@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Tuesday, June 20, 2023

Η Helen και οι Ελληνάρες

Εκείνα τα πρώτα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία, διδάχτηκα αρκετά πράγματα.

Διδάχτηκα να μην ασχολούμαι όταν ένα ζευγάρι gay στο δρόμο ερωτοτροπούσε, με τον ίδιο τρόπο που δεν θα ασχολιόμουν αν το ίδιο ζευγάρι ήταν straight, ή όταν ένας άντρας φορούσε κολάν ή κάλτσα με πέδιλο, ή όταν μία γυναίκα φορούσε ένα τοπ που περισσότερο έφερνε σε σουτιεν παρά σε μπλούζα, ή όταν ένας παχουλός άνθρωπος κυκλοφορούσε με εφαρμοστά ρούχα που αποκάλυπταν δίπλες, στομάχια και οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος τέλος πάντων. Αυτό δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη. Έγινε μετά από ένα ζύμωμα με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμουν την καθημερινότητά μου. Έγινε σε ένα σπίτι όπου συγκατοικούσα με την Emily που είχε σχέση με την Isabel, με την Nadine, μια κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα που έγινε κολλητή μου και κατά καιρούς έφερνε διαφορετικό άντρα στο δωμάτιό της κάθε εβδομάδα, με την Sarah που ήταν η κλασσική περίπτωση κρυψίνου και αποστασιοποιημένου ανθρώπου από όλους εμάς τους υπόλοιπους και με τον Dave, ένα ξανθό όμορφο παλικαράκι από την Ουαλία που κατά κύριο λόγο άραζε στο δωμάτιό του, έπαιζε κιθάρα και άκουγε Blur και Nirvana. Στο Πανεπιστήμιο έκανα παρέα με τον Chris που είχε κάνει piercing παντού σε σώμα και σε πρόσωπο και με τον Iain, έναν hardcore δυσλεκτικό ιδιοφυή Σκωτσέζο ο οποίος αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι η δυσλεξία του τον έκανε ενίοτε έως και να σταματάει μαχαίρι την προφορική του επικοινωνία και να καρφώνει το βλέμμα του στο πάτωμα παλεύοντας να ξαναβρεί τον λόγο του, ήταν ο μοναδικός που αρίστευσε στο μεταπτυχιακό και ξεπέρασε όλους εμάς τους διαβαστερούς "κανονικούς" υπόλοιπους. Δεν είχα καταλάβει αρχικά πόσο τυχερή ήμουν και πόσο όλοι αυτοί οι άνθρωποι συντέλεσαν στη σύνθλιψη τόσων στεροτύπων που κουβαλούσα μέσα μου. Άρχισα να το κατανοώ όταν κάποια στιγμή ήρθα κάπως πιο κοντά με την κοινότητα των Ελλήνων φοιτητών, όταν τους άκουγα να κοροϊδεύουν (στη μητρική τους γλώσσα πάντα) τους gay, τους κακοντυμένους και προχειροντυμένους, τις προκλητικά ντυμένες ή απροκάπυπτα ημίγυμνες Αγγλίδες, τους χοντρούς, τους ψηλούς, τους κοντούς, τους Κινέζους, τους Ινδούς, τους μαύρους, τις γκόμενες με full body tattoos, αυτούς με τα πράσινα μαλλιά κι εκείνους με τις τζίβες. Σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον όπως ένα Αγγλικό πανεπιστήμιο μπορώ με με δύο λέξεις να σου περιγράψω πόσοι ανήκαν στις παραπάνω κατηγορίες: σχεδόν όλοι. Και αν υποθέσουμε ότι εγώ δεν ανήκα σε καμμία από τις παραπάνω κατηγορίες, ανήκαν σε αυτές άνθρωποι που έκανα παρέα.

Σύντομα απομακρύνθηκα από την πλειοψηφία της Ελληνικής συνοικίας των ηλιθίων. Από το να κάθομαι μαζί τους και να δαχτυλοδείχνω όλους τους "διαφορετικούς" που μας περιστοίχιζαν, προτίμησα να κάνω παρέα με τους τελευταίους γιατί είχα να συζητήσω χίλια μύρια πράγματα μαζί τους για μουσική, για διασκέδαση, για βιώματα και εμπειρίες, για την ίδια τη διαφορετικότητα που μας χώριζε και που παράλληλα μας έφερνε τόσο κοντά προσπαθώντας να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον. Μικρή διόρθωση. Δεν προσπαθούσαμε απλά. Θέλαμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον.

Έτσι ήτανε τα πρώτα μου χρόνια στην Αγγλία. Τα χρόνια των 90s και της φοιτητικής ζωής. Όταν αυτά τελείωσαν, μάζεψα τα μπογαλάκια μου και επέστρεψα στη γενέτειρα χώρα μου, πολύ διαφορετική απ' ότι είχα φύγει. Βρήκα δουλειά, έπιασα δικό μου σπίτι, ο κύκλος των φίλων μου μεγάλωσε, μερικοί με έλεγαν τρελή, άλλοι συναισθηματική, άλλοι υπερβολικά σοβαρή, άλλοι ζεν. Η ζύμωση με τους ανθρώπους συνέχισε, μόνο που αυτή τη φορά η στάση μου ήταν περισσότερο αμυντική παρά χαρμόσυνη και δεκτική. Άρχισα να προστατεύω ασυνείδητα την διαφορετικότητα που έτσι κι αλλιώς με συνόδευε από τα παιδικά μου χρόνια. Άρχισα να την προστατεύω σαν κόρη οφθαλμού επειδή πλέον την είχα αντιληφθεί. Μαζί με αυτήν, ξεκίνησα να θωρακίζω και την γυναικεία μου ταυτότητα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά αισθανόμουν σαν συνεχής στόχος. Όλα αυτά τα "πρέπει" που με περιστοίχιζαν από μικρή σε κοινωνικό πλαίσιο και τα οποία αποτίναξα από επάνω μου πηγαίνοντας στην Αγγλία, άρχισαν να σχηματοποιούνται ως γελοίες συνθήκες και να απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη ως άχρηστα και κατευθυντικά πρότυπα στην πορεία μου πλέον ως γυναίκα, όντας στο ίδιο απαράλλαχτο κοινωνικό πλαίσιο. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη μέρα.

Πέρασαν 14 χρόνια. Κάποτε αποφάσισα να επιστρέψω στην Αγγλία, αυτή τη φορά με σκοπό να μην ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Ήμουν θυμωμένη και απογοητευμένη με πολλά πράγματα εδώ, με το σύστημα, τους ανθρώπους, την οικογένεια μου, ακόμη και τους φίλους μου. Είχα ακόμη πολλά να μάθω. Νόμιζα ότι το φευγιό θα ήταν η σωτηρία μου. Αλλά και αυτό είναι θέμα για άλλη μέρα.

Η δουλειά στην Αγγλία ήταν ένα οικτρό εργασιακό περιβάλλον, όσον αυτό αφορά στο εργασιακό καθεστώς. Υπήρχαν αυστηροί κανόνες ένδυσης και συμπεριφοράς. Απαγορευόταν να μιλάμε στον διπλανό μας για χρονικό διάστημα άνω των 5 λεπτών. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, ερχόταν χαμογελαστός ένας πανύψηλος υπέρβαρος κοκκινωπός κύριος, ο Paul, και μας ρώταγε: "Μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;" Το ωράριο επίσης αυστηρό. Ο καθένας μας χτύπαγε την κάρτα του και αν τύχαινε και αργοπορούσε 5 λεπτά, θα τα αναπλήρωνε στο τέλος της ημέρας, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι θα έχανε το λεωφορείο για το σπίτι του. Δίπλα μου καθόταν ο Mark, που ήταν 8 χρόνια μικρότερός μου και άμεσος συνεργάτης μου καθημερινά. Ο Mark ήταν ένα πάρα πολύ συνεσταλμένο παιδί, που όταν έριχνε τις παρωπίδες του αποκάλυπτε ένα εκπληκτικό χιούμορ που είχα το προνόμιο να απολαύσω όλο εκείνο το διάστημα που δουλέψαμε μαζί. Πιο πίσω δούλευε η Helen, κλασσική Αγγλίδα single mother της οποίας η αίσθηση του χιούμορ περιλάμβανε εκείνη να γελάει με τα αστεία της περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους (ή και χωρίς αυτούς). Και ήταν κι άλλοι. Ο John, ο Alan, η Linda, ο Thom, η Jacquie.  Κάθε μεσημέρι είχαμε 15 λεπτά ελεύθερα να πάμε στην κουζίνα και να φάμε το φαγητό μας, εκτός από τις Παρασκευές, που τα 15 λεπτά γίνονταν 30. Έτσι κάθε Παρασκευή, όταν η ώρα έφτανε 1 το μεσημέρι, κουτρουβαλούσαμε 7 άτομα στο τζιπ του Dave και πηγαίναμε στην κοντινή (και μοναδική) pub της περιοχής, αφού πρώτα είχαμε παραγγείλει τηλεφωνικά.

Ήταν μία δουλειά που, παρ' ότι αγάπησα πολλούς από τους ανθρώπους της, τις συνθήκες της δεν θα τις συνιστούσα ποτέ σε κανέναν, ακόμα και σε εχθρό μου. Όμως έμαθα τόσα πολλά, μα τόσα πάρα πολλά, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα έναν χρόνο μετά, έπιασα ξανά δουλειά χωρίς να προλάβω να ψάξω καν, με τον διπλάσιο μισθό που είχα πριν. Οι γνώσεις και η αυτοπεποίθηση μου είχαν εκτοξευτεί στους ουρανούς. Ένας ήταν πάντα ο τρόπος μου να αντιμετωπίζω τις αναποδιές και τη μιζέρια που μου παρουσιάζονταν όταν φυσικά δεν μπορούσα να τα αποφύγω: να διοχετεύω όλο μου το πείσμα και την προσοχή σε κάτι που αγαπώ. Κι ευτυχώς, ανάμεσα στα τόσα που αγαπάω σε τούτη τη ζωή, ήταν και είναι η δουλειά μου.

Μικρή συμβουλή. Σε όποιο σκότος και να έχεις πέσει, αν κάνεις κάτι που αγαπάς, το μόνο που θα αναβλύζει από μέσα σου είναι δημιουργία, θετική ενέργεια, ζωή. Αυτά θα χτίσουν γύρω σου τον προσωπικό σου τοίχο σωτηρίας. Αυτόν που θα έρθει η ώρα και θα υπερπηδήσεις, όταν βάλεις ρότα για πιο χαμογελαστές μέρες.

Ένα μεσημέρι που καθόμασταν στην κουζίνα και τρώγαμε, οι συνάδελφοι άρχισαν να συζητούν για την αύξηση του κόστους ζωής και την μηδενική αύξηση στους μισθούς. Άκουγα ένα βουητό από διαμαρτυρίες και ώρες σαν κι αυτήν, εκνευριζόμουν που δεν μπορούσα να συμμετάσχω και να ρίξω ένα μπινελίκι στα Αγγλικά με τον ίδιο τρόπο που θα το έριχνα στα Ελληνικά. Οπότε συνέχισα να τρώω, μέχρι την ώρα που ακούστηκε το σχόλιο της Helen, βροντόφωνο και καθαρό, πάνω από όλη την υπόλοιπη μουρμούρα: "Και πώς να αυξηθούν οι μισθοί με όλους τους μετανάστες που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας με τα μισά λεφτά;" Η ξαφνική σιωπή που απλώθηκε, ήταν σαν ένα τεράστιο μαχαίρι που πετσόκοψε τον αέρα πάνω από τα κεφάλια μας σε εκατομμύρια κομάτια. Σταμάτησα να τρώω αλλά δεν κούνησα το κεφάλι μου ούτε χιλιοστό. Το σώμα μου παρέμεινε στην ίδια καμπουριαστή στάση πάνω από το φαγητό μου. Για πρώτη φορά, σε μία χώρα που αγαπούσα (και συνεχίζω να αγαπώ), ένιωσα παρείσακτη. Κι εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη ότι όλα τα μάτια στο τραπέζι είχαν στραφεί προς εμένα. Άκουσα τον Mark να λέει βιαστικά ένα αστείο που ο εγκέφαλός μου αρνιόταν να επεξεργαστεί. Ύστερα πετάχτηκε ο John και ρώτησε αν θέλει κανένας τσάι πριν επιστρέψουμε στις θέσεις μας. Ο Thom άρχισε να μιλάει για ποδόσφαιρο και η μουρμούρα αποκαταστάθηκε. Εγώ σηκώθηκα και γύρισα στη θέση μου.

Όταν ο Mark γύρισε κι έκατσε στην θέση του δίπλα μου, στράφηκε κατευθείαν προς εμένα και ζήτησε συγνώμη. Τον ρώτησα γιατί μου ζητάει συγνώμη, αφού δεν ήταν αυτός που μίλησε κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Μου είπε "Λυπάμαι για λογαριασμό της. Να ξέρεις ότι οι υπόλοιποι εδώ δεν σκεφτόμαστε έτσι." Του είπα "Αν είμασταν στην Ελλάδα και όχι στα έγκατα της κόλασης θα σε έπαιρνα αγκαλιά τώρα, παρ΄ οτι ξέρω ότι δεν σου αρέσει." Bάλαμε και οι δύο τα γέλια, γιατί ο Mark, σαν γνήσιος Άγγλος και επιπρόσθετα υπερβολικά ντροπαλός, αισθανόταν απίστευτα άβολα αν καμμιά φορά μιλώντας του, ξεχνιόμουν κι έβαζα το χέρι μου επάνω τον ώμο του. Η συγκίνησή μου μεγάλωσε όταν στις επόμενες ώρες ήρθαν όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι που ήταν παρόντες στο τραπέζι να μου πουν το ίδιο πράγμα με τον Mark.

Η Helen δεν ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη ποτέ. Ξέρω ότι δεν το έκανε από κακία ή από καμμιά φυλετική ή ρατσιστική άποψη. Το έκανε γιατί θεώρησε ότι δεν είχε πει κάτι λάθος. Άλλωστε η ίδια, ως λευκή single mother, δούλευε για να μεγαλώσει τον James, ένα πανέμορφο μελαμψό αγοράκι που είχε Νιγηριανό πατέρα. Η Helen είπε τη σκέψη της δυνατά, μία σκέψη χωρίς φίλτρο, επειδή μέχρι εκεί έφτανε το IQ της, επειδή αυτό της έλεγε η τηλεόρασή της, επειδή αυτό μπορεί να της έλεγε η μάνα της κι ο πατέρας της και οι φιλενάδες της. Η Helen ήταν σαν τους Έλληνες που κάθονταν στο τραπέζι της καφετέριας του Πανεπιστημίου, κορόιδευαν και κατέκριναν τους gay επειδή ήταν ανώμαλοι, τους Άγγλους επειδή ήταν σφιχτοκώληδες, τους Κινέζους επειδή ήταν σχιστομάτηδες και τους χοντρούς επειδή έτρωγαν και ντύνονταν όσο και όπως γούσταραν αυτοί.

Εγώ παρέα με την Helen δεν έκανα, όπως δεν έκανα και με εκείνους τους Ελληνάρες. Όμως εγώ είχα επιλογές. Εμένα μου δόθηκε δουλειά. Είχα να πληρώνω τους λογαριασμούς και το φαγητό μου. Μπορούσα να επιλέξω το σπίτι στο οποίο έμενα. Είχα το διαβατήριο μου για να επιστρέφω στην πατρίδα μου να βλέπω την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Μπορεί να ήμουν εργατική μετανάστρια, αλλά ήμουν κυρία του εαυτού μου. Στη χώρα μου δεν γινόταν πόλεμος. Παιδιά δεν είχα για να τα βλέπω κάθε μέρα να μου λιώνουν και να μην έχουνε να φάνε. Κι άμα τα έβρισκα σκούρα ε, θα έπαιρνα τα μπογαλάκια μου και θα πήγαινα νόμιμα και χωρίς οριογραμμές όπου κι αν ήθελα να πάω. Επειδή δεν είχα υποχρεώσεις κι επειδή μπορούσα να το κάνω.

Η Helen όλα αυτά δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ, επειδή ποτέ της δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να φύγει από το σπίτι της, τη χώρα της, το παιδί της. H Helen γεννήθηκε στην Αγγλία, δεν γεννήθηκε στη Συρία, ούτε την Αίγυπτο, ούτε το Ιράν ή το Πακιστάν. Κι αν η Helen πάει ποτέ κανένα ταξιδάκι αναψυχής σε οποιοδήποτε μέρος στην υφήλιο, ούτε που θα περάσει ποτέ από το μυαλό της να μιλήσουν αυτή ή το παιδί της σε άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική τους. Η Helen δεν είναι κακιά. Είναι όμως αδιάφορη. Είναι βολεμένη. Είναι ασφαλής. Είναι εντός έδρας.

Η Helen είναι Ελληνάρας.

Δεν πιστεύω σε Θεούς και διαβόλους. Πολλά βράδυα όμως πριν πάω για ύπνο, είτε η μέρα μου υπήρξε δύσκολη είτε από αυτές τις ήσυχες, γελαστές, με φίλους και μπύρες, ένα πράγμα περνάει από το μυαλό μου κάπως σαν προσευχή: να μην ξεχαστώ ποτέ και καμμιά μέρα που ξυπνήσω, έχω γίνει μία Helen.

posted by mindstripper @ 6/20/2023 12:52:00 am  | 1 Comments |