@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Wednesday, June 28, 2006

Ο άσπρος φάκελος

"Θα σου πω όταν γυρίσεις."
"Τί πα' να πει θα μου πεις όταν γυρίσω; Τώρα θα μου το πεις!"
"Μην επιμένεις, είναι πολύ σοβαρό, δεν μπορώ να στο πω έτσι στο πόδι."
"Είσαι τρελός; Μου ακούγεσαι χάλια στο τηλέφωνο, μου το λες κι ο ίδιος ότι δεν είσαι καλά, και δεν θα μου πεις τί στα κομμάτια έχεις;"
"Δεν μπορώ σου λέω να στο πω έτσι. Πρέπει να κάτσουμε να μιλήσουμε. Θέλει το χρόνο του αυτό το πράγμα."
"Λοιπόν, χωρίς πλάκα τώρα, με κάνεις και ανησυχώ πραγματικά, έτσι; Πες μου κάτι, δύο κουβέντες μόνο ρε παιδί μου."
"Φύγε εσύ μάτια μου κι όταν γυρίσεις θα βγούμε την ίδια μέρα έξω να τα πούμε. Δεν μας βιάζει τίποτα..."
Ξυπνάει η μάνα μέσα μου και τον κοιτάζω δύσπιστα, σχεδόν επιθετικά.
"Αλήθεια σου λέω", τονίζει τις λέξεις μία-μία βλέποντας το βλέμα μου. "Μη με κοιτάς έτσι, δεν επείγει τόσο πολύ."

Η κουβέντα αυτή γύρω στον ένα μήνα πριν. Ο Δ., άνθρωπος που γνώρισα μέσω κοινού φίλου, φίλος καλός πια, που στην πορεία η ζωή έχει υφάνει κι έχει τυλίξει τους δρόμους μας και μαζί και χώρια μέσα στον διάφανο ιστό της.

Έφυγα λοιπόν. Για τέσσερις μέρες. Η έγνοια μου γι αυτόν είχε μείνει πίσω. Ήρθαν στιγμές που την ξέχασα, ξέχασα την έγνοια μου, ξέχασα και αυτόν, τον φίλο μου τον Δ...

Αλλά με το που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα ξανά, τον πήρα τηλέφωνο.
"Πες μου ώρα και μέρος."

Πήγαμε στο αγαπημένο μου στέκι στου Ψυρρή. Έκανε έναν πρόλογο μακροσκελή και άσκοπο, ενώ έβλεπα τη θλίψη στα μάτια του. Και μετά μου το είπε απλά και απότομα, όπως ακριβώς το είχε ακούσει κι ο ίδιος:
"Ο Χ. μου είπε πως είναι οροθετικός."

Ένοιωσα στιγμιαία τα πόδια μου να κόβονται. Ευχήθηκα κι αυτό το λιγοστό φως που υπήρχε στο μαγαζί, να έσβηνε, να μην φαινόταν η έκφραση του προσώπου μου όταν άκουσα αυτές τις κουβέντες του. Αλλά ο Δ. ήδη με κοιτούσε γνωρίζοντας την αντίδρασή μου, χαμογελώντας περίεργα. Όπως χαμογελούσε η μάνα μου όταν ήμουν μικρή και μου έβαζε κομπρέσες την ώρα που παραμιλούσα από τον πυρετό κι έβλεπα σχέδια κι ανθρώπους να περπατούν στο ταβάνι.

"Γιατί δεν στο έλεγε νωρίστερα;" ψέλλισα.
"Έλα, αποκλείεται να έχω κολλήσει, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο προσεκτικός ήταν μαζί μου όλον αυτόν τον καιρό."
"Δε σε ρώτησα αυτό, σε ρώτησα γιατί δεν στο είπε νωρίτερα γ@μώ το κεράτο μου μέσα", το μυαλό μου είχε αρχίσει να παίρνει ανάποδες στροφές.
Κατάλαβα ότι η αντίδρασή μου ήταν αυτή ακριβώς που δεν θα έπρεπε να έχω. Η φίλη μας η Ν. έλειπε εκείνες τις μέρες στο εξωτερικό, έπρεπε να είμαι ψύχραιμη και μετρημένη. Για λογαριασμό όλων μας.
"Θέλω να πω, πόσο καιρό ακριβώς έχει που στο έχει πει;..." μαλάκωσα λίγο τη φωνή μου.
"Την περασμένη εβδομάδα."
"Και πόσο καιρό είστε τώρα μαζί;"
"Ε, ενάμισι με δύο μήνες, κάπου εκεί..."

Ο Δ. βγήκε το χειμώνα που πέρασε από μία τρίχρονη σχέση. Απ' αυτές που αφήνεσαι και στην πορεία ένα κομμάτι του εαυτού σου, νοιώθεις απλά ότι δεν υπάρχει πλέον. Τον ίδιο καιρό τα υπόλοιπα τρία μέλη της παρέας τρώγαμε ο καθένας και το προσωπικό του στραπάτσο. Περάσαμε τις στεναχώριες και τα γιατί με πολλά γέλια, πολύ κρασί και κάργα Στέλιο και Μαρινέλλα, εκείνη τη μέρα του Γενάρη που ένας δυνατός σεισμός με υποθαλάσσιο επίκεντρο τάραξε όλη την Ελλάδα για άλλη μία φορά, σε ένα σπίτι το οποίο είχε πάρει κίτρινο σταυρό στο σεισμό του 1999, στο σπίτι του Δ. Εκείνη η μέρα τελικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν από τις πιο όμορφες που έχω περάσει με τους φίλους μου τα τελευταία χρόνια. Μ' αυτούς τους φίλους που κατέληξαν να με παρακαλούν να τσακιστώ να ανέβω πάνω για να φάω το φαϊ που είχαμε μαγειρέψει όλοι παρέα, κι εγώ να τους φωνάζω μες στη μέση του δρόμου, κάτω από το σπίτι, να μου κατεβάσουν το πιάτο μου για να το φάω μέσα στο αυτοκίνητο. Με τα πολλά-πολλά τελικά ανέβηκα. Σε κατάσταση συναγερμού για πολλή ώρα, μέχρι που η μυρωδιά του κρασιού σκέπασε τα πάντα και οι διαβόλοι μέσα μου έπεσαν ξεροί από τις αναθυμιάσεις.

"Θα πάω να κάνω εξετάσεις και ήθελα να σε ρωτήσω μωρέ, αν δεν μπορέσει να έρθει ο Χ. μαζί μου... θα έρθεις εσύ;" θυμάμαι ακόμα τα μάτια του να με κοιτούν με ύφος παρακαλετό.
"Το ρωτάς μωρέ; Όποτε θέλεις."
"Καλά, αν και μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει, αλλά στο λέω σε περίπτωση που δεν κάτσει ρε παιδί μου, ξέρεις...", μου είπε με μία βεβαιότητα γεμάτη αμηχανία.

Έτυχε λοιπόν κι έκατσε επαγγελματικό ταξίδι στον Χ. την ημέρα που είχαν κανονίσει να πάνε στο ιατρικό κέντρο για τις εξετάσεις. Ο Χ. τον καθησύχασε βεβαιώνοντάς τον πως θα πηγαίνανε με το που θα γύριζε πίσω από το ταξίδι. Κι ο Δ. κατάφερε να στηριχτεί σ' αυτή την υπόσχεση για μία μέρα περίπου. Μετά με πήρε τηλέφωνο.

"Θα έρθεις να πάμε μαζί τη Δευτέρα το πρωί να μου πάρουν αίμα; Δεν αντέχω να περιμένω άλλο."
"Τί ώρα;"
"Ε, από τις 7 και μισή ξεκινούν..."

Κοιμήθηκα σπίτι του εκείνο το βράδυ. Φλυαρώντας για ένα απέραντα γαλάζιο εικοσιτετράωρο που είχα μόλις περάσει. Τρώγοντας σαλάτα του σεφ και πίνοντας μία Amstel "για να στρώσει το στομάχι". Ρίχνοντας κατάρες στον τρόπο με τον οποίο τον τελευταίο καιρό, ορισμένα υποκείμενα στη δουλειά με κάνουν και νοιώθω εντελώς έξω από αυτήν και το χώρο της. Αναγκάζοντάς τον παράλληλα να δει στο MAD το video του Γιάννη Πλούταρχου από το "Σαν να είσαι εδώ" και να ακούσει και την αγριοφωνάρα μου να το συνοδεύει. Στο τέλος απελπίστηκε, ήθελα να πιστεύω από όλες οι βλακείες που έλεγα και έκανα, αλλά ήμουν σίγουρη ότι ήταν από τα στοιχειά που του ροκανίζανε το μυαλό.

"Άντε, πάμε για ύπνο τώρα, πέρασε η ώρα."

Το πρωί, νευρικοί και οι δύο. Εγώ δήθεν κουλ. Κρύο στην αίθουσα αναμονής. Από το κλιματιστικό κι από το μέσα μας. Κρεμόμασταν από τα χείλη των νοσοκόμων που φώναζαν τα νούμερα προτεραιότητας των παρευρισκομένων.
Άκουσα μία κυρία να μιλάει δίπλα μου σε μία έγκυο.

"Σε ποιό μήνα είσαι;"
"Στον έβδομο."
"Άντε με το καλό να λευτερωθείς κοπέλα μου."

Η εικόνα ενός τοκετού με επιπλοκές ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου. Τρόμαξα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να την διώξω μακρυά. Ανακάθησα στη θέση μου για να ξορκίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Αηδίασα με μένα.

Έσκυψα και πήρα από το βάζο μπροστά μας δύο καραμέλλες πορτοκάλι.
"Για μετά", είπα στον Δ. που με κοίταξε και του έδωσα τη μία.

Κάποια στιγμή τον φώναξαν. Σηκώθηκε πάνω, μπήκε στο δωματιάκι που του υπέδειξαν, κίτρινος και μουδιασμένος. Οι εξετάσεις θα έβγαιναν την επομένη το απόγευμα, απάντησε στο ερευνητικό μου βλέμα όταν βγήκε μετά από πέντε λεπτά.
"Θα έρθεις μαζί μου να τις πάρουμε;"
"Γιατί, είχες την εντύπωση ότι και να μην μου το ζητούσες θα την γλύτωνες;..."

Μέχρι εκείνη την ώρα είχα σκεφτεί άπειρα σενάρια για τον φίλο μου, είτε αυτά τα οραματιζόμουν κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε τα έβλεπα στον ύπνο μου το βράδυ. Είχα ταυτιστεί με την αγωνία του, με τους φόβους του, με τις σκέψεις εκείνες που το δικό του μυαλό κραύγαζε στο δικό μου ανάμεσα στις μικρές παύσεις των συζητήσεών μας.
Το πρόβλημα δεν ήταν ο Χ.
Η συμπεριφορά του, ναι. Αλλά όχι ο ίδιος. Τον είχε προφυλάξει με κάθε τρόπο δυνατόν. Ακόμα κι αν άργησε να του ανακοινώσει το γεγονός ότι έπασχε από την νόσο.
Δεν είχε σημασία αυτό τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Αυτό που είχε την πρωτεύουσα σημασία πλέον ήταν το πριν.
Ήταν όλες οι απερισκεψίες που είχε κάνει κατά καιρούς. Κι αυτός και όλοι μας.
Ήταν όλοι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει τον τελευταίο καιρό και του υπενθύμισαν έναν κίνδυνο μπροστά στον οποίον είχε κλείσει τα μάτια του αρκετές φορές στο παρελθόν. Κι αυτός και όλοι μας.
Ήταν ένας κόσμος στον οποίον μπήκε ξαφνικά εντελώς απροετοίμαστος, μη γνωρίζοντας ακόμα αν είχε διαβεί το κατώφλι του ως απλός θεατής ή ως πρωταγωνιστής.
Κι εκεί ήταν αυτός μόνος του.
Οι άλλοι όλοι είμασταν απ' έξω.

Καθώς περιμέναμε για τα αποτελέσματα το επόμενο απόγευμα, δεν υπήρχαν ώρες, δεν υπήρχαν λεπτά, υπήρχε μία στιγμή και μόνο που φάνταζε σαν φυλακή σκοτεινή, υγρή και βρώμικη.
Αυτή τη φορά δεν έκανε κρύο στην αίθουσα αναμονής. Αντίθετα, τα χέρια μου είχαν μουσκέψει από τον ιδρώτα και τα σκούπιζα συνέχεια πάνω στο φόρεμά μου.
Ήθελα ανά πάσα ώρα και στιγμή να τρέξω στην τουαλέτα.
Έβλεπα τον Δ. δίπλα μου να έχει χλωμιάσει, το κεφάλι του να αντιδρά και στο παραμικρό ερέθισμα.
Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτάκι προτεραιότητας.
Αριθμός 31.
"Το νούμερο 30 παρακαλώ", φώναξε μία κοπέλα από τη γραμματεία.
Γύρισα από την άλλη μεριά και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Αυτές οι κοπέλες να ήξεραν άραγε πόσο σημαντικές και μισητές μαζί φάνταζαν στα μάτια μας εκείνη την ώρα;

Έσκυψα και πήρα δύο καραμέλλες πορτοκάλι από το βάζο.
"Για μετά", έδωσα στον Δ. τη μία και του χαμογέλασα όσο πιο αληθινά μπορούσα.

Από τη γραμματεία ακούστηκε καθαρά το νούμερό του. Πετάχτηκε επάνω. Άπλωσε το χέρι του να παραλάβει το φάκελο, αλλά η κοπέλα έκανε μία κίνηση και τον τράβηξε ξανά προς το μέρος της. Μίλησε για λίγο χαμηλόφωνα με την προϊσταμένη της, έβαλα αυτί, "προφανώς για τον αριθμό Μητρώου μιλάνε, σώπα, θα τα βρούνε", είπα στον φίλο μου. Το κεφάλι μου είχε αρχίσει να πονάει από το σφίξιμο των δοντιών μου. Ο Δ. έκανε μία απότομη μεταβολή. Τον άκουσα να βλαστημάει μέσα από τα δόντια του. Ετοιμαζόμουν να τον αρπάξω από το μπράτσο όταν γυρνούσε προς το μέρος μου. Ήξερα ότι ήταν ικανός να τα σπάσει όλα αν αργούσαν λίγο παραπάνω. Το ήξερα γιατί εκείνη την ώρα ήθελα να κάνω κι εγώ θρύψαλλα τα πάντα μπροστά μου.

Ο φάκελος παρεδόθη την αμέσως επόμενη στιγμή με το σχετικό συνοδευτικό χαμόγελο. Ο Δ. τον πήρε και τον κράτησε στα χέρια του για λίγα δευτερόλεπτα. Τον σήκωσε στο φως. Δεν άντεχα να περιμένω, έκανα να του τον βουτήξω από τα χέρια. Τον κράτησε γερά. Τον ξανακοίταξε.

"Αυτό που φαίνεται δίπλα στο όνομά μου τί είναι; Αρ;..."

Δεν απάντησα, δεν έβλεπα τίποτα, έβλεπα μόνο ένα κομμάτι χαρτί που ήθελα να σκίσω χίλια κομμάτια για να μου φανερωθεί επιτέλους το περιεχόμενό του. Είδα τα χέρια του Δ. να ανοίγουν τρεμάμενα τον φάκελο, άκουσα τη φωνή του.

"Αρνητικό."

Βγήκαμε και οι δύο χωρίς άλλη κουβέντα έξω από την πόρτα του κέντρου. Φοβισμένοι ακόμα, με κλάμα βουβό ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μείναμε έτσι πολλή ώρα, σφιχταγκαλιασμένοι. Ένοιωσα δύο λυγμούς να λευτερώνονται από τα στήθια του φίλου μου, άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν, ήταν εντάξει τώρα, μπορούσα να τ' αφήσω να δραπετεύσουν κι αυτά από τη φυλακή που τα κράταγε τόση ώρα αλυσσοδεμένα.

Θέλω κάτι να μου πω.
Αν ξανακάνει σεισμό την ώρα που θα τρώμε πάλι όλοι μαζί στο σπίτι του Δ., εγώ αυτή τη φορά δεν θα το βάλω στα πόδια. Αντί γι αυτό, θα αγκαλιάσω τους φίλους μου όσο πιο σφιχτά μπορώ. Κι άμα μ' αγκαλιάσουν κι αυτοί το ίδιο σφιχτά, χαλάλι στους κίτρινους σταυρούς και τους σεισμούς και τους καταποντισμούς, χαλάλι στη μοναξιά και τις σκασίλες και την ψυχή που θρηνεί πάνω από προσωπικούς γκρεμούς, χαλάλι στις στιγμές που δεν περνούν ποτέ και στα χρόνια που φεύγουν σαν το νερό, χαλάλι ακόμα και στους άσπρους τους φακέλους και στα κορίτσια της γραμματείας των οποίων τα χείλη σπέρνουν και θερίζουν ψυχές.

Η ζωή είναι ωραία σήμερα.

posted by mindstripper @ 6/28/2006 01:01:00 pm

24 Comments:

Blogger ZissisPap said...

Ναι, είναι...
Ένα ποστ... κάθαρση :)

6/28/2006 01:46:00 pm  
Blogger Kyrios Elefantas said...

:)
kalimeraaaa

6/28/2006 02:06:00 pm  
Blogger Mantalena Parianos said...


πάντα
(ευχούλα)
ουφ...
ε?
μουτς

6/28/2006 02:29:00 pm  
Blogger Mirandolina said...

Δεν κανει να κλαίω στο γραφείο, ρε, σου λέω!

6/28/2006 02:35:00 pm  
Blogger morpheous said...

yperoxo!
h teleftaia paragrafos einai anatrixiastikh

6/28/2006 02:35:00 pm  
Blogger Xilaren said...

ax, vre sy...

6/28/2006 02:35:00 pm  
Blogger Rodia said...

respect καρδούλα μου:-)

6/28/2006 03:05:00 pm  
Blogger xryc agripnia said...

Καραμελιτσεεεεεεες!

Ασταδιαλα!Η ζωη ειναι πολυυυυ ωραια,μικρη μου και ανοητη μου.
Σε φιλω και σ'αγαπω.

6/28/2006 03:14:00 pm  
Blogger kukuzelis said...

...τι έγινε τελικά με τον Χ.;

6/28/2006 03:28:00 pm  
Blogger nonplayer said...

Είναι ευλογημένοι όσοι είναι γύρω σου, mind...

Ευτυχώς για το Δ.

6/28/2006 03:42:00 pm  
Blogger agou said...

Ιστορίες σαν κι αυτήν είναι από τη φύση τους συγκινητικές. Εμένα όμως με συγκίνησε και κάτι άλλο: το γράψιμό σου. Έχεις ταλέντο... Εύχομαι όλες οι ιστορίες που χαρισματικά θα μας διηγηθείς να έχουν ευτυχισμένο τέλος, όπως αυτή.

6/28/2006 04:32:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Θάλασσα η κάθαρση, Sigmund. Με την αγάπη μόνο να επιπλέει.

Χαίρεστε κύριε Ελέφαντα! Πορτοκαλαδίτσα, μπυρίτσα, νεράκι Σουρωτή;... :-P

Μανταλένα, ουφ κι αγκαλιά κι ανάσα και τραγούδια και ήλιος και καλοκαίρι. Πάντα. :-)

Έλα βρε Λοκαντιέρα μου! Κλείσε το παράθυρο και μπαίνουνε σκουπιδάκια στα μάτια σου από τον αέρα πού σήκωσε. ;-)

Καλώς τον Μορφέα. :-) Η τελευταία παράγραφος για να πω την αλήθεια είναι σκέτη υπεροψία. Αλλά -ας βάλω και λίγη ποσότητα ύβρεως- ε... δε με νοιάζει κιόλας. Έτσι μας πρέπει. ;-)

Xilaren μου, ελπίζω ειλικρινά να μην σκάλισα κάποια πληγή. Μία σφιχταγκαλιά για τον αναστεναγμο σου.

Νά 'σαι καλά Ροδιά μου. Καλή κι όμορφη μέρα σου σήμερα. :-)

Archive, ετοίμαζε σε παρακαλώ τα αλκοόλια. Όταν θά 'ρθω κάθε μέρα θά 'ναι γιορτή (έτσι κι αλλιώς). Φιλιά ντε! ;-)

Kuk, υποθέτω ότι η ερώτησή σου αφορά στην κατάσταση της υγείας του Χ., o οποίος είναι στο πρώτο στάδιο εδώ και χρόνια. Η νόσος δεν έχει εκδηλωθεί όλον αυτόν τον καιρό και η φυσική του κατάσταση είναι πάρα πολύ καλή. Είναι από τους πιο ήρεμους και παράλληλα από τους πιο δραστήριους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Η διατήρηση της σχέσης του με τον φίλο μου τον Δ. στηρίζεται άλλες παραμέτρους πλέον, κι όχι στο γεγονός ότι είναι οροθετικός.

Μαίανδρε, η ευλογία είναι αμφίδρομη αρετή. Άντε, πλησίαζε προς τα δω σιγά σιγά. :-)

Agou, καλώς ήρθες απο δω και σ' ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου. Μπορεί και να φανώ ξιπασμένη μ' αυτό που θα πω τώρα, αλλά το ταλέντο μου δεν είναι στο γράψιμο. Είναι στην επιλογή των φίλων που έχω δίπλα μου. Με λίγη βοήθεια κι από την τύχη πάντα. Την ευχή σου αυτή όμως θα μου επιτρέψεις να την κάνω παντιέρα μου. :-)

6/28/2006 04:49:00 pm  
Blogger NetKerveros said...

:-|

Πάγωσα ...

6/28/2006 06:18:00 pm  
Blogger Unknown said...

η ζωή είναι πολύ ωραία φίλη μου mind ;)

6/28/2006 11:44:00 pm  
Blogger πολυβιος said...

έχει κανά μήνα που πήγα κι εγώ να κάνω εξετάσεις για τον ιό. φαινομενικά άνετος, ο ιατρός ήταν παιδικός μου φίλος. πέρασαν τρεις μέρες που καθόμουν κι ασχολιόμουν με ό,τι μαλακία μπορείς να φανταστείς. την ημέρα των αποτελεσμάτων, μου τηλεφώνησε στα τέμπη, ενώ κατέβαινα στην αθήνα. "έλα, ρε μαλάκα", είπε. "όλα καλά". εκείνο το ουφ που βγήκε από μέσα μου, πρέπει να ακούστηκε σε όλη την κοιλάδα (αν και δεν είχα κανένα ιδιαίτερο λόγο ανησυχίας ή, μάλλον, οποιονδήποτε λόγο μπορεί να είχα, τον είχα απωθήσει). την επομένη, ήπια ίσως τον χαλαρότερο καφέ της ζωής μου, στη βαλαωρίτου. θα ήθελα όμως μια φίλη σαν και σένα δίπλα μου. φιλιά και καλό βράδυ.

6/29/2006 01:40:00 am  
Blogger Blogarismenh said...

ουφ!! Βρε Mindstripper τι πακέτο ήταν αυτό που φάγατε; Άντε όλα καλά!!! Φιλιά πολλά

6/29/2006 10:35:00 am  
Blogger mindstripper said...

Κέρβερε, τέλος καλό όλα καλά. Καλύτερα δεν γίνεται (τα φτερά να ξανακολληθούν παρακαλώ πολύ - και σβέλτα). :-)

Πνεύμα, πού και πού μας ρίχνει και κανένα καψώνι έτσι, για να την εκτιμάμε... ;-)

Πολύβιε, γνώμη μου είναι πως ποτέ δεν πρέπει να περνάμε τέτοιου είδους ψυχολογική πίεση μόνοι μας, είτε αυτό περιλαμβάνει συμπαράσταση face-to-face, είτε εξ' αποστάσεως (όου γιες, ήτο σπόντα αυτή). Κατά τ' άλλα, πρέπει να ελαττώσω τις ώρες ύπνου μου και το ξέρω. ;-) Φιλιά πολλά και αληθινά.

Ρε συ μπλογκο-φιλενάδα, εντάξει εμείς. Αλλά στο δικό σου πακέτο που σ' ανάγκασα να κάτσεις και να διαβάσεις όλο ετούτο το μακρυνάρι, ποιός θα σου συμπαρασταθεί;
(Δύο μαργαρίτες έξτρα λάρτζ παρακαλώ)
Φιλιά άλλα τόσα. :-)

6/29/2006 12:51:00 pm  
Blogger Τυπος Νυχτερινος said...

Να είσαι καλά, mind, που ήσουν εκεί. Μεγάλο πράγμα.
Να είναι καλά και ο φίλος σου, να είναι πάντα καλά...

Απίστευτες πόρτες αυτά τα νοσοκομεία. Μακάρι να μη χρειάζεται να της διαβαίνει ποτέ κανείς.

6/29/2006 02:55:00 pm  
Blogger Filotas said...

Τι όμορφα που γράφεις! Έτσι όμορφα να ζεις κιόλας...
Καλησπέρες!:-)

6/29/2006 03:48:00 pm  
Blogger nonplayer said...

Mindy, από αύριο βράδυ θα πηγαίνουμε τις βόλτες που είπαμε!

6/29/2006 04:46:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Τυπάκι, ναι... αυτές οι πόρτες και μένα καθόλου δε μ' αρέσουν. Την καλημέρα μου, νά 'σαι καλά (το γαρύφαλλο σήμερα άνοιξε μια σταλιά). ;-)

Kαλημέρα Angelito. Νά 'χαμε και μια κούνια σαν και τη δική σου στο avatar, δε θα μας χάλαγε τίποτα. Όμορφα, άσχημα, το προσπαθούμε, ξέρεις πώς πάει... :-)

Στρατηγέ μου, άντε κι αυτό το κουλουράκι έχει πετρώσει πια. :-P

6/30/2006 01:33:00 pm  
Blogger mistounou said...

Και ναααα το κλάμμα. Και να ένα μικρό ράγισμα στην ψυχή, ξέρεις, από κείνα που αυτομάτως επουλώνονται από το φως που τώρα πια καταφέρνει να περάσει μέσα του. Ναι, οπωσδήποτε, μιλάμε για κάθαρση και κάτι τέτοιες στιγμές -ω, πόσο λίγες, πόσο λίγες είναι τελικά, ούτε μια χούφτα δεν έχεις γεμίσει στο τέλος- με την ψυχή μου ραγισμένη, πιο φωτεινή, πιο καθαρή, σα να αγαπάω τον κόσμο λίγο παραπάνω, κλαίω παραπάνω, γελάω παραπάνω, ζω παραπάνω. Σ' ευχαριστώ διαμαντάκι.

6/30/2006 04:20:00 pm  
Blogger Η Μικρή Ολλανδέζα said...

υπέροχο ποστ κοριτσάρα μου...
Τρόμος με πιάνει στην σκέψη για τους δικούς μου Δ.

6/30/2006 05:48:00 pm  
Blogger Katerina ante portas said...

Τυπικά με ενοχλεί η στάση του Χ. και η καθυστερημένη ανακοίνωση.. Ανθρώπινα όμως.. ποιός άραγε να σηκώσει το λίθο του αναθέματος;
Συγκλονιστικό και σύγχρονο θέμα για προβληματισμό, καλό μου!

7/05/2006 10:47:00 am  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home