@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Monday, January 22, 2007

Φαντάσματα

Σήμερα πήγα μία βόλτα από τη φίλη μου τη Ν. Ανοιξιάτικη μέρα, ρουχισμός ελαφρύς, βρώμικο αυτοκίνητο, μάτια διψασμένα για το μπλε της θάλασσας, ο δρόμος μία ευθεία, οι αντανακλάσεις των αυτοκινήτων πούλιες αστραφτερές, μικροί φωτεινοί νάρκισσοι που πέθαιναν σε ελάχιστα δέκατα του δευτερολέπτου πάνω στα καθίσματα του αυτοκινήτου, στα ρούχα μου, στα ακροδάχτυλά μου.

Μπαίνοντας στη γνώριμη γειτονιά, πέρασα μπροστά από το ανοιχτό γηπεδάκι του μπάσκετ, εκεί που παίρναμε με τη Ν. την μπάλα του βόλλεϋ και πηγαίναμε να παίξουμε τα απογεύματα του καλοκαιριού. Έπειτα πέρασα μπροστά από το νεκροταφείο. Εκεί που είναι ο μπαμπάς της εδώ και 11 χρόνια. 11 ολόκληρα χρόνια που εγώ δεν έχω πάει ποτέ να τον επισκευτώ, παρά μόνο υποκρίνομαι κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι, ότι ο κυρ Σ. λείπει στα εξωτερικά. Το Παρίσι το αγαπούσε πολύ, θυμάμαι εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μου είχε δείξει εκείνα τα χρόνια η Ν., τα χρόνια που κοιμόμουν τις μισές μέρες της εβδομάδας στο δικό της σπίτι και τις άλλες μισές στων γονιών μου.

Είχε γέλιο πολύ βροντερό ο κυρ Σ. Του άρεσε να έρχεται έξω από το δωμάτιο της Ν. τα πρωινά των Κυριακών, και να με χαιρετά έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα με φωνή-καμπάνα, που έκανε τουλάχιστον δέκα-δεκαπέντε γκλινγκ-γκλονγκ μέσα στο ναρκωμένο από τον ύπνο κεφάλι μου. Η Ν. προλάβαινε πάντα να τραβήξει το σεντόνι μέχρι τ' αυτιά της πανικόβλητη.

"ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΕΣΠΟΙΝΑΡΙΟ; ΚΑΛΑ ΕΙΜΑΣΤΕ;"
"Σταμάτα να φωνάζεις ρε μπαμπά, σ' ακούει, δεν είναι κουφή!"

Καθόταν πάντα στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού μπροστά στην τηλεόραση, αυτή που χρόνια τώρα συνεχίζει να λικνίζεται αμυδρά εκεί μονάχη της, κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι και περνάω από μπροστά της. Την κοιτάω, με κοιτάει κι αυτή, και χαιρετιόμαστε με τρόπο συνομωτικό. Βλέπεις, έχουμε μία κρυφή συμφωνία εμείς οι δύο. Πιστεύει κι αυτή, όπως κι εγώ, ότι ο κυρ Σ. έχει φύγει για τα Παρίσια, για ταξίδι μεγάλο. Και πολλές φορές που κάθομαι πάνω της και κουνιέμαι μπρος-πίσω, νομίζω πώς είμαι εγώ ο κυρ Σ. και πώς μπροστά μου περνάει ο Κανέλλος, το κόλλεϋ της οικογένειας. Και είναι τόσο ζωντανή η μνήμη, που χαράζει την πραγματικότητα με την αλλοτινή εικόνα, και νοιώθω το τρίχωμα του Κανέλλου να χαϊδεύει τα πόδια μου και την υψωμένη, φουντωτή ουρά του να κουνιέται πέρα-δώθε χαρούμενα και να μου κάνει αέρα.

"Τί στην ευχή, ποιός άνοιξε πάλι την πόρτα και κάνει ρεύμα..."

Ήτανε σαν άνθρωπος εκείνο το σκυλί. Τις Κυριακές άνοιγε αυτός πρώτος την πόρτα του δωματίου μας. Έριχνε έναν σάλτο και ξάπλωνε δίπλα μου στο κρεββάτι. Ήτανε χαμηλό το δικό μου το κρεββάτι και το προτιμούσε από της κυράς του. Ατσούμπαλος ο μάγκας, είχε φάει καμμια-δυο τούμπες ξεγυρισμένες απο κείνο κι έτσι το απέφευγε όταν τουλάχιστον είχε δικαίωμα επιλογής. Κι όταν καμμιά φορά είχα το σεντόνι τραβηγμένο μέχρι τη μύτη μου για να σωθώ από τα κουνούπια, άφηνε το πόδι του να πέσει με όλη του τη δύναμη πάνω στο κεφάλι μου, και συνέχιζε να το κρατάει εκεί μέχρι να αντιδράσω. Έπρεπε να ξυπνήσω και να του κάνω χώρο βλέπεις...

Ο Κανέλλος εξαφανίστηκε κι αυτός τον ίδιο χρόνο που έφυγε ο κυρ Σ. Δεν βρέθηκε ποτέ.

Η Ν. πήρε καινούργιο σκυλί που το αγάπησε πολύ. Εγώ εμπόδισα τον εαυτό μου να το αγαπήσει, κι έτσι, όταν το σκυλί πέθανε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου πριν μερικούς μήνες, στεναχωρέθηκα πολύ λιγότερο από τότε με την εξαφάνιση του Κανέλλου. Στεναχωρέθηκα όμως πολύ για τη φίλη μου.

Σήμερα που πήγα στο σπίτι της Ν., τα φαντάσματα δεν ήταν ούτε ένα, ούτε δύο.

Ήτανε τρία.

Γυρίζοντας πίσω με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα, αναλογίστηκα άλλα φαντάσματα, που με κυνηγάνε από παιδί, από τότε που άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, ή μάλλον από τότε που εκείνος βρήκε εμένα.
Κι έξαφνα τα φαντάσματα ανακατευτήκανε, γίνανε κουβάρια.
Και η γεύση στο στόμα μου έγινε πιο πικρή, και τότε τρόμαξα.
Γιατί τα φαντάσματα που γεννιούνται μες στο μυαλό είναι διαφορετικά απ' αυτά που γεννιούνται μέσα από τον χρόνο.

Κι αυτό το ξέρω ντε.
Ποιός δεν το ξέρει άλλωστε;

Και μέσα απ' όλ' αυτά σήμερα, έφτασα να κάθομαι τώρα εδώ δα, με το κρασάκι δίπλα και την Αθήνα να προσποιείται πως κοιμάται απ' έξω, και να σκέφτομαι έτσι απλά, πως του μυαλού τα καμώματα, τα βλέπει ο χρόνος και γελά.

Γι αυτούς που θά 'πρεπε να μου λείπουνε, αλλά δεν μου λείπουνε ποτέ.

posted by mindstripper @ 1/22/2007 01:46:00 am

6 Comments:

Blogger Unknown said...

χόρτασαν τα μάτια σας από το μπλε της θάλασσας τελικά;;;;

1/22/2007 01:45:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Χορτάσανε Spirit. :-)
Και ήπιαμε και ένα μιλκ σέηκ σοκολάτα στην υγειά της.

1/22/2007 08:53:00 pm  
Blogger Filotas said...

If I walk down this hallway, tonight,
It's too quiet,
So I Pad through the dark
and call you on the phone
Push your old numbers
and let your house ring
til I wake you ghost.
Let him walk down your hallway
it's not this quiet
slide down your receiver
sprint across the wire
follow my number
slide into my hand.


It's the blaze across my nightgown
it's the phone's ring.

I think last night
you were driving circles around me.

I can't drink this coffee
til I put you in my closet
let him shoot me down
let him call me off
I take it from his whisper
you're not that tough...

Ghost - Kristin Hersh / Michael Stipe

Όσο μεγαλώνουμε αντί να λιγοστεύουν τα φαντάσματα, αυξάνονται καλή μου! Μόνο που δεν τα φοβόμαστε όπως παλιά...
Καλή εβδομάδα!:)

1/22/2007 09:13:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Εγώ έχω μερικά φαντάσματα που πρέπει να κουμαντάρω ακόμα Angelito. Χαιρετισμούς φίλε μου. :-)

1/23/2007 01:36:00 am  
Blogger Τυπος Νυχτερινος said...

Όλοι έχουμε φαντάσματα να κουμαντάρουμε, καλή μου.

Ξέρω κανά δυο ανθρώπους που κατάφεραν κι έκαναν απλώς ειρήνη μαζί τους.
Εγώ πάλι, τρώγομαι, ως συνήθως με τα ρούχα μου...
Δε θα μουν μάλλον καλή ως ειρηνευτική δύναμη :-)

1/25/2007 03:11:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Δεν πειράζει Τύπε. Το λάβαρο στις επαναστάσεις δεν το κρατάνε κοινοί θνητοί, μην το ξεχνάς αυτό... ;-P

1/26/2007 11:17:00 am  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home