Εν πλω [κάθαρση]
Απλώνω τα πόδια μου στην πλαστική καρέκλα απέναντί μου.Γύρω μου τεράστιες τζαμαρίες.
Πίσω τους χείμαρρος από φως, το μπλε της θάλασσας.
Ο αέρας είναι ζεστός. Μυρίζει αλάτι.
Διπλώνω τον αγκώνα μου και ακουμπάω στη σιδερένια μπάρα πλάι μου, η παλάμη του χεριού μου ξεκουράζεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού.
Κι έτσι κάθομαι ώρα πολλή και αγναντεύω τη θάλασσα.
Υγρό ασήμι τα κύματά της, με τυφλώνουνε. Μισοκλείνω τα μάτια.
Βγάζω από την τσάντα μου τα γαλάζια γυαλιά ηλίου που αγόρασα στο δρόμο ανάμεσα σε δύο χώρες, δύο χρόνια πριν.
Τα μάτια μου ημερεύουν, ανοίγουν διάπλατα, λες κι έτσι θα μπορέσουν να ρουφήξουν μέσα τους την τόση μαγεία, την τόση ομορφιά που απλώνεται μπροστά τους.
Είναι τέτοιες οι στιγμές που σκέφτομαι πως αν το φευγιό ήταν αμαρτία, τότε το μόνο που θα ήθελα, είναι να κολυμπάω μέσα σε μία θάλασσα από δαύτην.
Αλλά αμαρτία δεν είναι αυτό.
Αμαρτία είναι ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα Παρασκευής που γυρίζω σπίτι μου από τη δουλειά, εκεί γύρω στις 8, να χαζεύω το απόκομμα του πληρωμένου λογαριασμού του ΟΤΕ που κρατώ στα χέρια μου, και να αναρωτιέμαι μηχανικά τί είναι το χαρτί αυτό και ποιά εγώ που το κρατάω.
Αμαρτία είναι ένα πρωί να βλέπω έξαφνα μπροστά μου τον κατακόκκινο ανθό του γερανιού και από μέσα μου να ικετεύω τη συγχώρεσή του επειδή του είχα υποσχεθεί πως θα γιορτάζαμε μαζί τα πρώτα του γενέθλια.
Αμαρτία είναι αυτόν τον ήλιο που μου χαμογελάει, να επιτρέπω να μου τον στερούνε κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, μήνες, χρόνια τώρα.
Η μέρα σβήνει, Αθήνα είσαι καμίνι, ώσπου να φέξει, να δούμε ποιός θ' αντέξει...
Λίγες ώρες πριν μπω στο καράβι, συνάντησα τον φίλο μου τον Η., έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού. Είχα να τον δω γύρω στον έναν μήνα, είχαμε να μιλήσουμε στο τηλέφωνο δύο εβδομάδες περίπου. Αγκαλιαστήκαμε σαν να είχαμε να ειδωθούμε χρόνια. Μιλήσαμε για λίγα λεπτά μόνο.
"Πώς είσαι;"
"Δεν είμαι καλά."
"Ούτ' εγώ. Γι αυτό φεύγω."
Αμαρτία είναι να με ρωτάνε τί κάνω και να απαντάω "Μια χαρά", ενώ αυτό που θέλω να κάνω στ' αλήθεια είναι να το βάλω στα πόδια, μπας και προλάβω εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που αρνείται να δεχθεί τις αρετές του Κάπιταλ Σταρ Σύστεμ κι όλο φεύγει-φεύγει, εγκαταλείπει το άλλο κομμάτι στην τύχη του, στις επιλογές του, στους στόχους που έχει καταφέρει να εκπληρώσει, κι ας έχει φυλακίσει σε στεγανά στο όνομα αυτών τα όνειρά του, και μαζί μ'αυτά το παιδί που τα είχε οραματιστεί.
Ο ήλιος πέφτει.
Οι περισσότεροι επιβάτες εγκαταλείπουν το κατάστρωμα - κάνει λίγο ψύχρα.
Βλέπω απέναντι στο βάθος ένα καράβι να κατευθύνεται προς την πόλη που έχω αφήσει πίσω μου. Μου φαίνεται βαρύ πολύ, σαν τη γέρικη χελώνα που παλεύει να επιταχύνει μέσα στο υγρό στοιχείο, δίχως αποτέλεσμα.
Έτσι είναι τα καράβια της επιστροφής. Αργοκίνητα, αδιάφορα και βαριά πολύ.
Μα το δικό μου καράβι του γυρισμού θα είναι μια σταλίτσα πιο ελαφρύ.
Γιατί τις δικές μου τις αμαρτίες έδωσα μία και τις πέταξα όλες λίγο πριν στο ανοιχτό πέλαγος.
Έπειτα, με το χαμόγελο και το παιχνιδιάρικο βλέμμα του παιδιού που κουράστηκε πια να τρέχει, έκατσα να τις παρατηρώ από ψηλά να βουλιάζουν, μέχρι που χάθηκαν στα βάθη του ωκεανού.
Ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου κι εκεί μπροστά μου, είδα έναν γλάρο να μου γελάει.
posted by mindstripper @ 5/25/2006 08:32:00 pm
16 Comments:
Τη γοργόνα την είδαμε μόνο εμείς, ε;
Ετσι ειναι, η θαλασσα γιανει τα παντα, ακομα και τις εγνοιες μας. Γι'αυτο διακοπες σημαινε παντα να παρεις το καραβι για το νησι. Γιατι στη διαδρομη πεταγες τα αχρηστα απο το καταστρωμα και το μονο που σου εμενε ηταν η αρμυρα στα μαλλια.
Μου λειπουν τα θαλασσινα ταξιδια. Σ'ευχαριστω για τη βολτα :)
[Μια Ου - Beta Blank]
Το πέλαγος, το πέλαγος. Αυτό μου λείπει από την Ελλάδα. Όχι πως εδώ δεν έχει θάλασσα, αλλά να, προτίμησα να ζω στην ενδοχώρα, μακριά από τις τουριστικές παγίδες. Να΄σαι καλά ρε μάιντ...
Yeeeessss!!! Τέλεια :-))))
Βουτιές και βαθιές αναπνοές παρακαλώ!!!
Τα μάτια μου ημερεύουν, ανοίγουν διάπλατα, λες κι έτσι θα μπορέσουν να ρουφήξουν μέσα τους την τόση μαγεία, την τόση ομορφιά που απλώνεται μπροστά τους.
Αλήθεια, μόνο σε θαλασσινά ταξίδια και ψηλά στα βουνά μου συμβαίνει αυτό, λες κι όλο τον υπόλοιπο καιρό, τα μάτια μου είναι θεριά ανήμερα.
Μακάρι να ήταν αλήθεια ότι ξεφορτώνεσαι την αμαρτία (όπως τη λες ακριβώς είναι) στο ταξίδι, αλλά το νιώθω κι εγώ να συμβαίνει κάθε που αγναντεύω τη θάλασσα να τρέχει κάτω από τους γλάρους, κι έτσι ίσως είναι αλήθεια. Άσε τους άλλους να εγκαταλείπουν το κατάστρωμα' δεν κάνει ψύχρα, η ψυχή είναι που φτερουγίζει καθώς ξεμουδιάζει από το βάρος.
Να' σαι καλά, για τη γραφή-βάλσαμο...
Καλα να περασεις mind! :-)
Σχεδίασες ταξίδι να μας πας...όσο μακρινό και φαντάζει. Η αλμύρα της θάλασσας "καλάει" το πληκτρολόγιο. Ας είναι...
Αχ βρε κοριτσάκι.....αχ βρε κοριτσάκι....
Τι με θυμίζεις ... Τι με θυμίζεις
Ο γλάρος σου μου θύμισε το albatros του Beaudelaire. Ελπίζω να βρω στο πατρικό μου την υπέροχη μετάφραση του Σημηριώτη (θείου του αγαπημένου συγχωρεμένου Κυριάκου) και να σου στείλω το συγκεκριμένο ποίημα.
Ένα κοριτσάκι μετράει τα κύμματα...
Προσπάθησε να μην τα βρεις ποτέ σωστά, αλλιώς δεν θα τα ξαναμετρήσεις.
καλά να περάσεις Μιντυ όπου και να είσαι!
φιλιά πολλά!
Καλημερίζω και ευχαριστώ πάρα πολύ όλους σας για τις ευχές και τα λόγια σας. Να είστε καλά παιδιά.
Από το καράβι κατευθείαν στη δουλειά σήμερα. Λίγο κουρασμένη αλλά πολύ πολύ πιο ήρεμη. :-)
Juanita, θα το περιμένω με ανυπομονησία όποτε βρεις το χρόνο να το ψάξεις (κι ευχαριστώ πολύ που με σκέφτηκες). :-)
χμμμμ ... ταξιδάκι βλέπω και δεν μπήκε ο Ιούνης ακόμα. Σε είχα καταλάβει τι σιγανοπαπαδιά είσαι σύ! Αλλά και εμέις δεν καθήσαμε με σταυρωμένα τα χέρια. Πήραμε σβάρνα όλες τις παραλίες τις αττικής το σου κου που μας πέρασε!
Του Σημηριώτη την μετάφραση δεν κατάφερα να την βρω ακόμα. Όμως, το έχει μελοποιήσει ο Μάλαμας και ο Ξυδάκης, σε μετάφραση Αλέξανδρου Μπάρα.
AΛMΠATPOΣ
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πως κοίτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
L'Albatros - Charles Beaudelaire
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poëte est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
Το κομμάτι σαν τίτλος από Μάλαμα μου φαίνεται γνωστό, αλλά πάλι είναι πολύ πιθανόν να μην το έχω ακούσει καν. Σ' ευχαριστώ πολύ γι αυτήν την πληροφορία Χουανίτα (από αύριο μπαίνω σε search mode). ;-)
ΝετΚέρβερε, μμμ... (κατά το 'Τί μας λές') :-P
Post a Comment
<< Home