@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Thursday, April 10, 2008

Χρώματα

Σήμερα θα σου πω μια ιστορία. Και πόσος καιρός πάει κιόλας από τότε που έχω να πω μία εδώ μέσα...

Ήτανε κάποτε μία πιτσιρίκα. Κάπως "αργή" για την ηλικία της, όχι από θέμα εξυπνάδας (αν και ποτέ δεν ξέρεις) όσο από θέμα ανατροφής. Μεγαλωμένη σε ένα χωριό από μία γιαγιά, ανάκατα με δύο γονείς που γυρνούσανε την Ελλάδα από τόπο σε τόπο. Ήτανε από μικρή διαφορετική, αν και η ίδια πίστευε ότι δεν διέφερε και πολύ από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της, παρά μόνο στο ύψος. Ήτανε κι από μικρή ευκολόπιστη κι ενθουσιώδης, όταν δινότανε, δινότανε σε πράματα κι ανθρώπους με όλη της τη δύναμη. Της φαινότανε φυσιολογικό αφού. Γι αυτό το λόγο υπήρχανε τα συναισθήματα, για τον ίδιο λόγο που και τα βασικά χρώματα στη φύση ήταν και είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Τα συναισθήματα είναι μία ολότητα από μόνα τους, μπορούνε να σταθούνε στο χρόνο και να μείνουνε εκεί να αιωρούνται στους αιώνες σαν τα φαντάσματα, διατηρώντας την καθαρότητά τους όπως και τα χρώματα ετούτου του κόσμου. Όλα γύρω έρχονται και φεύγουν, αυτά μένουν σαν μικροσκοπικές δροσοσταλίδες που βγαίνουν από τις κρυψώνες τους με το πρώτο φως - κι αυτό το ήξερε πολύ καλά η Λωξάντρα κάθε πρωί που ξύπναγε χαράματα κι άνοιγε διάπλατα τα παραθύρια της. Ήτανε σίγουρη η πιτσιρίκα γι αυτό το πράγμα.

Μη στα πολυλογώ (που εννοείται ότι αυτό θα κάνω), η μικρή μεγάλωσε. Ήρθε ο καιρός που τελείωσε το σχολείο, πήγε στο πανεπιστήμιο, ήρθε κι ο καιρός που σηκώθηκε κι έφυγε από τη χώρα της και πήγε σε μία άλλη να σπουδάξει κι άλλο. Στο δρόμο της μέσα στον κόσμο είχε ήδη κάνει φίλους αγαπημένους, ήτανε ένα καλό που ποτέ δεν το στερήθηκε, ήτανε ένα καλό που το θεωρούσε δεδομένο όπως το νερό που έπινε κάθε φορά που δίψαγε μετά από δρόμο πολύ. Στη χώρα που πήγε στάθηκε ακόμα πιο τυχερή. Γνώρισε έναν άνθρωπο καινούργιο, έναν άνθρωπο που της έμοιαζε πάρα πολύ, που είχε περάσει πολλά, αλλά παρ' όλ' αυτά είχε μέσα του την πίστη τόσο ζεστή και άφθονη, που κάθε που μιλούσε γι αυτήν, φώτιζε τα πρόσωπα όλων τριγύρω. Ο άνθρωπος αυτός ήτανε μία κοκκινομάλλα Ιρλανδή. Ζήσανε πολλά μαζί. Μοιραστήκανε άλλα τόσα. Σπίτια, πόλεις, ανθρώπους, μεθύσια, όνειρα και ιδέες, αλλά περισσότερο απ' όλα μοιραστήκανε την αθωότητα που κουβαλούσανε κι οι δυο τους από πιτσιρίκες.

Ο καιρός πέρασε, ήρθε η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα. Η πιτσιρίκα που είχε γίνει άγουρη γυναίκα, από τη μία δεν ήθελε να φύγει. Από την άλλη νοσταλγούσε τη χώρα της, τον ήλιο, τις βόλτες στη θάλασσα, τα περίπτερα στους δρόμους. Γύρισε πίσω, κατάλαβε ότι κάτι μέσα της είχε αλλάξει, αποφάσισε να ξαναφύγει, ξαναγύρισε, η τύχη το έφερε και βρήκε δουλειά την ώρα που ετοιμαζότανε να αποδημήσει ξανά. Έμεινε. Τα χρόνια περάσανε, ήρθε στη ζωή της ο έρωτας, ήτανε άρρωστος, ύστερα ήρθε ξανά, ήτανε λάθος, ύστερα ήρθε πάλι, ήτανε ανάξιος. Ήρθανε στη ζωή της φίλοι καινούργιοι, καλοί, ήρθανε άνθρωποι διαμάντια, τους κράτησε, ήρθανε άνθρωποι ψεύτικοι, τους έφτυσε όπως την τσίχλα έξω από το παράθυρο. Έζησε μεγάλο πάθος, έζησε μεγάλη αγάπη, διέπραξε προδοσία, εισέπραξε υποκρισία, ταπεινώθηκε, ύψωσε τοίχους. Κάπως αργά (αυτό που σού 'λεγα στην αρχή δηλαδή) άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν ήτανε πολλοί εκείνοι που έβλεπαν τα χρώματα τόσο καθαρά όσο η ίδια. Της φαινότανε περίεργο πολλές φορές. Αλλά μετά έβλεπε τους φίλους της. Και σκεφτότανε: "Μπα..."

Τη φίλη της την Ιρλανδή την έχασε. Άλλαξε σπίτια, άλλαξε δουλειές, άλλαξε παραστάσεις. Με τον καιρό ξέχασε πολλά αλλά ποτέ δεν ξέχασε εκείνη. Το ήξερε κάπου σε μια γωνιά του μυαλού της ότι και η φίλη της θα την σκεφτότανε με τον ίδιο τρόπο, όπου και να ήτανε. Ήτανε τα χρώματα βλέπεις... Τα δικά της τα χρώματα πάντα σκιάζανε εκείνα της πραγματικότητας. Ένα τελευταίο τηλέφωνο που είχε λάβει από έναν Ιρλανδό θείο, την είχε πληροφορήσει ότι η φίλη της είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι και ζούσε κάπου στο Λονδίνο. Το τηλέφωνο που σημείωσε για να την πάρει, μετά από τρεις εβδομάδες που αξιώθηκε να το σχηματίσει δεν λειτουργούσε. Ο θείος ήταν εξαφανισμένος. Η δική της ζωή ήταν έτσι κι αλλιώς σε πολύ άσχημη καμπή εκείνη την περίοδο... Κι έτσι έχασε τη φίλη της.

Περάσανε οχτώ χρόνια. Η έφηβη που ενηλικιώθηκε άρχισε να ασφυκτιά μέσα στο κλουβί που είχε χτίσει η ίδια γύρω της. Αποφάσισε να τα μαζέψει και να ξαναφύγει. Οι φίλοι στην αρχή την αποπήρανε. Μερικοί σκεφτήκανε ότι ήτανε μία από κείνες τις στιγμές που τα χρώματα μέσα στης είχανε ζωντανέψει τόσο πολύ που πνίξανε πάλι τα πάντα, πνίξανε το λογικό και το σωστό κι αυτό που πρέπει να γίνει. Κι εκείνη θα έπρεπε λίγο να κάνει κράττει, μπας και ησυχάσει η τρικυμία κι έρθει η νηνεμία. Η ίδια το σκεφτότανε κι από μόνη της ότι μπορεί και νά 'χανε δίκιο. Αλλά για εκείνη πια η νηνεμία ήτανε συνώνυμη με την απάθεια και τη σηψαιμία. Άσε που δεν είχε μάθει ποτέ να βάζει χαλινάρι στα συναισθήματά της. Έφυγε, γύρισε στη χώρα που είχε αφήσει πίσω της πριν από δώδεκα χρόνια. Δεν είχε άλλωστε πολύ καιρό ακόμα, τα χρόνια περνούσανε σα μέρες ξαφνικά.

Εκεί που τα χρώματα αρχίσανε να ξαναζωντανεύουν, εκεί ήρθανε και μέρες δύσκολες και στιγμές απερίγραπτα σκληρές, σαν την αλήθεια. Κι η αλήθεια ξέρεις, δεν έχει χρώμα. Είναι κάπου στην άκρη. Άλλες φορές ανακατεύεται με τα χρώματα και τα κάνει ακόμα πιο καθάρια και ζωντανά, άλλες πάλι ρίχνει πάνω τους φως κιτρινισμένο, γιατί δεν είναι πάντα το λουλούδι και η μωρωδιά, είναι κι ο ουρανός που το σκεπάζει κι ο ήλιος που του δίνει ανάσα.

Και τότε έγινε κάτι μαγικό.

Ένα γνώριμο ονοματεπώνυμο κάπου στο internet, ένα mail:
"Hello there, you happen to have exactly the same name with an old mate of mine..."

Κι ένα ξύπνημα κάποιο πρωινό Σαββάτου με ένα εισερχόμενο μύνημα στο mailbox:
"I don't believe this, is it really you?"

Τα κλάμματα και οι λυγμοί ήτανε από ευγνωμοσύνη.

Η κοκκινομάλλα Ιρλανδή φίλη μου έχει πια δύο πανέμορφα κορίτσια κι ένα σπίτι στο Liverpool. Η επανένωσή μας μετά από τόσα χρόνια, ήτανε σαν τις συναντήσεις μας κάθε πρωί, όπως εκείνο τον καιρό που μέναμε μαζί. Τα μάτια της ήτανε λίγο πιο θλιμμένα, τα δικά μου πολύ λιγότερο υπεροπτικά. Η πίστη ήταν ακόμη εκεί, κι αυτό το συγκλονιστικά ήρεμο χαμόγελο ήρθε ξανά να λούσει με φως την ψυχή μου. Οι κουβέντα, ο τρόπος, η έκφραση, η πίκρα και το γέλιο, όλα ίδια, τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα είναι όπως παλιά. Δύο άνθρωποι που συναντιούνται έτσι και που μετά από τόσο καιρό δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό, δεν είναι δυνατό να χτίσουνε τίποτε άλλο από έναν κήπο με τα πιο ζωντανά χρώματα - όπως παλιά. Χωρίς να πρέπει αυτά να υπερκαλύπτουν τα χρώματα της πραγματικότητας. Μόνο να υψώνονται απέναντί τους πιασμένα χέρι-χέρι.

Σήμερα το απόγευμα που γύρισα από τη δουλειά, με περίμενε μία κάρτα στις σκάλες του σπιτιού.



Το άκουσα και στην αγαπημένη μου σειρά προχτές.
Το τέλος είναι το καλύτερο σημείο για να ξαναρχίσεις.

posted by mindstripper @ 4/10/2008 01:22:00 am

2 Comments:

Anonymous Anonymous said...

:)
"..μια χαραμάδα αφήνουμε το φως για να περάσει.. να μπούνε χρώματα φωνές όνειρα και ταξίδια.."
φιλιά

_______
"where did you sleep last night" ;) ..αν δεν κάνω λάθος(?)

4/18/2008 04:45:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Ααα, Σωκράτης... Σ' ευχαριστώ πολύ γι αυτή την αφιέρωση μικρή μου κυρία.

Όσο για το "Where did you sleep last night", δεν ξέρω πώς σου ήρθε (είναι φοβερό δηλαδή), αλλά ήτανε ειδικά αυτό το κομμάτι που όλα αυτά τα χρόνια που είχα χάσει τη φίλη μου μου την θύμιζε, καθότι κάθε φορά που πήγαινα στο δωμάτιό της οι Nirvana παίζανε ασταμάτητα.

Σε φιλώ, να είσαι καλά και να περνάς όμορφα. :-)

4/18/2008 08:40:00 pm  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home