Tuesday, January 27, 2009
Η θειούλα
Ένα μήνα μετά, το σπίτι μου έχει ξαναγίνει σπίτι. Κι εγώ δε χορταίνω να κάθομαι τις βροχερές νύχτες σαν και τούτη στον καναπέ μου, να κλείνω τα φώτα και να κοιτάζω έξω, τις γυαλάδες από τα φώτα των αυτοκινήτων να γλυστράνε πάνω στην άσφαλτο, σα μυρμηγκάκια που έχουνε μεταμφιεστεί σε πυγολαμπίδες.
Χθες ήμουν μέσα σε κάτι στενά με το αυτοκίνητο. Έψαχνα να βρω την εφορία της Πετρούπολης, δε θυμόμουν τον ακριβή δρόμο αλλά κρίνοντας από τα σπίτια και τις γειτονιές που βρισκόμουν, ήμουν σίγουρη ότι βρισκόμουν κάπου κοντά. Είδα μία κυρία να περπατάει στο δρόμο - ή μάλλον όχι δε θα την πω κυρία, θα την πω θεία, όπως έλεγα την αδερφή της γιαγιάς μου στο χωριό, τη θεία μου τη Βασίλω. Μου τη θύμιζε κιόλας μια σταλιά, μονάχα που ετούτη ήτανε πιο παχουλή και αφράτη και φόραγε μαύρα. Η θειά μου η Βασίλω φόραγε πάντα χρωματιστά.
Σταμάτησα διαγώνια αντικρυστά της και άνοιξα το παράθυρο διάπλατα. Την είδα να κοντοστέκεται στην άκρη του δρόμου και να μισοκλείνει τα μάτια της.
"
Καλημέρα", είπα φωναχτά.
"
Τί κάνετε, είστε καλά;"
Σάστισα με τον εαυτό μου καθώς άκουσα τη φωνή μου σαν να ήτανε φωνή άλλου. Δεν είχα δώσει εγώ εντολή για τέτοια ερώτηση στον εγκέφαλό μου, εδώ υπήρξε επανάστασις.
Είδα τη θεία να έρχεται κοντά στο αυτοκίνητο. Έβαλε το χέρι της πάνω στο κατεβασμένο παράθυρο, σχεδόν έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου, οι ρυτίδες της όλες μου χαμογέλασαν μονομιάς με μία γλύκα μωρού παιδιού.
"
Καλά, καλά κορίτσι μου, μια χαρά. Εσύ τί κάνεις;"
"
Καλά, καλά είμαι κι εγώ", της απάντησε ο επαναστάτης. "
Μόνο που ψάχνω την εφορία και δεν τη βρίσκω..."
Η θεία πέρασε το χέρι της μέσα στο αυτοκίνητο και έπιασε το δικό μου που ήτανε πάνω στο τιμόνι.
"
Να εδώ πιο κάτω θα πας, κανα-δυο στενά. Θα το δεις, θα στρίψεις εκεί που θα δεις την παιδική χαρά."
"
Ευχαριστώ πολύ. Το θυμόμουνα ότι ήμουνα κάπου κοντά αλλά δεν ήμουνα σίγουρη", της είπα και της έσφιξα κι εγώ το χεράκι της.
Ο επαναστάτης ήθελε να το κρατήσει άλλο λίγο, αλλά τελικά αυτή τη φορά συμμορφώθηκε και υπάκουσε τις βουλές του εγκεφάλου. Η θειούλα πισωπάτησε λίγο και χαιρέτησε από μακρυά. Χαιρέτησα κι εγώ κι έφυγα αργά αργά κι όσο πιο αθόρυβα μπορούσα.
Στην εφορία δουλειά δεν έκανα.
Στο γυρισμό σπίτι, είχα τα παράθυρα ανοιχτά σαν να ήταν καλοκαίρι.
posted by mindstripper @ 1/27/2009 11:39:00 pm
| |
Tuesday, January 20, 2009
Until we part again
"
Γύρισες μόνιμα δηλαδή;"
Όχι προτιμούμενη ερώτηση.
Άλλο χρώμα παρακαλώ.Χορεύω πάνω στα φτερά ενός στρουμπουλού ανεμόμυλου σε ανθισμένο λόφο και καμμιά φορά αφήνω το σώμα μου να πέσει στο κενό από το ένα φύλο στο άλλο. Άμα κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ, η εικόνα που μου φανερώνεται όταν ατενίζω μπροστά είναι η ίδια μ' αυτή που βλέπω σαν κλείνω τα μάτια μου.
Θα είναι η ίδια μέχρι τα φτερά του ανεμόμυλου να σπάσουνε από το βοριά. Τώρα ξέρω.
posted by mindstripper @ 1/20/2009 01:47:00 pm
| |
Sunday, January 18, 2009
Notes to self
Γυρίζοντας ξημερώματα σπίτι χτες, την ώρα που ένα περιπολικό δίπλα μας παραβίαζε χωρίς λόγο -υποθέτω από συνήθεια- ένα κόκκινο για να σταματήσει σε ένα άλλο 15 μέτρα μόνο πιο κάτω, ο Γ. κρίνοντας από την αντίδρασή μου, είπε ότι είμαι πολύ πιο ήρεμη απ' ότι παλιά κι ότι δεν ξέρει αν στην περίπτωσή μου αυτό είναι καλό ή κακό. Χαμογέλασα. Είναι όμορφο πολύ όταν βλέπεις την ασχήμια και το σκοτάδι νύφες ντυμένες στα μαύρα, να βουλιάζουνε στον πάτο, όχι επειδή φοβάσαι και θέλεις να προσπεράσεις, ούτε επειδή θέλεις να ξεχάσεις - όχι, όχι, ειδικά αυτό όχι. Μονάχα επειδή είναι τόσο απίστευτα ασήμαντες κι επειδή το μόνο που κάνουνε είναι να σου κόβουνε τη θέα και να παρασιτούν μέσα στην πράσινη μουσική κοιλάδα του μυαλού σου.
Πολύτιμος χρόνος άσκοπα σκορπισμένος.
Στην απέναντι αποβάθρα του μετρό στην Ακρόπολη τα παγκάκια ήτανε τέσσερα. Κι αλήθεια χαμογελούσα μόνη μου με την εικόνα που είχα μπροστά μου: ένα ζευγάρι σε κάθε παγκάκι. Μία αποβάθρα γεμάτη από αγάπη και όνειρα, μοιρασμένη στα τέσσερα.
Η πιο ωραία βασιλόπιτα που είδα ποτέ μου.
Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες, κόντρα στον αέρα, η κυρία έλεγε στη φίλη της με παράπονο: "
Μα δεν είχανε πει ότι θα έκανε τόσο κρύο." Ακούγοντάς την, έσκυψα το κεφάλι και κρυφο-γέλασα σατανικά, λες και ήμουν εγώ αυτή που το είχε προκαλέσει. Κάτω απο το παλτό μου φορούσα ένα αραχνοϋφαντο μπλουζάκι.
Κοιτώντας εκείνη τη στιγμή τα χέρια μου θυμήθηκα ότι κάπου από τη μέρα που γύρισα πίσω, κάπου έχω χάσει τα γάντια μου...
Σύνταγμα, 1 παρά 10 το βράδυ, οι αποβάθρες σφύζουνε από ζωή και φασαρία. Δύο τύπισσες σκάνε μύτη, η μία μικροσκοπική με σούπερ μίνι φουστίτσα και η άλλη, πιο ψηλή, με καυτό μαύρο σορτσάκι. Πολύς κόσμος τις καρφώνει, άλλοι με τα μάτια του περίεργου και του εξερευνητή, κι άλλοι -οι περισσότεροι- λες και ξαφνικά βγάλανε ποδαράκια τα μάρμαρα στους τοίχους και είναι έτοιμα να εξαπολύσουνε επίθεση στον προσεκτικά κατασκευασμένο με βάση τις in-fashion βιτρίνες μικρόκοσμό τους.
Εδώ φίλε μου χρειάζονται πολλές Μολότωφ.
Το νευρικό γέλιο που μας είχε πιάσει μέσα στο ταξί ήτανε επειδή δύο φορές άνοιξα και έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου. Και τις δύο φορές η διακοσμητική φάσα από το μανίκι του παλτού μου πιάστηκε εκεί, ακινητοποιώντας το δεξί μου χέρι. Έτσι φτάσαμε σπίτια μας γελώντας, με μένα να αρνούμαι κατηγορηματικά να ανοίξω ξανά την πόρτα και το αριστερό μου χέρι να με υποστηρίζει γελοιωδώς θερμά σ' αυτή μου τη στάση καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής.
Είπαμε, δεν είναι να κερδίζεις το παιχνίδι. Είναι να απολαμβάνεις τον αγώνα.
posted by mindstripper @ 1/18/2009 01:46:00 pm
| |
Sunday, January 04, 2009
Θα επανέλθω...
...όταν χορτάσω αγκαλιές και μπλε ουρανό.
Μακάρι να μπορούσα να σου εναποθέσω εδώ λίγο από το καλοκαίρι που έχω ξανά μέσα στην καρδιά.
Καλή χρονιά να έχεις, με υγεία. Μέσα κι έξω.
posted by mindstripper @ 1/04/2009 02:21:00 pm
| |