Ντροπή μου
Μπαίνω στο ασανσέρ με την τσίμπλα στο μάτι. Έχω βάλει και τα γυαλιά ηλίου η ψωνάρα, για να μη μου έρθει απότομο το φως του ηλίου. Είναι λίγο αργόστροφος ο ρημαδιασμένος ο ανελκυστήρας, μένω κι εγώ λίγο στα ψηλά... έχω ξεχαστεί να ζουλάω ένα σπυράκι στον καθρέφτη, με στυλ Σουάρζενέγκερ. Εκεί που το έχω στριμώξει τσακ!... ελαφρά αναπήδηση του θαλάμου.Ώπα, συμμαζέψου, μπαίνει κι άλλος.
Άντε τώρα να ξαναπετυχαίνω το σπυρί στον καθρέφτη του αυτοκινήτου...
Αλλά μου έφυγε γρήγορα ο προβληματισμός.
Σε χρόνο μηδέν, σαν σε σκηνή θρίλλερ, η μία από τις δύο λάμπες-σποτ (που ακόμα λειτουργούσαν από το σύνολο των τεσσάρων που υπήρχαν) καίγεται με το που ανοίγει η πόρτα!
Εδώ θα ανοίξω μία μικρή παρένθεση.
Είμαι άνθρωπος που φοβάται το σκοτάδι, αλλά υπό όρους. Δηλαδή... κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, σβήνω όλα τα φώτα, κλείνω όλα τα παραθυρόφυλλα. Στο δωμάτιο που κοιμάμαι δε θέλω να μπαίνει ούτε αχτιδούλα φωτός. Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία, είδα κι έπαθα να μάθω να κοιμάμαι χωρίς πατζούρια. Όμως, αν παραδείγματος χάρην, πάω πολύ βαθυά στη θάλασσα και ξαφνικά κοιτάξω προς τον (σκουροπράσινο) βυθό, παθαίνω μία κρίση πανικού κι αρχίζω να κολυμπάω προς την ξηρά σαν την παλαβή που την κυνηγάνε με ψαροντούφεκο. Αν επίσης βρίσκομαι σε μικρών διαστάσεων χώρο, κλειστό και όχι γνώριμο και σβήσουν τα φώτα, είμαι ικανή να αρχίσω να τραγουδάω την «Ιτιά» προκειμένου να μη χάσω την ψυχραιμία μου (ευκαιρία να δοκιμαστεί κάτω από την περίσταση και η ψυχραιμία των άλλων). Αυτή η αίσθηση του υπαρκτού κενού στον χώρο και του εαυτού μου απλά να υπάρχει τυχαία κάπου μέσα σ’ αυτόν, με κάνει να αισθάνομαι όπως θα αισθανόταν ένα μυρμήγκι την ώρα που βλέπει ένα Timberland νούμερο 46 να κατεβαίνει ουρανοκατέβατο στο κεφάλι του.
Κοινώς, κλάνω πατάτες.
Κλείνει η παρένθεση.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, καθώς ο ανελκυστήρας είχε σχεδόν συσκοτιστεί και είδα την πόρτα του να ανοίγει σαν μία σωτήρια πηγή φωτός, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να δώσω μία και να βγω έξω. Αλλά συκρατήθηκα.
Είσαι σοβαρή κοτζάμ γαϊδούρα?Αυτοί στο Μακεδονία κάθε βράδυ τόσα πράγματα κάνουνε...
Βλέπω δύο μάτια μαύρα κι άραχνα ανάμεσα σε δύο μαύρους, κατάμαυρους κύκλους να με κοιτάνε με βλέμμα φονικό, κάτω από μία λιγδιασμένη φράντζα. Σκέφτομαι αστραπιαία τί έχω μαζί μου μέσα στην τσάντα, που θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει σαν όπλο.
- Κραγιόν - εδώ γελάμε
- Στυλό - ναι καλά
- Η μαγική κασσετίνα - που έχει μέσα όλα τα σκατολοϊδια, από ταυτότητα και δίπλωμα μέχρι τα κουπόνια του Dia και την απόδειξη από το συνεργείο που την κρατάω επίτηδες, για να την βλέπω όποτε τυχαία μπαίνω σε κάποιο κατάστημα ρούχων κι αρχίζω να ρίχνω μια ματιά...
- Το καινούργιο CD του Πλούταρχου – ναι είμαι μία κρυφή λαϊκω, έχω πάει και στο Μελά, εντάξει?
Απελπισία.
Και στο καπάκι, βροχή οι σκέψεις:
Αχ, δεν θα προλάβω να δω τα αυγουλάκια του Μήτσου και της Τούλας να σκάνε...
Ίσως αν δει τον λογαριασμό του τηλεφώνου απλήρωτο και το πορτοφόλι μου με 10 ευρώ να με λυπηθεί.
Αν αρχίσω να τραγουδάω την Ιτιά μήπως?...
Τον κοίταξα καλύτερα. Ντυμένος στα μαύρα, καλοκαιρινό μποτάκι allstar, τσίτα όλα τα ρούχα πάνω του, αμάνικο μπλουζάκι, ένα τζην το οποίο είχε στάνταρ δύο χρόνια (τουλάχιστον) να μπει στο πλυντήριο, με ένα τατού να σκαρφαλώνει στην αριστερή πλευρά του λαιμού του κι άλλο ένα να του καλύπτει όλο το δεξί μπράτσο. Από τον τρόμο μου εκείνη την ώρα, ούτε που τους έριξα δεύτερη ματιά. Το πιο πιθανό έτσι κι αλλιώς, ήτανε να είχε ζωγραφισμένο κανέναν άγγελο μαχαιρωμένο μέσα στα αίματα, με το διάολο από πάνω του να κουνάει πανηγυρικά καμμιά τρίαινα...
Πιτσιρικάς είναι μωρή, ηρέμησε.
Πιτσιρικάς, ξε-πιτσιρικάς, στέκεται ακριβώς απέναντί μου με το πρόσωπό του ούτε στιγμή να αλλάζει έκφραση, βγάζει ένα ημιστρόγγυλο αντικείμενο στο μέγεθος της παλάμης του κατά έναν μαγικό τρόπο από κάπου κάτω από την μπλούζα του, και κοιτάζοντάς με έντονα (να μην ξεχνάμε ότι συνέχισα να φορώ το γυαλί ηλίου το βόιδι), το γυρίζει ανάποδα και το περιεργάζεται. Με μία απότομη κίνηση, ρίχνει μπροστά τη φράντζα, γυρίζει το κεφάλι προς την πόρτα του ανελκυστήρα και παράλληλα αρχίζω ν’ ακούω κάτι βρυχηθμούς, κάτι ουρλιαχτά και πολλά κλαπατσίμπανα. Κι εκείνη την ώρα νοιώθω τα γόνατά μου να λύνονται από την ανακούφιση καθώς για πρώτη φορά διακρίνω τα καλώδια από τα ακουστικά στα αυτιά του.
Δόξα το Θεό, μεταλλάς είναι το παιδί!...
Και μου κράτησε και την πόρτα βγαίνοντας πρώτος, για να περάσω.
Και λέω εγώ τώρα... Αυτό το μποτάκι το allstar να μην μου «κάνει» τίποτα?... Κι εγώ έτσι ήμουν κάποτε...
Σα δε ντρέπομαι. Ακόμα με τρώνε οι τύψεις.
posted by mindstripper @ 7/07/2005 01:55:00 pm
2 Comments:
Είμαι σίγουρος ότι αν ήξερε ότι βρίσκεται σε λιγότερο από ένα μέτρο μακρυά από το CD του Πλούταρχου που είχες στην τσάντα σου, θα πάθαινε χειρότερη κρίση πανικού από εσένα...
Λες, ε?... Ή αυτό ή θα μου άξιζε αυτό που θα πάθαινα τελικά! :P
Post a Comment
<< Home