Πατρίδα
Σάββατο ξημέρωμα. Ανοίγω τα βλέφαρά μου. Σκοτάδια. Κοιτάζω το ρολόι μου. Ώρα επτά παρά τέταρτο. Ώρα να φύγω.Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η Αθήνα μυρίζει βροχή κι έτσι μισοκοιμισμένη όπως φαίνεται, μοιάζει με πόλη άλλων καιρών, αναπνέει αργά-αργά και απολαμβάνει αχόρταγα το χάραμα όπως θα απολάμβανε κι ο γέρος καπετάνιος τον αχνιστό πρωινό καφέ του. Τα φώτα των αυτοκινήτων πέρα, στο βάθος, σχηματίζουν μία πολύχρωμη κορδέλα που χορεύει στα χρώματα της αυγής. Σε λίγη ώρα κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, ένα φωτάκι στο γαϊτανάκι του φευγιού, αφήνοντας πίσω μου ευθύνες, τρέχοντας ολοταχώς προς εκείνον τον άνθρωπο που ονομάζω πατρίδα μου. Γιατί εμένα πατρίδα μου δεν είναι μέρος, δεν είναι σπίτι, δεν είναι πόλη, δεν είναι καν γνωστοί και φίλοι. Εμένα πατρίδα μου είναι ένας άνθρωπος μόνο. Κι όσο πολύ κι αν τον αγαπάω, όσο κι αν κάθε φορά που τον βλέπω αναστενάζω από ευγνωμοσύνη, τόσο στο τέλος τρέχω πάλι να φύγω μακρυά του και τόσο περισσότερο μισώ τον εαυτό μου γι αυτό.

Φτάνω σε μέρη γνώριμα. Η νοσταλγία έρχεται να με συναπαντήσει πρώτη απ' όλους. Κάποτε έψαχνα να βρω τρόπους να την ξαποστείλω, τώρα την υποδέχομαι σαν ένα καλό φιλαράκι από τα παλιά - γιατί, να στο πω κι εσένα, μη γελιέσαι, αυτό ακριβώς είναι.

Η δεξαμενή είναι ακόμα εκεί. Οι φωλιές των πελαργών το ίδιο. Το καμπαναριό στην εκκλησία χτυπάει μία φορά. Και γω ανοίγω την αυλόπορτα και βρίσκω πάλι την πατρίδα μου για λίγο. Τον άνθρωπό μου. Κάθε φορά που τον βλέπω χαίρομαι, μετά κλαίω, μετά έρχεται η στιγμή που μισοκλείνω τα μάτια και μου έρχονται στο νου πρόσωπα και παραστάσεις που μου φέρνουν αναγούλα - είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα και βλέπω μπροστά μου το πρόσωπο μίας παιδούλας, δυο μάτια που κλείνουν μέσα τους όλα εκείνα που ήθελα να δώσω αχόρταγα, χωρίς ανταπόδοση και δεν μπόρεσα, δεν πρόλαβα, δεν με άφησαν, δεν μου έτυχε ρε γαμώτο, όλη μου την ύπαρξη, τη ζωή μου, το παράπονό μου, τα όνειρά μου.
Η γιαγιά μου η Παρασκευή είναι 89 χρονών και πάσχει από γεροντική άνοια.
Είναι επίσης, όλες οι πατρίδες που είχα και θα έχω ποτέ μου.

Αφιερωμένο -άσκοπα- στους Θ., Κ., Δ. και Λ.
posted by mindstripper @ 10/15/2006 06:23:00 pm