@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Thursday, July 14, 2005

Η λαϊκιά μέσα μου

Το τραβάει ο οργανισμός μου το κράξιμο ώρες ώρες. Αλλά κρατήθηκα αρκετό καιρό σε ένα άλφα επίπεδο μπορώ να πω... Πόσο καιρό έχει που βγήκε το καινούργιο CD του Πλούταρχου; Έναν μήνα; Ε, δεν αντέχω άλλο πια... Λεμόνι, έχε τις τομάτες έτοιμες σε παρακαλώ (αλλά να είναι γινωμένες, μην πάθουμε και καμμιά ζημιά).

Με υπόκρουση το νέο CD του Γιάννη Πλούταρχου ξεκινώ ετούτο το σεντόνι λοιπόν (you know what to do, έχουμε red alert, μόλις ακούστηκε η λέξη σεντόνι).

Είμαι μία Πλουταρχικιά. Από τότε που άκουσα "Το καλύτερο παιδί" και μετά. Καιρός μεγάλης καψούρας τότε. Αν και, προσωπικά, το συγκεκριμένο τραγούδι το βρίσκω αρκετά χαρούμενο. [σ.σ. Θα διαβάσετε πολλά κουλά σε ετούτο το ποστ. Εφ’όσον δεν έχω κάποιον απέναντί μου που να με απειλεί σωματικά (όπως γίνεται συνήθως όταν πάω να μιλήσω για τον Πλούταρχο παραπάνω από 5 λεπτά) εδώ και τώρα θα βγάλω όλα μου τα απωθημένα.]

Πλούταρχος. Όλα αυτά τα ονόματα αντρών τραγουδιστών χωρίς επίθετο, σχημάτιζαν ανέκαθεν ευθύς αμέσως εμπρός μου το ολόγραμμα μίας φυσιογνωμίας με χρυσή αλυσιδίτσα και ανοιχτό πουκαμισάκι τίγκα στην τρίχα. Π.χ.: Αντύπας... Που δεν έχω κάτι με τον άνθρωπο δηλαδή, ίσα-ίσα! Ακόμα θυμάμαι τον καιρό στο Γυμνάσιο που άκουγα το "Αγαπάω σαν παιδί αγαπάω" κρυφά απ’ όλους τους (μεταλλάδες) φίλους μου. Και μόνο να με παίρνανε χαμπάρι ότι είχα κασσέτα δικιά του σπίτι (μαγνητοφωνημένη από το ραδιόφωνο, όχι αγορασμένη - να εξηγούμεθα), είχα σίγουρο έναν γρήγορο θάνατο εκ λιθοβολισμού. Το έβλεπα να εκτυλίσσεται πολλές φορές μπροστά μου όταν άρχιζα να μερακλώνω με τα λαϊκά της εποχής... Θα με στήνανε εκεί, σε κανένα χωράφι δίπλα στην εθνική οδό για να μην μας πάρει και κανείς χαμπάρι, αφού θα είχανε μαζέψει πρώτα τις μεγαλύτερες κοτρώνες από εκεί γύρω. Και μετά θα λέγανε ότι αυτοκτόνησα επειδή η μάνα μου δεν με άφηνε να βάψω το μαλλί μου μπλε.

Ξέφυγα από το θέμα μου όμως. Δυό καρέ πιο πίσω παρακαλώ. Συνεχίζω.

Άρχισα να ξεχωρίζω την φωνή του Πλούταρχου, με βάση την γλυκύτητα και τη ζεστασιά που απέπνεε. Μέσα σε πολύ λίγο καιρό η φωνή του ήταν η πιο γνώριμη και εύκολα αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε άλλες της ίδιας χρονολογικής 'φουρνιάς' τραγουδιστών. Κάποια στιγμή λοιπόν συνειδητοποίησα πως σε όποια συχνότητα κι αν βρισκόταν η βελόνα στο ραδιόφωνο, θα άκουγα τα φοβερά καψουροτράγουδα που είχαν σακατέψει ερωτευμένους και χωρισμένους του καιρού εκείνου: "Σε ξεπέρασα", "Σε χάνω", "Φυσάει πολύ" (φώναξε το τζαμά) και άλλα προερχόμενα από τον ίδιο δίσκο (δεν παίρνω ποσοστά ρε παιδιά, αλήθεια, απλά ελπίζω να διαβάσει κάποιος ετούτο το ποστ και όταν ξανα-ξεκινήσει ο Γιάννης να τραγουδάει στην Αθήνα με το καλό, να με βάλει και μένα μια φορά να κάτσω εκεί μπροστά – κι ας με καρφώσει στο πάτωμα, δεν θα κάνω καμμία σκηνή ούτε θα βγάλω το μαλλί μου τρίχα-τρίχα, δεν θα κουνήσω βλέφαρο, λόγω τιμής). Ο καιρός περνούσε, οι φίλοι μου (οι καινούργιοι γιατί οι παλιοί είχαν αποφασίσει προ πολλού να κρατήσουν καθαρό το ποινικό τους μητρώο) μου έκαναν δώρο το νέο CD που είχε βγάλει και μου υποσχέθηκαν ότι θα πηγαίναμε να τον βλέπαμε να τραγουδάει 'ζωντανά' στη γιορτή μου.

Αυτό που δύσκολα θα ξεχάσω πάντως, είναι εκείνο το βράδυ που, ενώ είμαστε όλη η τότε παρέα συγκεντρωμένη σπίτι μου, για πρώτη φορά, βλέπω στην τηλεόραση τον ίδιο τον Πλούταρχο να τραγουδάει μία από τις επιτυχίες του.

Είχα πάρει ψαρωτικό ύφος του στυλ 'Τί μας λες;' και γυρνώντας στην κολλητή μου, της είχα πει...

"Καλά το λέει κι αυτός, ε;"

Με κοιτάζει η κολλητή μου με εκείνο το χαρακτηριστικό ύφος 'βάψ’το και μαύρο το μαλλί, πάλι ηλίθια θα είσαι' και μου λέει:

"Αυτός είναι ο Πλούταρχος βρε ζώον! Γιατί δεν ανοίγεις ποτέ την τηλεόραση να ξε-στραβωθείς και λίγο;"

Μένω να κοιτάω το γυαλί σαν τον χάνο, διότι συνειδητοποιώ ότι μια χαρά είναι ο άνθρωπος, πάρα πολύ συμπαθητικό και γλυκό παιδί, ούτε ριγέ πουκάμισα με λελουδέ βούλες φορούσε, ούτε γυαλιστερά παντελόνια, τα νύχια του ήταν όλα κομμένα στη ρίζα, φτου, φτου, μια χαρά, μάτι να μην τον έπιανε...

"Τι λε’ ρε παιδί μου", έμεινα να μονολογώ την ώρα που η κολλητή μου με κοιτούσε με την ίδια φρίκη που θα κοίταζε κι ένα σπασμένο νύχι.

Και ήρθε η γιορτή μου. Και πάμε όλοι στο μαγαζί που τραγουδούσε. Και ξεκινάει το πρόγραμμα. Μέχρι να πούμε μία κουβέντα με την παρέα, να πιούμε από ένα ποτό και να φάνε κι όσα ξηρά καρπά προλαβαίνανε (πεινούσα και τα είχα τσακίσει σε χρόνο ρεκόρ), πέρασε η ώρα. Σβήνουν τα φώτα, κατεβαίνει μία σκάλα από κάπου ψηλά, ανάβουν κάτι μπλε, σβήνουν κάτι κόκκινα, ξεκινάει η ορχήστρα, βλέπω ξαφνικά τον κόσμο να έχει σηκωθεί όλος όρθιος.

Βλέπω μία φιγούρα με το κεφάλι μισο-σκυμμένο να κατεβαίνει τη σκάλα και να κάθεται στα τελευταία σκαλοπάτια της. Ανάθεμα κι αν θυμάμαι ποιό τραγούδι είχε πει. Είχα μείνει έκπληκτη με την υποδοχή που του έκανε ο κόσμος. Είχα μείνει έκπληκτη με τον ίδιο τον τραγουδιστή. Περίμενα να δω την εμφάνιση ενός σταρ και είδα ένα απλό παιδί ντυμένο με ένα λευκό καλοκαιρινό κοστούμι, να έχει αράξει εκεί, στα σκαλάκια, να κινεί το σώμα του σαν-σε-νανούρισμα δεξιά-αριστερά, να κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια και να του χαμογελάει όλη την ώρα σαν να του κάνει καντάδα.

Έχω ένα χαρακτηριστικό σαν άνθρωπος. Όταν βλέπω ανθρώπους να χαμογελούν με την καρδιά τους αλλάζει η μέρα μου, η διάθεσή μου, ξεχνάω όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα επί τόπου. Έχεις δει ποτέ άνθρωπο να σου χαρίζει το μεγαλύτερο, το πιο ζεστό του χαμόγελο; Είτε αυτός είναι ο παππούς που έχει ξεχάσει να βάλει τη μασέλα του, είτε το πιτσιρίκι της διπλανής πόρτας που τα βράδυα κοπανάει τους τοίχους σαν το διαβολεμένο και το πρωί ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος, σου σκάει ένα φαφούτικο 'Γεια θου'. Δεν είναι άκρως αφοπλιστικό; Δεν είναι εντελώς αυτόματη η αντίδρασή σου να χαμογελάσεις με τον ίδιο θερμό, φιλικό, άμεσο τρόπο;... Δεν θα κοιτάξεις τον άλλον μέσα στα μάτια εκείνη τη στιγμή για να του δείξεις ότι ετούτο που βιώνεις είναι αληθινό;

Θα μου πείς, 'Ρε κοπελιά, μπας και το παρατραβάς λίγο;' Κι όμως, εγώ αυτό λαμβάνω στην περίπτωση του Πλούταρχου. Και για να είμαι πιο ακριβής, στην δικιά του περίπτωση λαμβάνω συνεχόμενα 'κύματα' γνησιότητας και παλλόμενου ενθουσιασμού. Βλέπω έναν άνθρωπο που είναι φως φανάρι το πόσο πολύ γουστάρει αυτό που κάνει. Βλέπω έναν άνθρωπο που παθιάζεται με τον κόσμο που, κι αυτός με τη σειρά του, είναι παθιασμένος με τον ίδιο. Βλέπω παντού χαμόγελα, παντού αγκαλιές, παντού πλυμμήρα συναισθημάτων. Βλέπω έναν Πλούταρχο, να κατεβαίνει από την πίστα και να αρχίζει να χαιρετάει δια χειραψίας όλον τον κόσμο που έχει έρθει να τον δει, και στο κάτω, αλλά και στο πάνω διάζωμα του μαγαζιού, και στα μπροστινά, αλλά και στα πίσω –της γαλαρίας- τα τραπέζια. Τον βλέπω να δίνει το μικρόφωνο όχι σε έναν-δύο, αλλά σε πολλούς (καρα-φάλτσους) θαυμαστές του, να στέκεται επάνω στη σκηνή, να τους ακούει να τραγουδούν, και τελικώς να γελάει, να υποκλίνεται την ώρα που του επιστρέφουν το μικρόφωνο και να τους χειροκροτάει. Βλέπω έναν άνθρωπο που σέβεται και τιμά το κομμάτι ψωμί που βγάζει (ΟΚ, τα καρβέλια ψωμί που βγάζει – δεν έχει σημασία), και που σέβεται πάνω απ' όλα τον κόσμο που πάει να τον δει. Κι αυτό είναι απλά φανερό.

Βλέπω έναν άνθρωπο που είναι παντρεμένος χρόνια, με δύο παιδιά και μία οικογένεια που προσπαθεί να κρατήσει μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων, με καθαρό βλέμμα κι ένα χαμόγελο που τον ακολουθεί ό,τι και να κάνει. Ένα επαρχιωτόπουλο με ήθος. Μία σεμνή παρουσία, που εμένα προσωπικά μου φαίνεται να λαμπυρίζει εμφανέστατα (μαζί με καμμιά-δυο άλλες εξαιρέσεις) μέσα σε ένα κύκλωμα γεμάτο έπαρση και μισαλλοδοξία.

Πώς είναι δυνατόν το κοινό ενός τέτοιου ανθρώπου, τόσο συνεπαρμένου και δοσμένου σε αυτό που κάνει, να μην είναι εξ’ ίσου συνεπαρμένο και πιστό; Πώς είναι δυνατόν μία τέτοια 'πάστα' ανθρώπου της νύχτας, τραγουδιστή, καλλιτέχνη, σκυλά, (έχω ακούσει και πολλά άλλα - όπως θέλετε πείτε τον) να μην έχει ήδη κατά κάποιον τρόπο αφήσει το στίγμα του; Του οποίου η έκφραση, για όλους εμάς που ανήκουμε στους θερμούς οπαδούς του, ζωγραφίζεται στα δικά μας πρόσωπα, κάθε φορά που τον βλέπουμε να τραγουδάει, υπό τη μορφή ενός τεράστιου χαμόγελου;

Έχω ακούσει κιθαρίστα Ελληνικού ροκ συγκροτήματος να μου μιλάει με δέος για την Δέσποινα Βανδή, της οποίας τραγούδια άντε να ήξερε ο ίδιος κανα-δυο με το ζόρι. Γιατί; Επειδή την είχε δει να προετοιμάζεται για μία συναυλία στο Λυκαβηττό μέσα στους 40 βαθμούς, αγνοώντας τη ζέστη, τον ιδρώτα, τη σκόνη και την κούραση.

"Μ*λ*κ*, εμείς δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να παίξουμε εκεί πέρα κάτω υπό αυτές τις συνθήκες!..."

Το τί θα κάνει κλικ στον καθένα μας για έναν άνθρωπο ή μία κατάσταση είναι άκρως σχετικό, υποκειμενικό, ίσως ακόμα και προσωπικό. Μην πω δηλαδή ότι τελικά, πάνω απ’ όλα είναι προσωπικό.

Bottom line:
Γουστάρω τον Πλούταρχο επειδή είναι πρώτ' απ' όλα αληθινός, επειδή είναι πολύ καλός σ΄αυτό που κάνει, επειδή τ' αγαπάει, κι επειδή μου δίνει την αίσθηση ότι αν πιάσουμε ποτέ την κουβέντα μπορεί επάνω στον καφέ και το ταβλάκι να βγούμε και μακρυνά ξαδέρφια.

(α ναι, μην ξεχάσουμε και το γεγονός ότι είμαι και μία λαϊκιά...)


Μπορώ να πω ότι το φχαριστήθηκε η ψυχή μου. Μαζέψτε τις τομάτες να κόψουμε μία δροσιστική σαλατούλα τώρα, που είναι και της εποχής...

posted by mindstripper @ 7/14/2005 07:13:00 pm

12 Comments:

Blogger Blogarismenh said...

Mindstripper,
γουστάρω απίστευτα να διαβάζω ποστ που κάποιος παραδέχεται οτι κάπου μέσα του έχει το λαϊκό στοιχείο. Αν και όντως ήταν μεγάλο το ποστ...το διάβασα όλο (οκ το παραδεχομαι μερικες γραμμες της πηδηξα μη φωνάζεις!!!)
Προσωπικά δεν τρελλαίνομαι για τον Πλούταρχο, έχω επιχειρήματα να σου πω αλλά δεν είναι η ώρα νομίζω, έγραψες τόσο ωραία το οτι είσαι "λαϊκιά" που δεν λέει τώρα να επιχειρηματολογήσω κατά του Πλούταρχου γιατί θα έρθουν όσοι παθαίνουν αλλεργία με τα ελληνικά και θα μας βρίσουν που το κάνουμε θέμα συζήτησης.

Το δικό μου ρεζουμέ πάντως (το λέω ρεζουμέ και όχι bottom line για να ακούγεται ποιο λαικό!!) είναι οτι όποιος έχει καψουρευτεί στη ζωή του σίγουρα θα έχει ακούσει ελληνικά λαϊκά και θα τον έχει τραγουδήσει τον Πλούταρχο και τον κάθε Πλούταρχο.
Αυτά
Η λαϊκιά Μπλογκαρισμένη

7/14/2005 09:17:00 pm  
Blogger Blogarismenh said...

α!!! ναι!!! και κάπου το περίμενα αυτό το ποστ από τη στιγμή που διάβασα οτι το είχες μέσα στη τσάντα το σιντι...στο σκηνικό με το ασανσέρ!!!
Ξέρεις έτσι; τώρα μένει να βγάλεις και κανένα τραγουδάκι του στην κιθάρα.

7/14/2005 09:19:00 pm  
Blogger J95 said...

"Μ*λ*κ*, εμείς δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να παίξουμε εκεί πέρα κάτω υπό αυτές τις συνθήκες!..."

Με 30.000 ευρώ για 8 ώρες απασχόληση;

ΣΙΓΑ.

Οι πορνοστάρ παίζουν υπό πολύ χειρότερες συνθήκες για τα μισά λεφτά.

7/15/2005 12:03:00 am  
Blogger mindstripper said...

Αγαπητέ-ή koita_me,
αν και βρήκα το project σου αρκετά ενδιαφέρον, θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι χωρίς μπουζούκι μέσα σε αυτό δεν θα έχεις μέλλον (ούτε χρηματοδότηση).

Blogarismenh, αν και σε αντίπαλο στρατόπεδο σε 'κόβω', νέβερδελες στο φινάλε έχουμε το εξής λαϊκό ρεζουμέ και μπότομ λάιν: είμαστε για τα πανηγύρια! (σου-τιέν!) :P

Βάτραχε, υποθέτω δεν έχεις άδικο αν και ο συγκεκριμένος το εννοούσε, καθώς έχει στάνταρ δουλειά όλη τη σεζόν κάθε χειμώνα και τα καλοκαιράκια συνδυάζει ζωντανές εμφανίσεις με τις διακοπές του σε νησάκια. Είναι και θέμα νοοτροπίας για πολλούς (απο κει και πέρα, λέω να μην σε ρωτήσω λεπτομέρειες για το τί ακριβώς εννοείς με τις χειρότερες συνθήκες εργασίας των πορνοστάρ). :P

7/15/2005 01:02:00 am  
Blogger xryc agripnia said...

Τελειωσες??

7/15/2005 04:25:00 am  
Blogger mindstripper said...

Χμ... Είναι παγίδα-ερώτηση (δεν απαντώ).

7/15/2005 11:02:00 am  
Blogger mindstripper said...

(το ήξερα - εκτέθηκα ανεπανόρθωτα) :P

Όχι βρε Κωστή, μη λες τέτοια πράγματα! Και η καψούρα προσωπικό θέμα είναι. Έχουν σημασία πολλά, ο τόπος που ζεις, οι παρέες, η εποχή, τα μουσικά 'κύματά' της και βέβαια το καψουρευθέν πρόσωπο. ;) Έχω περάσει καψούρα με Pulp εγώ!... (Παρεπιπτόντως, αφού σου άρεσε το Reaper, αν δεν το έχεις υπ' όψην σου, άκου και το Suicide is painless από Johnny Mandel. Έχω παρατηρήσει μία περίεργη 'σύνδεση' αυτών των δύο κομματιών σε πάρα πολύ κόσμο.)

7/15/2005 12:02:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Το έχω ξεκινήσει, αλλά κάπου μπερδεύομαι. Μου βγαίνει προς το 'αφιέρωμα στα 80s' η δουλειά. Κάποια στιγμή θέλω να ανέβω στο πατάρι του πατρικού μου και να ανοίξω τις κούτες με αφίσσες και κασσέτες από κείνον τον καιρό. Υπομονή κι έρχεται, δεν τό 'χασες. ;)
(να σου πω κι ότι το Suicide is painless ήταν το μουσικό θέμα του -απίστευτου- τηλεοπτικού σήριαλ M.A.S.H.)

7/15/2005 12:45:00 pm  
Blogger λεμόνι δίχως όνειρα said...

Αντί για ντομάτες, θα πετάξω λεμόνια. ;-)

Αμάν πια, με παρεξήγησες! Ο καθένας ακούει ότι νομίζει. Και εγώ έχω Βανδή κρυμμένη κάπου στην συλλογή μου... Δεν είναι ντροπή...

7/16/2005 03:45:00 am  
Blogger mindstripper said...

Λεμονάκι, αν σε παρεξηγούσα σιγά μη σε άφηνα να μου πετάξεις και ντομάτες!... (ακούς εκεί να έχει Βανδή και να μην έχει Πλούταρχο) :P

Tώρα περί Τουρίστα δε μιλάω, δε με παίρνει (λες να μπορεί να με κάνει μπλοκ από το yousendit?) :P

7/17/2005 09:52:00 pm  
Blogger eryx-t said...

Πολύ ωραίο κείμενο. Το διάβασα όλο και... σχεδόν τον συμπάθησα! Αν κάποια στιγμή αναγκαστώ να τον ακούσω, σίγουρα θα τον προσέξω και θα σκεφτώ την άποψή σου :)

7/19/2005 08:39:00 pm  
Blogger mindstripper said...

Σ' ευχαριστώ πολύ eryx-t... Και μόνο που σκέφτηκες έτσι με βάση ετούτο το κείμενο, εμένα μου φτάνει. :)

7/20/2005 11:42:00 am  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home