Πατρίδα
Σάββατο ξημέρωμα. Ανοίγω τα βλέφαρά μου. Σκοτάδια. Κοιτάζω το ρολόι μου. Ώρα επτά παρά τέταρτο. Ώρα να φύγω.Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η Αθήνα μυρίζει βροχή κι έτσι μισοκοιμισμένη όπως φαίνεται, μοιάζει με πόλη άλλων καιρών, αναπνέει αργά-αργά και απολαμβάνει αχόρταγα το χάραμα όπως θα απολάμβανε κι ο γέρος καπετάνιος τον αχνιστό πρωινό καφέ του. Τα φώτα των αυτοκινήτων πέρα, στο βάθος, σχηματίζουν μία πολύχρωμη κορδέλα που χορεύει στα χρώματα της αυγής. Σε λίγη ώρα κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, ένα φωτάκι στο γαϊτανάκι του φευγιού, αφήνοντας πίσω μου ευθύνες, τρέχοντας ολοταχώς προς εκείνον τον άνθρωπο που ονομάζω πατρίδα μου. Γιατί εμένα πατρίδα μου δεν είναι μέρος, δεν είναι σπίτι, δεν είναι πόλη, δεν είναι καν γνωστοί και φίλοι. Εμένα πατρίδα μου είναι ένας άνθρωπος μόνο. Κι όσο πολύ κι αν τον αγαπάω, όσο κι αν κάθε φορά που τον βλέπω αναστενάζω από ευγνωμοσύνη, τόσο στο τέλος τρέχω πάλι να φύγω μακρυά του και τόσο περισσότερο μισώ τον εαυτό μου γι αυτό.
Το ταξίδι, όπως πάντα, κάθαρση. Ήλιος στην αρχή, μετά σύννεφα, μετά ψιχάλα, ύστερα δυνατή βροχή. Πρώτα διόδια. Ούτε καλημέρα. Δεύτερα διόδια. Ούτε καν οπτική επαφή. Δεν πειράζει, δε βαριέσαι... Στον Άγιο Κωνσταντίνο τα παράθυρα τέντα ανοιχτά, η αλμύρα της θάλασσας έχει πάρει πρόσωπο και ερωτοτροπεί μαζί μου, οι στάλες της βροχής ζηλεύουν και πέφτουν με δύναμη πάνω στο χέρι μου που είναι απλωμένο με τα δάχτυλα ανοιχτά πάνω στην πόρτα σαν νά 'ταν καλοκαίρι: όταν ταξιδεύω δε μου φτάνει μόνο να ακούω τη μουσική, θέλω να την φυλακίζω μέσα μου σαν νά 'τανε ξωτικιά, πιέζω την παλάμη μου σταθερά πάνω στα τοιχώματα του αυτοκινήτου δίπλα από τα μεγάφωνα και νοιώθω τους παλμούς της να μεταγγίζονται με τρόπο ηλεκτροφόρο σε όλες τις απολήξεις των φθυσικών μου νευρώνων.
Φτάνω σε μέρη γνώριμα. Η νοσταλγία έρχεται να με συναπαντήσει πρώτη απ' όλους. Κάποτε έψαχνα να βρω τρόπους να την ξαποστείλω, τώρα την υποδέχομαι σαν ένα καλό φιλαράκι από τα παλιά - γιατί, να στο πω κι εσένα, μη γελιέσαι, αυτό ακριβώς είναι. Βγαίνουμε πάλι έξω έξω χέρι-χέρι την αγαπημένη εκείνη ώρα που πέφτει το φως, κι άμα κοιτάξω προσεκτικά πίσω από το φωτεινό απόκοσμο περίγραμμα των βουνών στο βάθος του κάμπου, το ξέρω ότι θα δω να χορεύουν φιγούρες ζυμωμένες με την αύρα και την ξενοιασιά εκείνων των καιρών.
Η δεξαμενή είναι ακόμα εκεί. Οι φωλιές των πελαργών το ίδιο. Το καμπαναριό στην εκκλησία χτυπάει μία φορά. Και γω ανοίγω την αυλόπορτα και βρίσκω πάλι την πατρίδα μου για λίγο. Τον άνθρωπό μου. Κάθε φορά που τον βλέπω χαίρομαι, μετά κλαίω, μετά έρχεται η στιγμή που μισοκλείνω τα μάτια και μου έρχονται στο νου πρόσωπα και παραστάσεις που μου φέρνουν αναγούλα - είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα και βλέπω μπροστά μου το πρόσωπο μίας παιδούλας, δυο μάτια που κλείνουν μέσα τους όλα εκείνα που ήθελα να δώσω αχόρταγα, χωρίς ανταπόδοση και δεν μπόρεσα, δεν πρόλαβα, δεν με άφησαν, δεν μου έτυχε ρε γαμώτο, όλη μου την ύπαρξη, τη ζωή μου, το παράπονό μου, τα όνειρά μου.
Η γιαγιά μου η Παρασκευή είναι 89 χρονών και πάσχει από γεροντική άνοια.
Είναι επίσης, όλες οι πατρίδες που είχα και θα έχω ποτέ μου.
Αφιερωμένο -άσκοπα- στους Θ., Κ., Δ. και Λ.
posted by mindstripper @ 10/15/2006 06:23:00 pm