν υπάρχει πλέον. Τον ίδιο καιρό τα υπόλοιπα τρία μέλη της παρέας τρώγαμε ο καθένας και το προσωπικό του στραπάτσο. Περάσαμε τις στεναχώριες και τα γιατί με πολλά γέλια, πολύ κρασί και κάργα Στέλιο και Μαρινέλλα, εκείνη τη μέρα του Γενάρη που ένας δυνατός σεισμός με υποθαλάσσιο επίκεντρο τάραξε όλη την Ελλάδα για άλλη μία φορά, σε ένα σπίτι το οποίο είχε πάρει κίτρινο σταυρό στο σεισμό του 1999, στο σπίτι του Δ. Εκείνη η μέρα τελικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν από τις πιο όμορφες που έχω περάσει με τους φίλους μου τα τελευταία χρόνια. Μ' αυτούς τους φίλους που κατέληξαν να με παρακαλούν να τσακιστώ να ανέβω πάνω για να φάω το φαϊ που είχαμε μαγειρέψει όλοι παρέα, κι εγώ να τους φωνάζω μες στη μέση του δρόμου, κάτω από το σπίτι, να μου κατεβάσουν το πιάτο μου για να το φάω μέσα στο αυτοκίνητο. Με τα πολλά-πολλά τελικά ανέβηκα. Σε κατάσταση συναγερμού για πολλή ώρα, μέχρι που η μυρωδιά του κρασιού σκέπασε τα πάντα και οι διαβόλοι μέσα μου έπεσαν ξεροί από τις αναθυμιάσεις.
"Θα πάω να κάνω εξετάσεις και ήθελα να σε ρωτήσω μωρέ, αν δεν μπορέσει να έρθει ο Χ. μαζί μου... θα έρθεις εσύ;" θυμάμαι ακόμα τα μάτια του να με κοιτούν με ύφος παρακαλετό.
"Το ρωτάς μωρέ; Όποτε θέλεις."
"Καλά, αν και μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει, αλλά στο λέω σε περίπτωση που δεν κάτσει ρε παιδί μου, ξέρεις...", μου είπε με μία βεβαιότητα γεμάτη αμηχανία.
Έτυχε λοιπόν κι έκατσε επαγγελματικό ταξίδι στον Χ. την ημέρα που είχαν κανονίσει να πάνε στο ιατρικό κέντρο για τις εξετάσεις. Ο Χ. τον καθησύχασε βεβαιώνοντάς τον πως θα πηγαίνανε με το που θα γύριζε πίσω από το ταξίδι. Κι ο Δ. κατάφερε να στηριχτεί σ' αυτή την υπόσχεση για μία μέρα περίπου. Μετά με πήρε τηλέφωνο.
"Θα έρθεις να πάμε μαζί τη Δευτέρα το πρωί να μου πάρουν αίμα; Δεν αντέχω να περιμένω άλλο."
"Τί ώρα;"
"Ε, από τις 7 και μισή ξεκινούν..."
Κοιμήθηκα σπίτι του εκείνο το βράδυ. Φλυαρώντας για ένα απέραντα γαλάζιο εικοσιτετράωρο που είχα μόλις περάσει. Τρώγοντας σαλάτα του σεφ και πίνοντας μία Amstel "για να στρώσει το στομάχι". Ρίχνοντας κατάρες στον τρόπο με τον οποίο τον τελευταίο καιρό, ορισμένα υποκείμενα στη δουλειά με κάνουν και νοιώθω εντελώς έξω από αυτήν και το χώρο της. Αναγκάζοντάς τον παράλληλα να δει στο MAD το video του Γιάννη Πλούταρχου από το "Σαν να είσαι εδώ" και να ακούσει και την αγριοφωνάρα μου να το συνοδεύει. Στο τέλος απελπίστηκε, ήθελα να πιστεύω από όλες οι βλακείες που έλεγα και έκανα, αλλά ήμουν σίγουρη ότι ήταν από τα στοιχειά που του ροκανίζανε το μυαλό.
"Άντε, πάμε για ύπνο τώρα, πέρασε η ώρα."
Το πρωί, νευρικοί και οι δύο. Εγώ δήθεν κουλ. Κρύο στην αίθουσα αναμονής. Από το κλιματιστικό κι από το μέσα μας. Κρεμόμασταν από τα χείλη των νοσοκόμων που φώναζαν τα νούμερα προτεραιότητας των παρευρισκομένων.
Άκουσα μία κυρία να μιλάει δίπλα μου σε μία έγκυο.
"Σε ποιό μήνα είσαι;"
"Στον έβδομο."
"Άντε με το καλό να λευτερωθείς κοπέλα μου."
Η εικόνα ενός τοκετού με επιπλοκές ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου. Τρόμαξα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να την διώξω μακρυά. Ανακάθησα στη θέση μου για να ξορκίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Αηδίασα με μένα.
Έσκυψα και πήρα από το βάζο μπροστά μας δύο καραμέλλες πορτοκάλι.
"Για μετά", είπα στον Δ. που με κοίταξε και του έδωσα τη μία.
Κάποια στιγμή τον φώναξαν. Σηκώθηκε πάνω, μπήκε στο δωματιάκι που του υπέδειξαν, κίτρινος και μουδιασμένος. Οι εξετάσεις θα έβγαιναν την επομένη το απόγευμα, απάντησε στο ερευνητικό μου βλέμα όταν βγήκε μετά από πέντε λεπτά.
"Θα έρθεις μαζί μου να τις πάρουμε;"
"Γιατί, είχες την εντύπωση ότι και να μην μου το ζητούσες θα την γλύτωνες;..."
Μέχρι εκείνη την ώρα είχα σκεφτεί άπειρα σενάρια για τον φίλο μου, είτε αυτά τα οραματιζόμουν κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε τα έβλεπα στον ύπνο μου το βράδυ. Είχα ταυτιστεί με την αγωνία του, με τους φόβους του, με τις σκέψεις εκείνες που το δικό του μυαλό κραύγαζε στο δικό μου ανάμεσα στις μικρές παύσεις των συζητήσεών μας.
Το πρόβλημα δεν ήταν ο Χ.
Η συμπεριφορά του, ναι. Αλλά όχι ο ίδιος. Τον είχε προφυλάξει με κάθε τρόπο δυνατόν. Ακόμα κι αν άργησε να του ανακοινώσει το γεγονός ότι έπασχε από την νόσο.
Δεν είχε σημασία αυτό τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Αυτό που είχε την πρωτεύουσα σημασία πλέον ήταν το πριν.
Ήταν όλες οι απερισκεψίες που είχε κάνει κατά καιρούς. Κι αυτός και όλοι μας.
Ήταν όλοι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει τον τελευταίο καιρό και του υπενθύμισαν έναν κίνδυνο μπροστά στον οποίον είχε κλείσει τα μάτια του αρκετές φορές στο παρελθόν. Κι αυτός και όλοι μας.
Ήταν ένας κόσμος στον οποίον μπήκε ξαφνικά εντελώς απροετοίμαστος, μη γνωρίζοντας ακόμα αν είχε διαβεί το κατώφλι του ως απλός θεατής ή ως πρωταγωνιστής.
Κι εκεί ήταν αυτός μόνος του.
Οι άλλοι όλοι είμασταν απ' έξω.
Καθώς περιμέναμε για τα αποτελέσματα το επόμενο απόγευμα, δεν υπήρχαν ώρες, δεν υπήρχαν λεπτά, υπήρχε μία στιγμή και μόνο που φάνταζε σαν φυλακή σκοτεινή, υγρή και βρώμικη.
Αυτή τη φορά δεν έκανε κρύο στην αίθουσα αναμονής. Αντίθετα, τα χέρια μου είχαν μουσκέψει από τον ιδρώτα και τα σκούπιζα συνέχεια πάνω στο φόρεμά μου.
Ήθελα ανά πάσα ώρα και στιγμή να τρέξω στην τουαλέτα.
Έβλεπα τον Δ. δίπλα μου να έχει χλωμιάσει, το κεφάλι του να αντιδρά και στο παραμικρό ερέθισμα.
Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτάκι προτεραιότητας.
Αριθμός 31.
"Το νούμερο 30 παρακαλώ", φώναξε μία κοπέλα από τη γραμματεία.
Γύρισα από την άλλη μεριά και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Αυτές οι κοπέλες να ήξεραν άραγε πόσο σημαντικές και μισητές μαζί φάνταζαν στα μάτια μας εκείνη την ώρα;
Έσκυψα και πήρα δύο καραμέλλες πορτοκάλι από το βάζο.
"Για μετά", έδωσα στον Δ. τη μία και του χαμογέλασα όσο πιο αληθινά μπορούσα.
Από τη γραμματεία ακούστηκε καθαρά το νούμερό του. Πετάχτηκε επάνω. Άπλωσε το χέρι του να παραλάβει το φάκελο, αλλά η κοπέλα έκανε μία κίνηση και τον τράβηξε ξανά προς το μέρος της. Μίλησε για λίγο χαμηλόφωνα με την προϊσταμένη της, έβαλα αυτί, "προφανώς για τον αριθμό Μητρώου μιλάνε, σώπα, θα τα βρούνε", είπα στον φίλο μου. Το κεφάλι μου είχε αρχίσει να πονάει από το σφίξιμο των δοντιών μου. Ο Δ. έκανε μία απότομη μεταβολή. Τον άκουσα να βλαστημάει μέσα από τα δόντια του. Ετοιμαζόμουν να τον αρπάξω από το μπράτσο όταν γυρνούσε προς το μέρος μου. Ήξερα ότι ήταν ικανός να τα σπάσει όλα αν αργούσαν λίγο παραπάνω. Το ήξερα γιατί εκείνη την ώρα ήθελα να κάνω κι εγώ θρύψαλλα τα πάντα μπροστά μου.
Ο φάκελος παρεδόθη την αμέσως επόμενη στιγμή με το σχετικό συνοδευτικό χαμόγελο. Ο Δ. τον πήρε και τον κράτησε στα χέρια του για λίγα δευτερόλεπτα. Τον σήκωσε στο φως. Δεν άντεχα να περιμένω, έκανα να του τον βουτήξω από τα χέρια. Τον κράτησε γερά. Τον ξανακοίταξε.
"Αυτό που φαίνεται δίπλα στο όνομά μου τί είναι; Αρ;..."
Δεν απάντησα, δεν έβλεπα τίποτα, έβλεπα μόνο ένα κομμάτι χαρτί που ήθελα να σκίσω χίλια κομμάτια για να μου φανερωθεί επιτέλους το περιεχόμενό του. Είδα τα χέρια του Δ. να ανοίγουν τρεμάμενα τον φάκελο, άκουσα τη φωνή του.
"Αρνητικό."
Βγήκαμε και οι δύο χωρίς άλλη κουβέντα έξω από την πόρτα του κέντρου. Φοβισμένοι ακόμα, με κλάμα βουβό ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μείναμε έτσι πολλή ώρα, σφιχταγκαλιασμένοι. Ένοιωσα δύο λυγμούς να λευτερώνονται από τα στήθια του φίλου μου, άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν, ήταν εντάξει τώρα, μπορούσα να τ' αφήσω να δραπετεύσουν κι αυτά από τη φυλακή που τα κράταγε τόση ώρα αλυσσοδεμένα.
Θέλω κάτι να μου πω.
Αν ξανακάνει σεισμό την ώρα που θα τρώμε πάλι όλοι μαζί στο σπίτι του Δ., εγώ αυτή τη φορά δεν θα το βάλω στα πόδια. Αντί γι αυτό, θα αγκαλιάσω τους φίλους μου όσο πιο σφιχτά μπορώ. Κι άμα μ' αγκαλιάσουν κι αυτοί το ίδιο σφιχτά, χαλάλι στους κίτρινους σταυρούς και τους σεισμούς και τους καταποντισμούς, χαλάλι στη μοναξιά και τις σκασίλες και την ψυχή που θρηνεί πάνω από προσωπικούς γκρεμούς, χαλάλι στις στιγμές που δεν περνούν ποτέ και στα χρόνια που φεύγουν σαν το νερό, χαλάλι ακόμα και στους άσπρους τους φακέλους και στα κορίτσια της γραμματείας των οποίων τα χείλη σπέρνουν και θερίζουν ψυχές.
Η ζωή είναι ωραία σήμερα.
posted by mindstripper @ 6/28/2006 01:01:00 pm
| |
Monday, June 26, 2006
Τελικά...
...όταν πετάς,
τα πάντα γύρω σου είναι θάλασσα.
Καλημέρα.
Χαμογέλα.
:-)
posted by mindstripper @ 6/26/2006 12:24:00 pm
| |
Friday, June 23, 2006
Δικαίωση
Στην αρχή που το διάβαζα, μετά από προτροπή ενός συναδέλφου, ήμουν σκεπτική.
Μετά άρχισα να χαμογελάω.
Προχωρώντας, ένοιωθα με έναν περίεργο τρόπο δικαιωμένη.
Σχεδόν περήφανη.
Και στο τέλος του, πάνω απ' όλα, ήμουν ευγνώμων.
Νεοπλουτίστικη βαρβαρότητα, ο τίτλος.
Παντελής Mπουκάλας, ο δημοσιογράφος.
Διάβασέ το.
posted by mindstripper @ 6/23/2006 03:04:00 pm
| |
Wednesday, June 21, 2006
Ο χορός
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα δει το
American Beauty στον κινηματογράφο. Η προσωπικότητά μου ήταν ακόμα υπό σοβαρή ανάπτυξη.
Δεν θα συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου το γεγονός ότι στη σκηνή με τη σακούλα μου ήρθε να βάλω τα κλάμμματα και κρατήθηκα για να μην με αποδοκιμάσει η παρέα μου. Τώρα πλέον, όταν βλέπω τόσο έντονες σκηνές -κι αυτό το λέω ναι, με όση υποκειμενικότητα μπορεί να βάλει ο νους σου γιατί απλούστατα, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς- αφήνω το συναίσθημα να με καταβάλει.
Αυτό κι αν είναι τέχνη φίλε μου, να διεισδύεις στον ψυχισμό του άλλου και να τον συντρίβεις, λυγίζοντας την κυνικότητά του σε λίγες μόνο στιγμές του χρόνου.
Να παίρνεις μία σακούλα και μία αγγελική μουσική δημιουργία όπως το Any other name του Newman και να τοποθετείς τον θεατή σου στον προθάλαμο του παραδείσου.
Εκεί που με κομμένη την ανάσα αυτός θα συνειδητοποιεί πως δεν χρειάζεται απολύτως τίποτε για να ικανοποιήσει κάποια όρεξη ή επιθυμία ή κρυφή λαχτάρα του, πως δεν έχει καμμία ευχή να ξεστομίσει που θα αλλάξει τη ζωή του δραματικά κι οριστικά σε ένα λεπτό, πως διάολε, πόσο τυφλός και μικρός κι αχάριστος μπορεί να μάθει να είναι ένας άνθρωπος σε τούτη τη ζωή, και πόση ζωή θα πρέπει να ξοδέψει για να το μάθει στ' αλήθεια τελικά;
Η ψυχή δε λογαριάζει ποτέ το πόσο.
Η ψυχή ισορροπεί πάνω σε μία αραχνοϋφαντη στιγμή και τότε ο ακροβάτης μεταμορφώνεται σε ηθοποιό, κομπάρσο και σκηνοθέτη μαζί.
Και σε φως.
Άπλετο φως.
Σήμερα, έτσι όπως καθόμουν στην παραλία, κι έτσι όπως άρχισε να σηκώνεται σιγά-σιγά ο αέρας, ένιωσα τα πάντα γύρω μου να χορεύουν ξανά εκείνον τον χορό.
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα τη μουσική.
Τα έκλεισα και είδα μπροστά μου πάλι εκείνη τη σακούλα να χορεύει.
Νομίζεις τυχαία φυσάει τόσο πολύ έξω απόψε;
Νύχτα καλή.
posted by mindstripper @ 6/21/2006 01:52:00 am
| |
Monday, June 19, 2006
Summertime
Μπάνιο στην Ανάβυσσο με τη Μ.
Υπερβολική κίνηση στο πήγαινε.
Άφιξη στην παραλία μετά από δύο ώρες.
Δε μας ένοιαξε, στο δρόμο αναλύσαμε τα υπαρξιακά μας, το χρώμα των μαλλιών μας, τις αλλεργίες και τον έρπη μας, το άγχος της Μ. για την πρώτη μέρα αύριο στη νέα της δουλειά, τους μεγάλους έρωτες των οποίων τα σημάδια πάνω μας είναι ακόμα και τώρα νωπά, το νερό στο μπουκάλι της Κόκα-Κόλας που δεν πινόταν, "Τί έκανε λέει, έχασε η Τσεχία από την Γκάνα;"...
Γέλια πολλά.
Στην αμμουδιά, οι πετσέτες και οι ξαπλώστρες η μία πάνω στην άλλη.
Δε μας ένοιαξε, η Μ. έφερε από το αυτοκίνητο το καρεκλάκι της, εγώ άπλωσα στα πόδια του την πετσέτα μου και βρήκαμε τη δική μας γωνιά στον ήλιο.
Η θάλασσα σπασμένο καφεθαλλασί από τη λασπουριά.
Και πάλι δε μας ένοιαξε. Είμαστε βολικοί άνθρωποι η Μ. κι εγώ, γι αυτό έχουμε καταλήξει να κάνουμε και παρέα. Αυτό που έχουμε, αυτό εμπιστευόμαστε. Κι όταν έρθει η ώρα για το βαθύ γαλάζιο, τότε θα είμαστε ευτυχισμένες.
Απλά.
Ο ήλιος έπαιζε μαζί μας, μας σημάδευε με το ηλιοπίστολό του και μας ανάγκαζε κάθε τόσο να καταφεύγουμε στη δροσιά της θάλασσας με αναστεναγμούς ευχαρίστησης.
Το beach bar από πίσω βάραγε κάθε τόσο ό,τι θυμόταν. Paint it black και Manu Chao με διαφορά 10 λεπτών μεταξύ τους.
Οι κοπέλες-Μαλιμπού με τα κόκκινα κερνούσαν οινόπνευμα και χάριζαν δώρα στους λουόμενους.
Η Μ. πλήρωνε τον τρίτο γύρο ποτών, καθώς εγώ υπέκυπτα στον πειρασμό και αγόραζα από την πλανόδια πωλήτρια ασημένιες χαριτωμενιές.
Μια παρέα μεγάλη όλοι στο μπαρ, χορεύουμε anything but reggea στους UB40. Το πολύ γέλιο δημιουργεί μούδιασμα της κάτω σιαγόνας. Δεν πειράζει, αύριο, καθημερινή, δεν θα είναι η κάτω σιαγόνα μου αυτή που θα πιαστεί από το καθησιό και τις 8 ώρες της ύπαρξής μου μέσα σε ένα πνιγηρό γυάλινο κλουβί με μη ανακυκλώσιμο αέρα.
Ο ήλιος έφυγε πριν απο μας.
Υπερβολική κίνηση στο έλα.
Δε μας ένοιαξε ούτε αυτό, στο δρόμο αναλύσαμε μικρούς καημούς, ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, σκηνές που κάποτε ξημέρωσαν δίπλα στο κύμα, I wanna dance with somebody στο ραδιόφωνο και αναμνήσεις από πάρτυ των 80s, το τελευταίο επεισόδιο του Sex and the City, την επερχόμενη έξοδο του Σαββάτου σε στέκι αγαπημένο, τα κερασμένα ποτά και το χαμένο στοίχημα, "Break a leg;... Μα τί μου λέει αυτός στο κινητό καλέ;", "Καλή επιτυχία σου λέει ρε βλημα", "Καλή επιτυχία να σπάσω το πόδι μου;", "Έκφραση είναι ντε!", "Έκφραση; Και τους πήρε πολύ να την σκεφτούνε; Τοκ, τοκ, τοκ, είναι τρελλοί αυτοί οι Άγγλοι"...
Γέλια πολλά.
Κουβέντα καμμία για τους καημούς τους μεγάλους, η ώρα της επιστροφής είναι η πλέον επικίνδυνη κι η πιο σκοτεινή για κουβέντες τέτοιου είδους, τα διαβόλια βγαίνουν παγανιά και σου την έχουν στημένη, γι αυτό ποτέ να μην τους δείξεις ότι είσαι εύθραυστος και παραπονεμένος. Να προσποιείσαι. Kαι πού 'σαι... την ώρα εκείνη, να θυμηθείς να το κάνεις ακόμα καλύτερα από όλες τις άλλες ώρες. Αλλιώς τα διαβόλια θα τρυπώσουν στην ψυχή σου και θα κάνουν και τη μέρα που πέρασε μαύρη, σαν την νύχτα που θά 'ρθει.
Σπίτι μου σπιτάκι μου στις 11 το βράδυ.
Περπατώντας ξυπόλητη στο μάρμαρο, ακούω έναν μελωδικό ήχο. Είναι η νεοαποκτειθήσα χαριτωμενιά στο πόδι μου.
Λύνω τα μαλλιά μου κι ο αέρας τριγύρω μου μυρίζει αλάτι.
Το δέρμα μου μυρίζει αντηλιακό κι ας μην έχω βάλει καθόλου.
Το μυαλό μου είναι καθαρό και ξεκούραστο κι ας αισθάνομαι το σώμα μου βαρύ και καταπονημένο κι ανυπόμονο να πέσει με αναστεναγμούς ευχαρίστησης και να κουρνιάσει στο κρεββάτι του, μέχρι το ξημέρωμα.
Summertime and the living is easy.
Το είπε ως και η Janis.
Τα καλοκαίρια, κάθε μέρα που φεύγει, είναι κι ένας λόγος παραπάνω για να ζω.
Καλή εβδομάδα σε σένα και καλή αρχή στη Μ.
Διότι τα καλά μπορεί να είναι ήδη εδώ.
One of these mornin's you gonna rise up singin'
Spread your wings and you'll take the sky...
posted by mindstripper @ 6/19/2006 01:58:00 pm
| |
Wednesday, June 14, 2006
Γιαννακίδης!
Και τώρα που κέρδισα την αμέριστη προσοχή σου, κάνε μου το χατήρι σε θερμοπαρακαλώ και χτύπα
εδώ, γιατί η
Κατερίνα το παλεύει για όλους μας. Το είδα μόλις πριν λίγο από τη φίλη μου τη
Χουανίτα.
Κράτα με να σε κρατώ ρε μπλόγκερ. (Χ)άιντε...
UPDATE: Στείλε ένα
email για την κίνηση πάρκου Ριζάρη.
posted by mindstripper @ 6/14/2006 06:11:00 pm
| |
Sunday, June 11, 2006
Διαμάντια
Ρούχα χρωματιστά και μπουγάδες λευκές στις ταράτσες.
Τέντες που πιτσιλούν το γκρίζο ψηφιδωτό της πόλης: κίτρινες ξεθωριασμένες, σκούρες μπλε, ξεβαμμένες γαλάζιες, πορτοκαλί, κόκκινες, εκρού και σέπια, πράσινες λαχανί κι άλλες, πιο σκούρες και σοβαρές, μπορντώ και κυπαρισσί.
Έχεις προσέξει, πως μία συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, οι ηλιακοί θερμοσίφωνες λαμπυρίζουν κάτω από τον ήλιο σαν μικρά διαμαντάκια διάσπαρτα μέσα σε μία άμορφη μάζα σκουπιδαριού;
Μη με ρωτήσεις ποιά είναι αυτή η ώρα, το κόλπο είναι να την ανακαλύψεις μόνος σου.
It's a kind of magic, ακόμα κι αν για να φτάσεις εκεί έχεις περάσει μέσα από τα ορυχεία της Μόρια.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βασική προϋπόθεση είναι όντως να έχεις περάσει μέσα από τα ορυχεία της Μόρια.
Κι έπειτα, όταν έρθει εκείνη η ώρα της αποκάλυψης, αυτή η μάζα παύει να είναι τιποτένια, γίνεται ένα -σχεδόν- γοητευτικό abstract έργο τέχνης, μία σύνθεση σίγουρα μοντέρνα και ενδιαφέρουσα, ακόμα κι αν όλα αυτά τα διαμαντάκια που είναι καρφωμένα πάνω της είναι τελικά φο.
Είναι κάτι μέρες σαν την σημερινή που αυτή η μάζα εκπέμπει vibes καλλιτεχνήματος. Μισοκλείνω τα μάτια, ακουμπάω στην πλάτη της καρέκλας μου και την χαζεύω κρυφο-χαμογελώντας, με την ξιπασμένη σχεδόν περηφάνεια ενός δημιουργού, που άλλες φορές καμαρώνει το έργο του, κι άλλες ρίχνει από πάνω του ένα κομμάτι μαύρο πανί γιατί δεν αντέχει να βλέπει την ασκήμια της ψυχής του σε κοινή θέα.
Οι Massive την Παρασκευή το βράδυ δεν ήταν αυτό που ακριβώς περιμέναμε. Ακούγοντας όμως τη συγκεκριμένη εκτέλεση του Inertia Creeps, λυπόμουν τους τύπους και τις τύπισσες που περνούσαν δίπλα μας τρεκλίζοντας. Ο οργασμός της ουσίας μέσα τους κατασπάραξε έναν οργασμό απείρως πιο οργισμένο και αχόρταγο και λυτρωτικό than that. Φο τα διαμαντάκια τα δικά τους, θα πέσουν και θα τα πάρει ο σκουπιδιάρης φεύγοντας, με την πρώτη-πρώτη διαλογή. Αλλά πάλι, ποτέ δεν ξέρεις, ίσως απλά να μην έχουν βρει κι αυτά τα παιδιά την ώρα εκείνη...
Και μην πάθεις τίποτα από το απότομο γύρισμα τώρα, αλλά μάζα είναι αυτή και ο όγκος της είναι τεράστιος, με διαφορετικές πυκνότητες και ποικίλα συστατικά ανά περιοχή, γι αυτό και θα μιλήσω για το επόμενο που θέλω πολύ να μιλήσω.
Για τον Θέμη τον Αδαμαντίδη δηλαδή.
Που χθες βράδυ, ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα κι ακόμα περισσότερα. Το δικό του το διαμαντάκι, όσο μέσα στη μάζα κι αν χωθεί, δε θα σταματήσει να λαμπυρίζει. Γιατί δεν είναι φο, άλλο αν είναι χιλιοχτυπημένο και γραντζουνισμένο απ' όλες τις μεριές. Ρισπέκτ για ένα Αλίμονο που γέμισε την ψυχή μου πάλι με αίματα. Ρισπέκτ και στον τύπο στο διπλανό τραπέζι, που πήρε το χέρι μου, άνοιξε τη χούφτα μου με τον τρόπο που κάνουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά για να τους δώσουν το χαρτζηλίκι τους, κι έβαλε μέσα ένα γαρύφαλλο την ώρα που έφευγε με την παρέα του. Διαμάντι αληθινό και δαύτος.
Κοπελιά, εσύ που γύριζες με το τελευταίο τρένο προς Κηφισιά από τους Massive, δεν ξέρω ποιά είσαι και δεν άκουσα και τί έλεγες με την παρέα σου, αλλά είναι φοβερό μέσα σε ένα ολόκληρο βαγόνι τιγκαρισμένο από κόσμο, να ακούω* ξαφνικά το όνομα "μάιντστρίπερ" loud and clear και να ψάχνω -μάταια- να βρω πού ακριβώς βρίσκεσαι εσύ, η πηγή της αναφοράς αυτού, μέσα στο μπούγιο. Αν το διαβάσεις ετούτο, νά 'σαι καλά. Γιατί αυτό κι αν ήταν διαμαντάκι αληθινό που είχα την τύχη να μου χαριστεί τυχαία και απροσδόκητα.
Αυτή η μάζα είναι πολύ μικρή τελικά...
*last but not least: ρισπέκτ στην μαντάμ archive και τα σούπερ βιονικά αυτιά της
posted by mindstripper @ 6/11/2006 03:54:00 pm
| |
Friday, June 09, 2006
Life
Choose life. Choose a job. Choose a career. Choose a family. Choose a fucking big television, Choose washing machines, cars, compact disc players, and electrical tin openers. Choose good health, low cholesterol and dental insurance. Choose fixed- interest mortgage repayments. Choose a starter home. Choose your friends. Choose leisure wear and matching luggage. Choose a three piece suite on hire purchase in a range of fucking fabrics. Choose DIY and wondering who you are on a Sunday morning. Choose sitting on that couch watching mind-numbing sprit- crushing game shows, stuffing fucking junk food into your mouth. Choose rotting away at the end of it all, pishing you last in a miserable home, nothing more than an embarrassment to the selfish, fucked-up brats you have spawned to replace yourself. Choose your future. Choose life... But why would I want to do a thing like that?
Διάλεξε και πάρε ρε φίλε.
Επειδή η αποψινή νύχτα είχε πολλά να μου πει και να μου θυμήσει.
NiO, (και) δικό σου.
posted by mindstripper @ 6/09/2006 05:27:00 am
| |
Tuesday, June 06, 2006
Δε μπορώ
Όπου κι αν βρεθώ, ότι και να δω, ότι κι αν ακούσω, ο νους μου αυτές τις μέρες είναι συνέχεια σ' αυτή τη μάνα.
Πόσα
γιατί μπορεί να χωρέσει ένας ανθρώπινος νους;
posted by mindstripper @ 6/06/2006 05:03:00 pm
Saturday, June 03, 2006
Μικροί άνθρωποι
4 η ώρα το πρωί, γυρίζω το κλειδί στην πόρτα.
Ηλεκτροφόρα καταιγίδα το μυαλό μου, αλλά ετούτα τα τελευταία βράδυα, έχω συνάψει ένα περίεργο είδος ανακωχής μαζί του.
Κατάλαβα ότι μ' αγαπάει, γι αυτό με παιδεύει.
Πράγμα που δεν ισχύει πάντα από πλευράς μου.
Εξού και η ανακωχή.
Έχω μάθει ότι είναι το πλέον πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο και στη ζωή, να κρίνω και να κατακρίνω ανθρώπους και καταστάσεις. Είναι ακόμα πιο εύκολο να φέρω την αφεντομουτσουνάρα μου σε πρώτο πλάνο (κοντινό εννοείται) και να δηλώσω με στόμφο:
"Εγώ ποτέ μου δεν έχω..."
ή
"Εγώ ποτέ μου δεν θα..."
Κι επειδή εγώ η ίδια που τα γράφω ετούτη τη στιγμή, γνωρίζω πολύ καλά πόσο άνθρωπος παρορμητικός και ενθουσιώδης και κάργα χύμα μπορώ να είμαι, κι επειδή εγώ η ίδια πάνω από οποιονδήποτε άλλον έχω χρησιμοποιήσει (κι ακόμα χρησιμοποιώ μερικές φορές) τις παραπάνω δηλώσεις στη ζωή μου... γι αυτόν ακριβώς το λόγο θα γράψω ότι όλα αυτά είναι μία στοίβα από βλακείες και αναιρέσεις. Αναιρέσεις, ναι. Γιατί με την ίδια ευκολία που βάζω σε λειτουργία την επικόλληση μίας ταμπέλας συνειδητά ή ασυνείδητα (δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), με την ίδια ευκολία θα ανακαλέσω όταν έρχεται εκείνη η ώρα που η απόδειξη του αντιθέτου έρχεται να καγχάσει μπροστά στα μούτρα μου. Αυτό λοιπόν το quality της αναίρεσης ή της αναθεώρησης, όπως θέλεις πες το, άλλοι μου έχουν πει ότι είναι καλό χαρακτηριστικό, εμένα πάλι μου φαίνεται για τρομαχτικά ηλίθιο, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου, άλλωστε οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι που το έχουν φάει με το πέρασμα των χρόνων στη μάπα, θα συμφωνήσουν κατηγορηματικά με το δεύτερο, και έτσι με τελικό σκορ το 0-1, we will live happily ever after, το μυαλό μου κι εγώ. Σε τούτο το σημείο και για κανέναν συγκεκριμένο λόγο (εκτός ίσως του ότι το όλο concept ήταν ένα συνολάκι που φοριόταν τότε πολύ από την αφεντομουτσουνάρα μου κατά τον τρόπο που ανέλυσα πιο πάνω), θέλω να εξομολογηθώ ότι πάντα πίστευα πως οι μανιακοί-καταθλιπτικοί έχουν τόνους περισσότερη αυτογνωσία από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Κι αν κάνω λάθος (που θα κάνω) εδώ είμαι ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσω.
Πριν να φύγω για τις διακοπές μου, είχα περάσει μία μίνι φρίκη. Ο κόσμος όλος μου φαινόταν φτιαγμένος από ανθρωπάκια σαν και μένα που ποτέ δεν επρόκειτο να... και ποτέ δεν έκαναν το... αλλά τί ωραία που θα ήταν να μπορούσαν να κάνουν εκείνο το έτσι ρε παιδί μου... ξέρεις... το αυτό, εκείνο που για τον καθένα είναι το κερασάκι στην τούρτα του, βασικά το κερασάκι στο ολόγραμμα της τούρτας που δεν θα δει ποτέ ζωντανή και λαχταριστή να σπαρταράει και να του δίνεται εκεί μπροστά του, φρέσκια και φουσκωμένη και μυρωδάτη στο πιάτο.
Γυρνώντας στο καμίνι της ΑΘήνας, έγινε για άλλη μία φορά ένα μικρό, πολύ μικρό πράγμα που μου υπενθύμισε πόσο τεράστια χαώδης και θαυματουργή είναι μερικές φορές αυτή η "μικρότητα" της ζωής, και πόσο ηλίθια είμαι κι εγώ που κάτι στιγμές όπως αυτές προ διακοπών, τολμώ να την αμφισβητώ και να την κοιτάζω με μισό μάτι.
Την πολύ ωραία κι αποπνικτική πρωία της περασμένης Τετάρτης, πήρα αγκαζέ το μπουκαλάκι με το νερό μου και ξεκίνησα να πάω στα κεντρικά γραφεία του Κρατικού Λαχείου στο κέντρο της Αθήνας. Σκοπός η παραλαβή ενός μικροποσού για λογαριασμό του πατέρα μου. Τού 'φεξε στα εβδομήντα πέντε του παρακαλώ - κάλλιο αργά παρά ποτέ λέει, και μην πεις κουβέντα. Παλιό κτίριο, τεράστιες αίθουσες, μεγάλοι διάδρομοι και η ψυχολογία μου, ανάλαφρη πεταλούδα που χόρευε από πάνω τους ακατάπαυστα, καθώς τα χρήματα αυτά ήρθαν σε μία περίοδο σχετικά δύσκολη για τους δικούς μου. Περιμένοντας στο Ταμείο, άκουσα την καθαρίστρια να μιλάει χαμηλόφωνα στην συμπαθέστατη κυρία που δούλευε πίσω από τον πάγκο (η οποία μου θύμιζε πάρα πολύ εκείνη την κυρία που δούλευε στο αγαπημένο μου τοστάδικο στην Πλατεία Ναυαρίνου εν έτει 1985) και να της λέει μ' ένα παράπονο γλυκό:
"Αχ και δεν μού 'κατσε εκείνο το τρίδυμο, κι ο μικρός περιμένει πώς και πώς να του πάρω καινούργιο αυτοκίνητο..."
Χαμογέλασα. Καλύτερα να μου πεις να παίξω ένα Στοίχημα στο Μουντιάλ που έρχεται παρά να αγοράσω Λαχείο. Για πότε στήθηκε η ψιλο-κουβέντα δεν το κατάλαβα να σου πω την αλήθεια. Ε, έτσι είναι κιόλας αυτά τα μικρά τα πράγματα. Δεν τα καταλαβαίνεις για πότε έρχονται. Ούτε για πότε φεύγουν. Την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί έτσι απλά. Και ίσως ξεχαστούν ολοκληρωτικά και δια παντός, ίσως πάλι και να έρθει η στιγμή που θα τα θυμηθείς, όπως θυμηθηκα κι εγώ εκείνη την ημέρα κατά έναν μαγικό τρόπο, την κυρία από το τοστάδικο στη Θεσσαλονίκη.
"Δουλειά κι αυτή η δική σας όμως, ε;", δεν κρατήθηκα και το ξεστόμισα, με τον ίδιο τρόπο που θα το είχαν ξεστομίσει κατά πως φανταζόμουν κι ένα σωρό άλλοι μικροί-μικροί άνθρωποι πριν από μένα, εκεί στην ίδια θέση, στο ίδιο Ταμείο, στην ίδια κυρία.
"Ποιά;..." μου χαμογελά αχνά.
"Αυτό που κάνετε, που μοιράζετε λεφτά στον κόσμο."
"Α, κορίτσι μου", κουνά ζωηρά το κεφάλι της "να σου πω... δεν είναι αυτό. Εμείς χαιρόμαστε να τα δίνουμε στους ανθρώπους που τα κερδίζουν. Αλλά ξέρεις τι;"
"Τί;" συνοφρυώνομαι.
"Εκείνο που χαιρόμαστε πιο πολύ απ' όλα, είναι να τα δίνουμε σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη πραγματικά. Τους βλέπουμε που χαίρονται και χαιρόμαστε κι εμείς μαζί τους", λέει κοιτάζοντας μία συνάδελφό της παραδίπλα που χαμογελούσε κουνώντας με έμφαση το κεφάλι της.
Και συμπληρώνει:
"Ξέρεις πόσοι είναι που κερδίζουν πολλά λεφτά, διακόσιες και τριακόσιες χιλιάδες, και δεν σκάει καν το χειλάκι τους; Γκρίνια και παράπονα, ναι. Μη με κοιτάς έτσι, άκου με που σου λέω, είναι πολλοί, δεν είναι λίγοι, εδώ δουλεύω τόσα χρόνια..."
Οι κουβέντες αυτές με προσγείωσαν με έναν τρόπο σχεδόν δοξαστικό.
Ένας μικρός άνθρωπος είμαι, ναι.
Ίσως και ανθρωπάκι.
Όπως κι όλοι αυτοί οι χιλιάδες με τους οποίους διασταυρώνομαι καθημερινά στους δρόμους, στη δουλειά, στη γειτονιά, στη διασκέδασή μου.
Χωρίς εμένα, η ζωή θα συνεχιστεί.
Και χωρίς όλους αυτούς, και πάλι η ζωή θα συνεχιζόταν.
Αλλά όμως χωρίς όλους μαζί και χωρίς τον καθένα ξεχωριστά, τίποτα δεν θα στεκόταν, τίποτα δεν θα έμενε πίσω.
Δεν θα υπήρχαν οι στιγμές.
Δεν θα υπήρχε καμμία κληρονομιά.
Και το χειρότερο απ' όλα, δεν θα υπήρχε καμμία κυρία που δούλευε κάποτε σε εκείνο το μικρό τοστάδικο στην Πλατεία Ναυαρίνου...
Για τον Άρη και τη Νατάσα.
Για τον κύριο Τ., που από τότε που οι γιατροί του είπαν να κόψει το φαϊ και το πιοτό έχει μαραζώσει, και κάθε που τον βλέπω μαραζώνω κι εγώ.
Για την Μ. που επέστρεψε με τρόπο θριαμβευτικό και είναι πλέον ένας από τους πολύ δυνατούς ανθρώπους που έχω την τιμή να γνωρίζω.
Για το χαμόγελο και το βλέμμα του Π. την ώρα που του εξηγούσα τον λόγο για τον οποίον το φυστικί χρώμα μ' αρέσει περισσότερο από το πράσινο.
Για τα φώτα της Αθήνας όπως τρεμοσβήνουν από μακρυά μέσα στη νύχτα.
Για την Γουίτνεϊ που ακούω τώρα να τραγουδάει στο ραδιόφωνο.
Για σένα και για μένα μαζί, έτσι μικροί όπως είμαστε και θα παραμείνουμε.
Because the greatest love of all
Is happening to me
I found the greatest love of all
Inside of me
The greatest love of all
Is easy to achieve
Learning to love yourself
It is the greatest love of all
posted by mindstripper @ 6/03/2006 02:01:00 am
| |
Friday, June 02, 2006
Ένα φιλαράκι...
...και
Ταλαίπωρος Έλληνας, εγκαταστάθηκε από σήμερα στη γειτονιά μας.
Κι έχει να σου πει πολλά...
εκ των έσω.
posted by mindstripper @ 6/02/2006 03:34:00 pm
| |