Palantir
Ο John είναι ένας άνθρωπος χαμογελαστός και γλυκύτατος. Μόνο όμως με εκείνους που συμπαθεί. Με όλους τους άλλους είναι μία πόρτα γκρίζα και κλειδωμένη, το βλέπω στα μάτια του όταν γυρίζει προς το μέρος τους, αλλά δεν τους κοιτάζει.Τον πρώτο καιρό στη δουλειά, μου έκανε γενικές ερωτήσεις για να σπάσει τον πάγο και να μου λύσει τη γλώσσα. Το έβλεπα ότι έκανε προσεκτική επιλογή των λέξεων και της θεματολογίας του - οι κουλτούρες μας είναι διαφορετικές άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις ποιά μπορεί να είναι η αφορμή μίας παρεξήγησης, έτσι πάντα σκέφτεται ένας Άγγλος. Ο John, ευγενικός και συγκρατημένος, που και που μέσα στη μέρα μου μιλούσε από τη θέση του, στο ενάμισι μέτρο που χωρίζει τις καρέκλες μας. Σε προηγούμενη δουλειά του σελιδοποιούσε και έκανε στησίματα σε πολυγλωσσικές μεταφράσεις κειμένων. Από κείνο τον καιρό ακόμα, μου έλεγε, είχε κάνει μία σχετικά φτωχή συλλογή λέξεων στην κάθε γλώσσα. Έτσι τα μίνι καθημερινά μαθήματα Ελληνικής, ξεκίνησαν από τα πολύ βασικά.
"Εφ-κα-ρ(ου)ι-στόου."
"Όχι, όχι, όχι. Το κόλπο είναι στα φωνήεντα. Πρέπει να τα προφέρεις καθαρά. E-A-I-O", τού 'λεγα κι εγώ, ο μαίτρ της Ελληνικής (σιγά και μην).
Ήρθε και το πλέον στερεότυπο στιγμιότυπο, όπου η υποφαινόμενη ερωτήθη για την αντίστοιχη Ελληνική λέξη του Αγγλικού "wanker". Άντε και να παλεύω εγώ μέσα στην νεκρική σιωπή του γραφείου να του αναλύσω την πολυ-χρηστικότητα του γλωσσικού μας πλούτου.
"Οι Έλληνες καμμιά φορά, μπορεί να αποκαλέσουμε ο ένας τον άλλον μαλάκα σε καθημερινές συζητήσεις, όπως εσείς εδώ λέτε ο ένας τον άλλον mate", του είπα με στόμφο.
Θεώρησα το γούρλωμα των ματιών του εντελώς φυσιολογική αντίδραση.
"Δηλαδή εγώ τώρα μπορώ να αποκαλέσω έτσι τον Tom χωρίς να τον προσβάλλω;"
O Tom είναι φωτογράφος. Η θέση του ακριβώς απέναντι από τη δική μου. Τον κοίταξα για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να ζυγίσω την απάντησή μου.
"Ναι, αλλά θα πρέπει να είσαι σίγουρος ότι ο Tom είναι καλός σου φίλος πρώτα", είπα με σοφία απαράμιλλη.
Στις επόμενες εβδομάδες o John με τον Tom άρχισαν να βρίζονται στα Ελληνικά, με μένα να ξεκαρδίζομαι στα γέλια κάθε φορά που προσπαθούσανε να αποκαλέσουνε ο ένας τον άλλον "αρκκκκ-ίθθι".
Ύστερα ήρθε η μέρα που ο Alan έπαθε αυτό το πράγμα στο κεφάλι του και ήρθανε και τον πήρανε με το ασθενοφόρο. O Alan είναι ένας άνθρωπος αεικίνητος και πλακατζής, που δύο φορές μέσα στην εβδομάδα, ανοίγει τα συρτάρια του και μοιράζει καραμέλλες και μικρά σοκολατάκια στον όροφο, αρχίζοντας πάντα από τις γυναίκες. Εκείνη την ημέρα, στη μισή ώρα που ο Alan καθόταν ανήμπορος στην καρέκλα του κι εμείς γύρω του καθόμασταν σαν τα στρατιωτάκια στα γραφεία μας με καρφωμένα τα μάτια μας επάνω του, έγινε κάτι το συγκλονιστικό: ο επικεφαλής του τμήματος και δεύτερος στην ανώτατη διοίκηση της εταιρίας, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να σηκωθεί από τη θέση του, τρία γραφεία πιο πίσω και να έρθει προς την πλευρά μας να δει τι έχει γίνει. Οι νοσοκόμοι ήρθανε, βάλανε τον Alan που ήτανε σχεδόν κοκκαλωμένος πάνω στο καροτσάκι, ανοίξανε την πόρτα και φύγανε.
Πίσω μου άκουγα τον κύριο επικεφαλή να μιλάει στο τηλέφωνο με έναν πελάτη. Δύο λεπτά μετά γέλασε δυνατά.
Ξαφνικά, η παρουσία μου μέσα σε εκείνον το χώρο μου φάνηκε εντελώς παράλογη. Σηκώθηκα και προχώρησα γρήγορα και με το κεφάλι μου σκυφτό προς την κουζίνα. Ο John ακολούθησε σε λίγα λεπτά, βρίσκοντάς με να κόβω βόλτες πέρα-δώδε.
"Είσαι καλά;" με ρώτησε.
Άρχισα να βρίζω στην αρχή στα Ελληνικά και ύστερα στα Αγγλικά. O John αφουγκράστηκε λίγο και ύστερα έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου. Είπε:
"Τόσους μήνες εδώ, πρώτη φορά σε ακούω να βρίζεις."
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα η σχέση μας άλλαξε εντελώς. Οι σύντομες κουβέντες μας μέσα στο γραφείο είχανε θέμα τον τρόπο που λειτουργούνε οι άνθρωποι στη δική μου αλλά και στη δική του χώρα. Σε κανέναν από τους δυο μας, δεν αρέσει αυτό που βλέπει γύρω του. Αρχίσαμε να ανταλλάσουμε τα mp3 player μας και να προσφέρουμε ο ένας στον άλλον μουσικές σαν να ήτανε οι καραμέλλες του Alan. Μου έβαλε να ακούσω Robert Johnson και Johnny Winter, έμαθα τους Allman Brothers. Του έγραψα όλη τη δισκογραφία του Ry Cooder. Του εξήγησα την απερίγραπτη χαρά μου όταν μετά από τόσα χρόνια επιτέλους ανακάλυψα ότι κομμάτι της μουσικής από το Κάμπινγκ και τον Μάιμο ερχότανε από το Paris Texas. Άρχισε να μου διηγείται ιστορίες, όπως τότε που είχε πάει σε μεγάλο γνωστό club του Birmingham για να δει ζωντανά τους Thin Lizzy να παίζουνε support. Ανακάλυψε ότι του αρέσουνε οι Pink Martini, οι Logh και οι Iron & Wine.
Χτες, αμέσως μόλις είδε το όνομα του Paul Simon στο mp3 player μου, έτρεξε να πάρει το δικό του.
Ήθελε να μου βάλει να ακούσω το Rene and Georgette Magritte With Their Dog After the War.
Λίγο πριν βάλω τα ακούστικά στα αυτιά μου με σταμάτησε, δίστασε μια στιγμή και στο τέλος είπε:
"Το ξέρω ότι μπορεί να σου φανεί υπερβολικό, αλλά παρ΄ότι αγαπάω πολύ αυτό το τραγούδι αποφεύγω να το ακούω, γιατί προς στο τέλος του αισθάνομαι έναν κόμπο στο στήθος μου, σαν να είμαι έτοιμος να αρχίσω τα κλάμματα."
Τον κοίταξα σαν να είχε βγει από παραμύθι. Ήξερα τώρα γιατί απ' όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει αυτόν τον περασμένο χρόνο στο ταξίδι μου εδώ, αυτός είναι ο μοναδικός που μου λείπει ήδη, ενώ ακόμα δεν έχω φύγει.
O John είναι 60 χρονών και είναι αυτός στον οποίον θα ήθελα κάποτε να μοιάσω.
posted by mindstripper @ 10/24/2008 12:44:00 am
2 Comments:
Είναι παράξενα τα παιχνίδια της ζωής. Η δόλια μας κάνει ό,τι θέλει. Πολλές φορές το όμορφο το προσπερνούμε, ή αν και δίπλα μας δεν καταφέρνουμε να το δούμε ποτέ. Να που γνώρισες έναν όμορφο άνθρωπο. Μέρα καλή
Γεια σου Λάκη μου. :-) Ναι, είναι αλήθεια αυτό που λες. Είναι και η βαρύτητα που δίνουμε πολλές φορές στον ίδιο μας τον εαυτό, μας απορροφάει, γινόμαστε Γκόλουμ. Ο καιρός που περνάω με τον John, κι αυτός με μένα, είναι σαν τα best of ενός αγαπημένου δίσκου.
Καλημέρα.
Post a Comment
<< Home