@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Thursday, December 06, 2012

Epilogue

9:30 το πρωί. Κλείνω το μαγαζί για 3 λεπτά και πετάγομαι να πάρω μία τυρόπιτα από το φούρνο και καπνό από το περίπτερο. Ανάβω και το καλοριφέρ, γέμισα τον καυστήρα από πέρσι ευτυχώς, θα κάψω αυτό και ύστερα θα δω πώς θα τα βγάλω πέρα για φέτος.

Η ζωή εδώ είναι εύκολη, η προσαρμογή ομαλή. Είμαι κι εγώ άνθρωπος ανήσυχος, το παραδέχομαι πια, κάποτε μου κακοφαινόταν όταν μου το έλεγαν κάποιοι. Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω πόσα πράγματα κατάφερα να φτιάξω σε έναν χρόνο, και είμαι ικανοποιημένη από τον εαυτό μου. Όχι από αυτά που είναι να γίνουν ακόμα και που δεν τελειώνουν ποτέ, αλλά από τον εαυτό μου. Όταν ένας άνθρωπος έχει φάει σκατά με το κουτάλι, δε φοβάται τις μικρές λακούβες, ούτε τις μεγάλες ανηφόρες, ούτε τα δυσπρόσιτα βουνά. Φοβάται μόνο το γκρεμό.

Ξέρεις, αυτό που λένε ότι δεν εκτιμάς κάτι παρά μόνο αν το χάσεις, το εφαρμόζω από μικρή ηλικία. Έτσι πίστευα μέχρι και πολύ πρόσφατα. Ένα καινούργιο όμως που έχω ανακαλύψει τώρα, καθώς έχω ίσως περάσει ηλικιακά τα μισά της ζωής που μου έχει δοθεί, είναι να ξεδιαλέγω τους λόγους που θα πονέσω όταν χάσω κάτι που πρότερα ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Πρόσφατα, πικράθηκα πολύ από φίλη αδερφική. Πικράθηκα πολύ από μία συμπεριφορά που είχε συνέχεια για πολλούς μήνες για έναν ασήμαντο λόγο, ουσιαστικά λόγω εγωισμού και μόνο, μέχρι που στο τέλος έμαθα ότι είχε έρθει και στη γειτονιά μου χωρίς να μου χτυπήσει την πόρτα να μου πει ένα γεια. Φίλη αδερφική. Στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, το έφερνα ξανά και ξανά στο μυαλό μου, δεν μπορούσα να το καταπιώ. Πέρασε όμως ο χρόνος, και ήρθε η λογική να βάλει στη θέση τους τα διάσπαρτα κομμάτια. Φίλος είναι αυτός που μοιράζεσαι μαζί του πιο πολύ από τα μεγάλα, τα μικρά, τα απειροελάχιστά, τα καθημερινά και τα τετριμένα. Όταν αυτό πάψει να υφίσταται, τότε η σχέση δεν ονομάζεται φιλία, δεν ξέρω πώς ονομάζεται και δεν με νοιάζει να της βρω και κάποιον χαρακτηρισμό αυτή τη στιγμή. Είναι το γυαλί που έχει ραγίσει. Και καθώς μεγαλώνω, όλο και αδιαφορώ να προσπαθώ να κολλήσω τα σπασμένα του καθενός. Ήρεμα και συνειδητοποιημένα. Χωρίς κακία ή εκδικητικότητα. Μόνο με θλίψη αρκετή για συντροφιά.

Εδώ που ήρθα, ήμουν πολύ τυχερή στο να βρω μέσα σε πολύ λίγο χρόνο τις οδούς και τα μέσα να κάνω όλα αυτά που αγαπάω και που έκανα και στην Αθήνα. Βρήκα και επαγγελματίες με τους οποίους ξεκίνησα πάρε-δώσε και που φίλους δεν τους λέω, αλλά που έχουν βοηθήσει και βοηθούν όταν τους το ζητάω, χωρίς αντάλλαγμα τις περισσότερες φορές. Kαι ναι μεν δεν τους βλέπω συχνά, αλλά όταν τους βλέπω ένα κομμάτι μέσα μου χαμογελάει, ένας καφές είναι κερασμένος, και η μέρα γεμίζει με ήλιο ακόμα κι αν έξω ρίχνει χαλάζι. Βρήκα και ορισμένους ανθρώπους που δουλεύουν σε δημόσιες υπηρεσίες που με βοήθησαν κι εκείνοι με τη γραφειοκρατία, με μάτια ευγενικά και φωνή όχι σκληρή και άκαμπτη, κατάφερα να βάλω ρολόγια νερού στο πατρικό της μάνας μου, έφτιαξα και το μαγαζί. Έφτιαξα και το σπίτι, η εξώπορτα δεν έκλεινε όταν ήρθα, τα θυροτηλέφωνα δε λειτουργούσαν, έμπαινες στην αυλή και έπρεπε να προσέχεις μη σου βγει το μάτι από τα κλαδιά που είχαν σκορπίσει προς όλες τις κατευθύνσεις.

Έτσι πέρασε ένας χρόνος, με τον πατέρα στο τηλέφωνο να με καθοδηγεί για τις κακοτοπιές και τη χαρτούρα, και να ανησυχεί γιατί "όλα αυτά τα πράγματα είναι πολλά για μία γυναίκα μόνη της". Μιλώντας βρίσκαμε λύσεις, με ρώταγε πάντα αν είχα λεφτά να πληρώσω το ΤΕΒΕ και τα χαράτσια, του έλεγα ότι έχω και τα τυχερά από το dj-λίκι που με βοηθάνε να τα βγάλω πέρα, μου έλεγε "πόσες δουλειές θα κάνεις παιδάκι μου", του έλεγα "δεν είναι έτσι πατέρα, αυτά που κάνω τα κάνω γιατί τ' αγαπάω και τα ευχαριστιέμαι". Ύστερα το γυρνούσαμε στη φιλοσοφία και του εξηγούσα ότι στόχος μου σ' αυτή τη ζωή είναι όταν έρθει η ώρα να φύγω, να φύγω με όσα λιγότερα απωθημένα γίνεται.

"Ναι, αλλά κουράζεσαι."
"Και στην Αθήνα κουραζόμουνα ρε μπαμπά. Κι εκεί δούλευα για του ενός και του άλλου τα εξοχικά. Τουλάχιστον εδώ, παίρνω το μεροκάματο και πάω και το τρώω σουβλάκια και μπύρες στην υγειά μου, πληρώνω τη βενζίνη μου για να πάω βόλτα με το σκυλί μου στο βουνό, πίνω και έναν καφέ στη θάλασσα κι άμα αργήσω 20 λεπτά να ανοίξω το μαγαζί δεν λογοδοτώ σε κανέναν."

Ο πατέρας έκανε μία παύση κι έλεγε "Δίκιο έχεις κορίτσι μου."

Ο πατέρας μου ήτανε πάντα το στήριγμά μου στα παράλογα του κόσμου και της ίδιας μου της οικογένειας. Ήταν εκείνος που στο τέλος της ημέρας θα με έπαιρνε τηλέφωνο κι αφού μου διηγούταν πώς πέρασε την ημέρα του, ύστερα θα ρωτούσε πως είχα περάσει εγώ τη δική μου. Καμμιά φορά θα με έπαιρνε τηλέφωνο έτσι, για να ρίξουμε και κανένα καλαμπούρι.

"Τί έγινε ρε κόρη;"
"Καλά ρε μπαμπά, εσείς τί κάνετε;"
"Τί να κάνουμε. Σήμερα έκλεισα 45 χρόνια γάμου με τη μάνα σου."
"Περαστικά πατέρα."
"Ευχαριστώ παιδί μου."

Τον πατέρα μου τον έχασα ξημερώματα τριακοστής πρώτης Οκτωβρίου. Και τον μεγάλο λόγο που έχω πει, ότι ήμουν πάντα γνώστης αυτού που είχα στα χέρια μου για όσο καιρό το είχα, τον παίρνω πίσω κάθε μέρα. Ήταν μία σάπια πατάτα, ήτανε πεταμένες λέξεις μέσα στο μυαλό μου. Στεναχωριόμουν για φίλους που περνούσαν από τη γειτονιά μου και δεν μου έλεγαν μία καλημέρα, σκόνταφτα στις λακουβίτσες και αγκομαχούσα στις ανηφόρες. Και ξαφνικά ξημέρωσε η μέρα που έπεσα στο γκρεμό.

Η μάνα μου πάντα έλεγε πώς δεν υπάρχουνε φίλοι. Όταν ήμουν μικρότερη, λογομαχούσαμε πολύ συχνά γι αυτό. Καθώς μεγάλωνα, είχα αρχίσει υποσυνείδητα να αναθεωρώ. Τώρα όμως ξέρω ότι εκείνη είχε λάθος κι εγώ δίκιο.

Γιατί ο πατέρας μου ήτανε στ' αλήθεια ο καλύτερός μου φίλος από τότε που μπορώ να θυμηθώ τί χρώμα έχει ο ουρανός.

posted by mindstripper @ 12/06/2012 06:41:00 pm