Αλλά νά 'μαστε καλά, να γελάμε και λιγάκι μωρέ. Ή να γελάμε και πολύ. Ανάλογα με τη μέρα που ξημερώνει. Γιατί δε γίνεται ρε φιλαράκι να κλαίμε και κάθε μέρα. Ε, όχι, δε γίνεται...
Σήμερα το πρωί έστειλα ένα e-mail σε φίλους και γνωστούς με τον τίτλο "Όπως στρώσαμε θα κοιμηθούμε". Το mail περιείχε ένα link σε αυτό εδώ το άρθρο που ξεχώρισα στα tweets του αγαπητού theskyetc. Από εκείνη την ώρα έχω μιλήσει με πολλούς, κυρίως για το ποιοί είναι οι Γερμανοί που θα γυρίσουν να το παίξουν μάγκες και σωτήρες του έθνους μας, όπως επίσης και για το αν άσχετα με αυτό, το συγκεκριμένο άρθρο λέει όντως αλήθειες για εμάς και την κατάντια μας - ναι ή όχι. Μερικές συζητήσεις/διαφωνίες/συμφωνίες ήταν η ερμηνεία του δημιουργικού διαλόγου, από τις κουβέντες που χαίρεσαι να κάνεις με σκεπτόμενους ανθρώπους. Μερικές άλλες, τις έχω ήδη ξεχάσει, λόγω ποιοτικής διαχείρισης χρόνου, όπως έχει πει και μία καλή διαδικτυακή φίλη.
Πριν λίγη ώρα έλαβα ένα e-mail, από μία φίλη μπλόγκερ που είχα τη χαρά να γνωρίσω κι από κοντά πριν λίγους μήνες και που έχει φύγει για προσωπικές της δουλειές στο εξωτερικό, σε χώρα της Μεσογείου. Δεν θα πω το όνομά της, θα σεβαστώ την πιθανή επιθυμία που μπορεί να έχει να μην εκτεθεί εδώ, καθώς είμαι αυτή τη στιγμή στη φούρια μου και απλά πρέπει να γράψω αυτό εδώ το ποστ. Θα ήθελα αυτό το e-mail, να το αποτυπώσω σε ετούτο το μπλογκ ακριβώς όπως μου εστάλει, χωρίς να αλλάξω ούτε μία τελεία, ούτε ένα κόμμα επάνω του.
Άστα ρε Εύη...
Προχθές, την ώρα του φαγητού στη δουλειά γυρνάει ένας συνάδελφος και μου λέει "Στις ειδήσεις λένε πως για πολλά χρόνια κοροιδεύατε την ΕΕ και τρώγατε τα λεφτά των άλλων μια χαρά. Τώρα χρωστάτε όσο κανένα άλλο μέλος"... Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν κι ένιωσα ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί. Του είπα ότι δε μου κάνει εντύπωση, ότι έτσι είναι, προσπαθώντας να φανώ ήρεμη και cool, ενώ ένιωθα τόση ντροπή...
Εδώ που είμαι έχω ακούσει ένα σωρό ειρωνίες για το πως βγήκε η δημοκρατία από μια χώρα σαν την Ελλάδα, για τους Έλληνες και την νοοτροπία τους. Αλλά έχω σταματήσει καιρό τώρα να προσθέτω σ' αυτές τις συζητήσεις τη γνωστή γκρίνια για τους ανάξιους πολιτικούς και τις ηλίθιες κυβερνήσεις και αυτούς που τα παίρνουν και το σύστημα και... Εμείς είμαστε όλοι αυτοί.
Θα ήθελα αν υπήρχε Θεός, να τον ευχαριστήσω που έκανε κι άλλους ανθρώπους να προβληματίζονται, να βασανίζονται και να μοιράζονται μαζί μου αυτά που μας παιδεύουν, και θα μας παιδεύουν μέχρι το τέλος. Αλλά επειδή Θεός δεν υπάρχει, θα ευχαριστήσω εμένα και μόνο εμένα, τον Έλληνα, εμένα που όταν το δάχτυλο μου έδειχνε το φεγγάρι, εγώ κοίταζα το δάχτυλο.
"Τί πάει να πει εγώ; Τί έγινε; Λέγε." "Ο πατέρας του Θ. είναι σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική. Κάτι με το μυοκάρδιο, του έχει πάει λέει σε πνευμονικό οίδημα. Ο Θ. είναι τώρα στο νοσοκομείο."
Την μία και μοναδική λέξη που καρφώθηκε στο κεφάλι μου, την είπε δυνατά λίγη ώρα αργότερα η κολλητή μου η Β., όταν της περιέγραφα την κατάσταση στο τηλέφωνο.
"Αρχίσαμε..."
Εδώ και έναν χρόνο, κι ενώ πριν απ' αυτό ίσχυε ακριβώς το αντίθετο, ξεκαθάρισε εντελώς για μένα το ότι η μία χούφτα ανθρώπων που έχω και μου είναι γραφτό να με αγαπάνε και να τους αγαπάω με όποιο τρόπο ξέρουμε ο καθείς, είναι πολύ πιο σημαντική από το επίπεδο της ζωής μου σε τούτη τη γαμω-χώρα και από την ίδια μου την επαγγελματική σταθερότητα. Από τότε, πιάνω τον εαυτό μου να έχει αντιδράσεις που πότε-πότε, μοιάζουν άλλου ανθρώπου, αντιδράσεις που μπορεί να μου είναι άγνωστες αλλά όχι ξένες. Όποτε ακούω για παράδειγμα ότι κάτι συμβαίνει σε κάποιο γονιό φίλου, η πρώτη μου αντίδραση είναι να πιάσω το τηλέφωνο. Κι όταν από την άλλη μεριά ακούω τη φωνή του πατέρα ή της μάνας μου, νιώθω ξαφνικά ν' αλαφραίνω, ακόμα κι αν μισή ώρα πιο πριν έχουμε λογοφέρει.
"Έτσι πήρα, να δω τί κάνετε μωρέ..."
Βρίσκω πλέον στη ζωή μοτίβα, τα οποία ήταν πάντα εκεί, απλά τώρα έχω μάθει να τα διακρίνω και προσπαθώ να τα κοιτάζω μέσα στα μάτια κι όχι να το βάζω στα πόδια, όπως συνήθιζα. Όλα εκείνα που όταν ήμουν παιδί μου φάνταζαν δυσνόητα και ψυχρά, τώρα έχουν πάρει την όψη ενός αποστασιοποιημένου ανθρώπου που σκοπό έχει να προετοιμάσει τον εαυτό του να πονέσει όσο το δυνατόν λιγότερο γι αυτά που είναι να έρθουν. Ή μάλλον, το είπα βλακωδώς, όχι να πονέσει λιγότερο, απλά να το δεχτεί λίγο πιο εύκολα. "Εύκολα"... Ξανά λάθος λέξη. Ώριμα. Συνειδητά. Λίγο καλύτερα έτσι...
Το "γιατί" είναι μία λέξη που το στόμα μου δεν σχηματίζει πλέον. Το μυαλό πότε-πότε παρεκλίνει, μπορεί και να το περιεργαστεί στα κρυφά, σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης ή ψυχολογικής φθοράς. Αλλά τώρα ξέρω πολύ καλά πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα απ' αυτό. Αυτή η λέξη θα έπρεπε να έχει επάνω της ένα λουκέτο και να ξεκλειδώνει σε ειδικές περιστάσεις. Δεν υπάρχει "γιατί", υπάρχει αυτό που έχει αξία να μείνει ή να φύγει, δεν υπάρχει σωστός και λάθος χρόνος, υπάρχει αυτό που αισθάνεσαι και τί είσαι διατεθειμένος να κάνεις γι αυτό, όπως επίσης υπάρχει κι αυτό που υπαγορεύει η λογική και το αν είσαι πρόθυμος ή όχι να την ακολουθήσεις. Είναι επιλογές που συνοδεύονται από το ανάλογο κόστος. Κι αυτά είναι τα μικρά, αυτά είναι τα εύκολα, επειδή έχεις το δικαίωμα να τα ορίσεις με δικές σου αποφάσεις. Τα δύσκολα είναι αυτά για τα οποία ό,τι και να κάνεις, η ζωή θα σου αποδείξει αργά ή γρήγορα ότι η εξουσία σου επάνω τους είναι ανύπαρκτη. Επειδή όλα κάνουν κύκλους, κάνουν κύκλους γύρω από μένα κι από σένα, κι έτσι θα είναι μέχρι το τέλος, έτσι θα είναι όχι για κάποιον λόγο, έτσι θα είναι γιατί έτσι. Γιατί η θάλασσα είναι μπλε, γιατί τα πουλιά κελαηδούν, γιατί οι σφήκες τσιμπάνε, γιατί το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Το σημαντικό, αυτό που έχει νόημα, είναι μέσα από το κακό να αποκτήσεις το θάρρος και το κουράγιο να τραβήξεις όσα υπόλοιπα σου απομένουν ακόμα περισσότερο κοντά σου. Όχι με φόβο μήπως τα χάσεις, αλλά με δίψα να τα πιείς και να τα χορτάσεις επειδή είσαι τυχερός που τα έχεις βρει.
Το βράδυ κοιμήθηκα ανήσυχα. Όταν ξημέρωσε έστειλα ένα μήνυμα στον Θ.
"Καλημέρα καλό μου. Ελπίζω να ξημέρωσε καλύτερη μέρα σήμερα."
Ο Θ. μου απάντησε μετά από λίγη ώρα ότι θα με πάρει τηλέφωνο μέσα στη μέρα να με ενημερώσει. Και συμπλήρωσε:
"Να σου πω. Σε λατρεύω, ε;"
Κι αν καμμιά φορά αμφιβάλλω κι εγώ η ίδια για τις ιδέες μου και τον τρόπο που χειρίζομαι τις καταστάσεις και κατατάσσω τους ανθρώπους, άμα στεναχωριέμαι επειδή άλλα περίμενα κι άλλα μου ήρθαν, άμα κάνω να σκεφτώ αυτό το "γιατί" για λίγο, έρχονται τέτοια χαμόγελα που γεννιούνται μέσα από τη σκοτεινιά, να μου αποδείξουν ότι η ζωή έχει πάντα τους δικούς της τρόπους να φιλτράρει το φόβο και τα κακά που θε' να 'ρθουν.
Αρκεί να την ακούω κι ας πονάω. Αρκεί να την αφήνω. Κι ας μην το θέλω.
Στο Camping - χειμωνιάτικο tribute στο καλοκαίρι που μεγάλωσα
Ετούτον τον τελευταίο καιρό που έχουνε πιάσει λίγο τα κρύα και ο καιρός είναι βροχερός, έβαλα σε εφαρμογή σχέδιο παλιό που είχα στο μυαλό μου τόσα χρόνια. Αράζω στον καναπέ μου αγκαλιά με μία κουβέρτα και τη θερμαστρούλα και κάθομαι και βλέπω ξανά "Το Camping".
"Ξανά;" θα μου πεις. "Μωρέ ξανά," θα σου πω.
Είναι παράλογο ίσως, αλλά ποτέ, μα ποτέ όμως, δεν έχω δει το τελευταίο επεισόδιο, παρ' ότι την ίδια τη σειρά μπορεί να την έχω δει σε τουλάχιστον 6-7 επαναλήψεις στην Ελληνική τηλεόραση - ήταν άλλωστε σήμα κατατεθέν του κάθε καλοκαιριού που έφτανε. Όποτε ξαναβλέπω τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες της σειράς, δεν μπορώ να μη σκεφτώ για εκατοστή φορά το πόσο πετυχημένα είχε γυριστεί αυτό το σήριαλ από την κάθε του πλευρά. Πόσο καλά βαλμένοι ήταν οι χαρακτήρες και η σκηνοθεσία του, πόσο μα πόσο ωραία έγραφαν όλοι οι ηθοποιοί τις ερμηνείες τους πάνω στην κάμερα.
Ας πούμε δηλαδή, αυτός ο Τεό, πόσο βλάκας μπορεί να ήτανε τελικά; Δεν μπορώ να μη γελάω με την ψυχή μου όποτε τον βλέπω να το παίζει μάγκας και ξερόλας του γλυκού νερού - ο ναυαγοσώστης που ο φίλος του πνιγόταν κι αυτός κόντευε να χεστεί πάνω του από την τρομάρα, κοιτώντας τον με τα κυάλια από το παρατηρητήριο.
Κι ύστερα ο Θύμιος, ο μάγειρας. Παθιασμένος χαρτοπαίκτης και τζογαδόρος που κατακλέβει χωρίς δισταγμό γνωστούς, φίλους και πελάτες, και κάθε φορά που τρώει κίτρινη κάρτα από τ' αφεντικό του, αρχίζει τη γκρίνια για το ότι χαραμίζεται άδικα μέσα στα μαγειρεία... η αληθινή του αγάπη, το αληθινό του ταλέντο είναι η όπερα.
Ο βοηθός του μάγειρα πάλι, που δε σταύρωσε και καμμιά τουρίστρια όλο το καλοκαίρι ο κακομοίρης, να του φύγει κι ο καημός... "Τί είν' αυτό το έιντζ ρε Τάκ'; Κολλάει άμα σ' ακουμπάει ο άλλος;"
Κι ο Τάκης, ε; O Τάκης, το αφεντικό, που το κάμπινγκ ήτανε λέει κάποτε παλιά, αμπέλια του πατέρα του, και που πήγε και πήρε τον ξάδερφό του το Μήτσο πάνω από τα βουνά, μαζί με τ' άλογά του, μακρυά από τα εφτακόσια κεφάλια πρόβατα, και τον έφερε στη θάλασσα να μαθαίνει ιππασία στους κατασκηνωτές. Μπας και δικαιολογήσει και τη δανειοδότηση των 17 εκατομμυρίων δραχμών. "Ξέρετε πόσο κοστίζει το κάθε άλογο κύριε επίτροπε; Διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές κοστίζει. Είναι καθαρόαιμα αυτά που βλέπετε."
Σπύρος-Βάλια. Το ζεύγος που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Υπερβολή, δράμα, έρωτας, ανωριμότητα, αγάπη που υπερβαίνει τα πάντα - και πάνω απ' όλα τους ίδιους. Ένα happy end που παρ' ότι είσαι σίγουρος ότι δεν θα κρατήσει, θέλεις να το πιστεύεις τόσο, όσο το πιστεύουν και εκείνοι. Και γιατί όχι δηλαδή; Ε; Γιατί όχι;
To Κατινάκι με τον Καπετάν-Αντώνη όμως, το ξέρουν ότι δε θα πιάσει τόπο τόσο πάθος. Το ξέρουν από την αρχή. Επειδή η ζωή δεν είναι καθόλου απλή άμα περνάει από το κόσκινο και τα πρέπει των άλλων. Κι άμα οι άλλοι είναι αίμα δικό σου, τότε το πάθος σου δεν έχει σημασία. Ή μήπως έχει τελικά; Ε, καπετάνιο;
Τάσος ο αγροφύλακας. Καψούρης με το Κατινάκι. Ολίγον τι τσιφούτης. "Πόσο κάνει το ουίσκι Πετράν;" "Ένα κατοστάρικο." "Ένα κατοστάρικο; Άστο χάμω ρε παιδάκι μου και βάλε ένα ποτηράκι νερό." Στη προσπάθειά του να το παίξει έξυπνος γίνεται ακόμη πιο γλοιώδης. Πάντα μόνος του. Πάντα. Και στην πορεία μαθαίνεις να τον βλέπεις με άλλα μάτια. Με έναν οίκτο που φτάνει στα όρια της στοργής.
Απλός παρατηρητής ο Πετράν, ο νόστιμος μπαρμαν που όλα τα βλέπει κι όλα τα καταγράφει. Πάντα στη θέση του, ποτέ δεν παρεκτρέπεται, μονάχα γεμίζει τα ποτήρια του Τάκη, των συναδέλφων του και των πελατών. Γεμίζει και το ποτήρι του Μήτσου που έχει σεκλέτια με τη Γερμανίδα ερωμένη του, τη Σαμάνθα, πού 'ρθε ο άντρας της από το Άαχεν και τον έχει αφήσει μονάχο του σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Μήτσος, Μητσάρας, ο αγριάνθρωπος που κατέβηκε από τα βουνά να δει λίγο τον κόσμο με άλλο μάτι. "Δεν μπορώ σ' αυτή τη σκηνή ρε Τάκ'. Θέλω να πάω στην άλλη που έχεις τα εργαλεία." "Μα είναι βρώμικη η άλλη η σκηνή ρε Μήτσο." "Εμένα εκείνη μ' αρέσει. Μου θυμίζει αυτή που κοιμόμουνα με το λοχία στο στρατό." Ένα T-shirt κι ένα μαγιώ κάθε μέρα, όλη μέρα. Το ίδιο T-shirt, το ίδιο μαγιώ κάθε μέρα, όλη μέρα. Δε χωνεύει τη γρια Βάσω που νερώνει το γάλα απ' τις κατσίκες και το πουλάει στον κόσμο για φρέσκο, καθαρό. Είναι και λίγο αφελής με τους ανθρώπους. "Να σας πω ρε μάγκες, αυτός ο Διαμαντής μπας κι είναι χαϊδοκώλης;" Αγαπάει πολύ το Μάιμο, αυτόνα που τον έχουνε για χαζό, τον Κουασιμόδο του camping. Κάθε φορά που τον κοιτάει, το πρόσωπό του φωτίζει, σαν να κοίταζε αυτήν την ακατανόμαστη, που του πήρε τα μυαλά. Πυρ, γυνή και θάλασσα ρε Μήτσο. Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Αλλά για πες μου όμως, πες μου στ' αλήθεια, ποιός δεν τον αγαπάει το Μάιμο; Έχω δει σειρές αρκετές. Έχω δει ταινίες που έχουνε βάση πραγματικές ιστορίες και στο τέλος έχω πλαντάξει στο κλάμα. Πολυβραβευμένα σενάρια με πλοκή που θα τη ζήλευε και η Αγκάθα Κρίστι. Όταν βλέπω το Μάιμο κι όταν τον ακούω να τραγουδάει και να γελάει, να βρίζει, να φασκελλώνει και να δείχνει στον Μπακούρο τον πισινό του τρέχοντας να φύγει σαν το κατσίκι που χοροπηδάει πάνω στα κατσάβραχα, δεν μπορώ. Μυρίζω το χωριό μου, βλέπω τη θεία την Πιπίνα που είχε το περίπτερο απέναντι από το σπίτι και τον Πάνο τον μούτο, το μεγάλο, που ήτανε ο μόνος άνθρωπος στο χωριό που ήτανε πιο ψηλός από μένα. Και πιο ευγενικός απ' όλους τους "μορφωμένους" τους χωριάταρους. Βλέπω και το Χαρικλάκι που μεγάλωσε κρυμμένη στα τρίσβαθα του σπιτιού για να μη χαλάει τα προξενειά της αδερφής της, που όποτε με έβλεπε με έπιανε να μου πει τα νέα του χωριού - ποιός πέθανε, ποιόν πάτησε το αυτοκίνητο, με ποιόν μάλωσε η μάνα. Κι ύστερά, έβαζε να φτιάξει και κανα καφεδάκι "Χέλει δάχαρη Έδη;" Κατά το "Θέλεις ζάχαρη Εύη;"
Ο Μάιμος είναι μία πατρίδα αποτυπωμένη στο φιλμ. Είναι ένα παιδί που δεν θα μεγαλώσει ποτέ, όχι γιατί δεν το θέλει, αλλά επειδή είναι καταδικασμένος σ' αυτό. Χαίρεται άμα τον αγαπάνε οι άνθρωποι. Κάθεται και τραγουδάει στις κατσίκες κι έχει πολλές φορές στην αγκαλιά του κι ένα ζώο, που το βαστάει σαν νά 'τανε μωρό παιδί. Τα μισά του τα δόντια του λείπουν, η μάνα του έχει πεθάνει πάνω στη γέννα κι όποτε βλέπει τον καπετάν-Αντώνη μέσα στο καϊκι, του φωνάζει από την ξηρά άμα είδε τον πατέρα του. Δε στεναχωριέται ο Μάιμος για πολλά πράγματα. Μονάχα για τον πατέρα του που δεν έχει έρθει ακόμα να τον δει. Φοράει πάντα ένα T-shirt που γράφει πάνω "Ράλλυ Ακρόπολις". Και του αρέσει να πιάνει χταπόδια. Άμα του πεις να σου πει ένα τραγούδι θα αρχίσει να σου τραγουδάει το "ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα". Κι ύστερα θα απομακρυνθεί τραγουδώντας "Μάτια μου, μάτιααα μουουου..."
Κάθομαι και τον χαζεύω μπορεί και με το στόμα ανοιχτό κάτι φορές, ακόμα και τώρα, είκοσι χρόνια μετά. Δεν ξέρω πώς κατάφερε ο Καλογερόπουλος και εμφύσησε τόση αλήθεια και ψυχή, τέτοια κίνηση και τόσο συναίσθημα σ' αυτόν τον χαρακτήρα. Τον κοιτάω και σκέφτομαι πώς δε γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη τη χώρα που να μη γνωρίζουν για τη συγκλονιστική ερμηνεία που έχει δώσει μέσω του ρόλου αυτού. Γιατί ο Μάιμος δεν είναι ένας χαρακτήρας, δεν είναι ένας ρόλος. Δεν κάνει μόνο το πρόσωπο του Μήτσου να φωτίζει κάθε φορά που κάθονται και κουβεντιάζουνε και τα λένε. Κάνει και το δικό μου. Ο Μάιμος είναι αυτό που έχω αφήσει πίσω μου εγώ κι εσύ, όχι γιατί το θέλαμε, αλλά επειδή είμαστε καταδικασμένοι σ' αυτό.
Κάθομαι και γράφω-γράφω-γράφω για ετούτη τη σειρά και δεν μπορώ να σταματήσω, δε θέλω να σταματήσω. Θέλω να γκρινιάξω και για τη μουσική της, που ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο, έτσι λίγο παραέξω, για όλους εμάς που την κουβαλάμε σαν σφραγίδα πάνω στην καρδιά μας και μέσα στο μυαλό μας τόσα χρόνια. Κάθε τόσο μπαίνω στον Παναγιώτη Καλατζόπουλο, και από το player που έχει στη σελιδα του στο myspace, παίρνω τζούρες σαν τον χασικλή, ξανά και ξανά, μέχρι που κάπως αρχίζω και ξεχαρμανιάζω. Αλλά πώς θά 'θελα στ' αλήθεια νά 'μπαινα μία μέρα σ' ένα δισκάδικο και να αγόραζα αυτό το αναθεματισμένο cd της σειράς που τόσο έχω αγαπήσει και δεν έχει βγει ποτέ...
Απόψε θα δω επιτέλους το τελευταίο επεισόδιο. Κι αν έχεις διαβάσει ετούτο το ποστ χωρίς να έχεις δει ποτέ τη σειρά, ξεκίνα να δεις μια σταλίτσα το πρώτο επεισόδιο. Θα φωτίσει και το δικό σου πρόσωπο. Θα δεις.