@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Tuesday, June 20, 2023

Η Helen και οι Ελληνάρες

Εκείνα τα πρώτα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία, διδάχτηκα αρκετά πράγματα.

Διδάχτηκα να μην ασχολούμαι όταν ένα ζευγάρι gay στο δρόμο ερωτοτροπούσε, με τον ίδιο τρόπο που δεν θα ασχολιόμουν αν το ίδιο ζευγάρι ήταν straight, ή όταν ένας άντρας φορούσε κολάν ή κάλτσα με πέδιλο, ή όταν μία γυναίκα φορούσε ένα τοπ που περισσότερο έφερνε σε σουτιεν παρά σε μπλούζα, ή όταν ένας παχουλός άνθρωπος κυκλοφορούσε με εφαρμοστά ρούχα που αποκάλυπταν δίπλες, στομάχια και οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος τέλος πάντων. Αυτό δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη. Έγινε μετά από ένα ζύμωμα με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμουν την καθημερινότητά μου. Έγινε σε ένα σπίτι όπου συγκατοικούσα με την Emily που είχε σχέση με την Isabel, με την Nadine, μια κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα που έγινε κολλητή μου και κατά καιρούς έφερνε διαφορετικό άντρα στο δωμάτιό της κάθε εβδομάδα, με την Sarah που ήταν η κλασσική περίπτωση κρυψίνου και αποστασιοποιημένου ανθρώπου από όλους εμάς τους υπόλοιπους και με τον Dave, ένα ξανθό όμορφο παλικαράκι από την Ουαλία που κατά κύριο λόγο άραζε στο δωμάτιό του, έπαιζε κιθάρα και άκουγε Blur και Nirvana. Στο Πανεπιστήμιο έκανα παρέα με τον Chris που είχε κάνει piercing παντού σε σώμα και σε πρόσωπο και με τον Iain, έναν hardcore δυσλεκτικό ιδιοφυή Σκωτσέζο ο οποίος αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι η δυσλεξία του τον έκανε ενίοτε έως και να σταματάει μαχαίρι την προφορική του επικοινωνία και να καρφώνει το βλέμμα του στο πάτωμα παλεύοντας να ξαναβρεί τον λόγο του, ήταν ο μοναδικός που αρίστευσε στο μεταπτυχιακό και ξεπέρασε όλους εμάς τους διαβαστερούς "κανονικούς" υπόλοιπους. Δεν είχα καταλάβει αρχικά πόσο τυχερή ήμουν και πόσο όλοι αυτοί οι άνθρωποι συντέλεσαν στη σύνθλιψη τόσων στεροτύπων που κουβαλούσα μέσα μου. Άρχισα να το κατανοώ όταν κάποια στιγμή ήρθα κάπως πιο κοντά με την κοινότητα των Ελλήνων φοιτητών, όταν τους άκουγα να κοροϊδεύουν (στη μητρική τους γλώσσα πάντα) τους gay, τους κακοντυμένους και προχειροντυμένους, τις προκλητικά ντυμένες ή απροκάπυπτα ημίγυμνες Αγγλίδες, τους χοντρούς, τους ψηλούς, τους κοντούς, τους Κινέζους, τους Ινδούς, τους μαύρους, τις γκόμενες με full body tattoos, αυτούς με τα πράσινα μαλλιά κι εκείνους με τις τζίβες. Σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον όπως ένα Αγγλικό πανεπιστήμιο μπορώ με με δύο λέξεις να σου περιγράψω πόσοι ανήκαν στις παραπάνω κατηγορίες: σχεδόν όλοι. Και αν υποθέσουμε ότι εγώ δεν ανήκα σε καμμία από τις παραπάνω κατηγορίες, ανήκαν σε αυτές άνθρωποι που έκανα παρέα.

Σύντομα απομακρύνθηκα από την πλειοψηφία της Ελληνικής συνοικίας των ηλιθίων. Από το να κάθομαι μαζί τους και να δαχτυλοδείχνω όλους τους "διαφορετικούς" που μας περιστοίχιζαν, προτίμησα να κάνω παρέα με τους τελευταίους γιατί είχα να συζητήσω χίλια μύρια πράγματα μαζί τους για μουσική, για διασκέδαση, για βιώματα και εμπειρίες, για την ίδια τη διαφορετικότητα που μας χώριζε και που παράλληλα μας έφερνε τόσο κοντά προσπαθώντας να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον. Μικρή διόρθωση. Δεν προσπαθούσαμε απλά. Θέλαμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον.

Έτσι ήτανε τα πρώτα μου χρόνια στην Αγγλία. Τα χρόνια των 90s και της φοιτητικής ζωής. Όταν αυτά τελείωσαν, μάζεψα τα μπογαλάκια μου και επέστρεψα στη γενέτειρα χώρα μου, πολύ διαφορετική απ' ότι είχα φύγει. Βρήκα δουλειά, έπιασα δικό μου σπίτι, ο κύκλος των φίλων μου μεγάλωσε, μερικοί με έλεγαν τρελή, άλλοι συναισθηματική, άλλοι υπερβολικά σοβαρή, άλλοι ζεν. Η ζύμωση με τους ανθρώπους συνέχισε, μόνο που αυτή τη φορά η στάση μου ήταν περισσότερο αμυντική παρά χαρμόσυνη και δεκτική. Άρχισα να προστατεύω ασυνείδητα την διαφορετικότητα που έτσι κι αλλιώς με συνόδευε από τα παιδικά μου χρόνια. Άρχισα να την προστατεύω σαν κόρη οφθαλμού επειδή πλέον την είχα αντιληφθεί. Μαζί με αυτήν, ξεκίνησα να θωρακίζω και την γυναικεία μου ταυτότητα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά αισθανόμουν σαν συνεχής στόχος. Όλα αυτά τα "πρέπει" που με περιστοίχιζαν από μικρή σε κοινωνικό πλαίσιο και τα οποία αποτίναξα από επάνω μου πηγαίνοντας στην Αγγλία, άρχισαν να σχηματοποιούνται ως γελοίες συνθήκες και να απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη ως άχρηστα και κατευθυντικά πρότυπα στην πορεία μου πλέον ως γυναίκα, όντας στο ίδιο απαράλλαχτο κοινωνικό πλαίσιο. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη μέρα.

Πέρασαν 14 χρόνια. Κάποτε αποφάσισα να επιστρέψω στην Αγγλία, αυτή τη φορά με σκοπό να μην ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Ήμουν θυμωμένη και απογοητευμένη με πολλά πράγματα εδώ, με το σύστημα, τους ανθρώπους, την οικογένεια μου, ακόμη και τους φίλους μου. Είχα ακόμη πολλά να μάθω. Νόμιζα ότι το φευγιό θα ήταν η σωτηρία μου. Αλλά και αυτό είναι θέμα για άλλη μέρα.

Η δουλειά στην Αγγλία ήταν ένα οικτρό εργασιακό περιβάλλον, όσον αυτό αφορά στο εργασιακό καθεστώς. Υπήρχαν αυστηροί κανόνες ένδυσης και συμπεριφοράς. Απαγορευόταν να μιλάμε στον διπλανό μας για χρονικό διάστημα άνω των 5 λεπτών. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, ερχόταν χαμογελαστός ένας πανύψηλος υπέρβαρος κοκκινωπός κύριος, ο Paul, και μας ρώταγε: "Μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;" Το ωράριο επίσης αυστηρό. Ο καθένας μας χτύπαγε την κάρτα του και αν τύχαινε και αργοπορούσε 5 λεπτά, θα τα αναπλήρωνε στο τέλος της ημέρας, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι θα έχανε το λεωφορείο για το σπίτι του. Δίπλα μου καθόταν ο Mark, που ήταν 8 χρόνια μικρότερός μου και άμεσος συνεργάτης μου καθημερινά. Ο Mark ήταν ένα πάρα πολύ συνεσταλμένο παιδί, που όταν έριχνε τις παρωπίδες του αποκάλυπτε ένα εκπληκτικό χιούμορ που είχα το προνόμιο να απολαύσω όλο εκείνο το διάστημα που δουλέψαμε μαζί. Πιο πίσω δούλευε η Helen, κλασσική Αγγλίδα single mother της οποίας η αίσθηση του χιούμορ περιλάμβανε εκείνη να γελάει με τα αστεία της περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους (ή και χωρίς αυτούς). Και ήταν κι άλλοι. Ο John, ο Alan, η Linda, ο Thom, η Jacquie.  Κάθε μεσημέρι είχαμε 15 λεπτά ελεύθερα να πάμε στην κουζίνα και να φάμε το φαγητό μας, εκτός από τις Παρασκευές, που τα 15 λεπτά γίνονταν 30. Έτσι κάθε Παρασκευή, όταν η ώρα έφτανε 1 το μεσημέρι, κουτρουβαλούσαμε 7 άτομα στο τζιπ του Dave και πηγαίναμε στην κοντινή (και μοναδική) pub της περιοχής, αφού πρώτα είχαμε παραγγείλει τηλεφωνικά.

Ήταν μία δουλειά που, παρ' ότι αγάπησα πολλούς από τους ανθρώπους της, τις συνθήκες της δεν θα τις συνιστούσα ποτέ σε κανέναν, ακόμα και σε εχθρό μου. Όμως έμαθα τόσα πολλά, μα τόσα πάρα πολλά, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα έναν χρόνο μετά, έπιασα ξανά δουλειά χωρίς να προλάβω να ψάξω καν, με τον διπλάσιο μισθό που είχα πριν. Οι γνώσεις και η αυτοπεποίθηση μου είχαν εκτοξευτεί στους ουρανούς. Ένας ήταν πάντα ο τρόπος μου να αντιμετωπίζω τις αναποδιές και τη μιζέρια που μου παρουσιάζονταν όταν φυσικά δεν μπορούσα να τα αποφύγω: να διοχετεύω όλο μου το πείσμα και την προσοχή σε κάτι που αγαπώ. Κι ευτυχώς, ανάμεσα στα τόσα που αγαπάω σε τούτη τη ζωή, ήταν και είναι η δουλειά μου.

Μικρή συμβουλή. Σε όποιο σκότος και να έχεις πέσει, αν κάνεις κάτι που αγαπάς, το μόνο που θα αναβλύζει από μέσα σου είναι δημιουργία, θετική ενέργεια, ζωή. Αυτά θα χτίσουν γύρω σου τον προσωπικό σου τοίχο σωτηρίας. Αυτόν που θα έρθει η ώρα και θα υπερπηδήσεις, όταν βάλεις ρότα για πιο χαμογελαστές μέρες.

Ένα μεσημέρι που καθόμασταν στην κουζίνα και τρώγαμε, οι συνάδελφοι άρχισαν να συζητούν για την αύξηση του κόστους ζωής και την μηδενική αύξηση στους μισθούς. Άκουγα ένα βουητό από διαμαρτυρίες και ώρες σαν κι αυτήν, εκνευριζόμουν που δεν μπορούσα να συμμετάσχω και να ρίξω ένα μπινελίκι στα Αγγλικά με τον ίδιο τρόπο που θα το έριχνα στα Ελληνικά. Οπότε συνέχισα να τρώω, μέχρι την ώρα που ακούστηκε το σχόλιο της Helen, βροντόφωνο και καθαρό, πάνω από όλη την υπόλοιπη μουρμούρα: "Και πώς να αυξηθούν οι μισθοί με όλους τους μετανάστες που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας με τα μισά λεφτά;" Η ξαφνική σιωπή που απλώθηκε, ήταν σαν ένα τεράστιο μαχαίρι που πετσόκοψε τον αέρα πάνω από τα κεφάλια μας σε εκατομμύρια κομάτια. Σταμάτησα να τρώω αλλά δεν κούνησα το κεφάλι μου ούτε χιλιοστό. Το σώμα μου παρέμεινε στην ίδια καμπουριαστή στάση πάνω από το φαγητό μου. Για πρώτη φορά, σε μία χώρα που αγαπούσα (και συνεχίζω να αγαπώ), ένιωσα παρείσακτη. Κι εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη ότι όλα τα μάτια στο τραπέζι είχαν στραφεί προς εμένα. Άκουσα τον Mark να λέει βιαστικά ένα αστείο που ο εγκέφαλός μου αρνιόταν να επεξεργαστεί. Ύστερα πετάχτηκε ο John και ρώτησε αν θέλει κανένας τσάι πριν επιστρέψουμε στις θέσεις μας. Ο Thom άρχισε να μιλάει για ποδόσφαιρο και η μουρμούρα αποκαταστάθηκε. Εγώ σηκώθηκα και γύρισα στη θέση μου.

Όταν ο Mark γύρισε κι έκατσε στην θέση του δίπλα μου, στράφηκε κατευθείαν προς εμένα και ζήτησε συγνώμη. Τον ρώτησα γιατί μου ζητάει συγνώμη, αφού δεν ήταν αυτός που μίλησε κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Μου είπε "Λυπάμαι για λογαριασμό της. Να ξέρεις ότι οι υπόλοιποι εδώ δεν σκεφτόμαστε έτσι." Του είπα "Αν είμασταν στην Ελλάδα και όχι στα έγκατα της κόλασης θα σε έπαιρνα αγκαλιά τώρα, παρ΄ οτι ξέρω ότι δεν σου αρέσει." Bάλαμε και οι δύο τα γέλια, γιατί ο Mark, σαν γνήσιος Άγγλος και επιπρόσθετα υπερβολικά ντροπαλός, αισθανόταν απίστευτα άβολα αν καμμιά φορά μιλώντας του, ξεχνιόμουν κι έβαζα το χέρι μου επάνω τον ώμο του. Η συγκίνησή μου μεγάλωσε όταν στις επόμενες ώρες ήρθαν όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι που ήταν παρόντες στο τραπέζι να μου πουν το ίδιο πράγμα με τον Mark.

Η Helen δεν ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη ποτέ. Ξέρω ότι δεν το έκανε από κακία ή από καμμιά φυλετική ή ρατσιστική άποψη. Το έκανε γιατί θεώρησε ότι δεν είχε πει κάτι λάθος. Άλλωστε η ίδια, ως λευκή single mother, δούλευε για να μεγαλώσει τον James, ένα πανέμορφο μελαμψό αγοράκι που είχε Νιγηριανό πατέρα. Η Helen είπε τη σκέψη της δυνατά, μία σκέψη χωρίς φίλτρο, επειδή μέχρι εκεί έφτανε το IQ της, επειδή αυτό της έλεγε η τηλεόρασή της, επειδή αυτό μπορεί να της έλεγε η μάνα της κι ο πατέρας της και οι φιλενάδες της. Η Helen ήταν σαν τους Έλληνες που κάθονταν στο τραπέζι της καφετέριας του Πανεπιστημίου, κορόιδευαν και κατέκριναν τους gay επειδή ήταν ανώμαλοι, τους Άγγλους επειδή ήταν σφιχτοκώληδες, τους Κινέζους επειδή ήταν σχιστομάτηδες και τους χοντρούς επειδή έτρωγαν και ντύνονταν όσο και όπως γούσταραν αυτοί.

Εγώ παρέα με την Helen δεν έκανα, όπως δεν έκανα και με εκείνους τους Ελληνάρες. Όμως εγώ είχα επιλογές. Εμένα μου δόθηκε δουλειά. Είχα να πληρώνω τους λογαριασμούς και το φαγητό μου. Μπορούσα να επιλέξω το σπίτι στο οποίο έμενα. Είχα το διαβατήριο μου για να επιστρέφω στην πατρίδα μου να βλέπω την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Μπορεί να ήμουν εργατική μετανάστρια, αλλά ήμουν κυρία του εαυτού μου. Στη χώρα μου δεν γινόταν πόλεμος. Παιδιά δεν είχα για να τα βλέπω κάθε μέρα να μου λιώνουν και να μην έχουνε να φάνε. Κι άμα τα έβρισκα σκούρα ε, θα έπαιρνα τα μπογαλάκια μου και θα πήγαινα νόμιμα και χωρίς οριογραμμές όπου κι αν ήθελα να πάω. Επειδή δεν είχα υποχρεώσεις κι επειδή μπορούσα να το κάνω.

Η Helen όλα αυτά δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ, επειδή ποτέ της δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να φύγει από το σπίτι της, τη χώρα της, το παιδί της. H Helen γεννήθηκε στην Αγγλία, δεν γεννήθηκε στη Συρία, ούτε την Αίγυπτο, ούτε το Ιράν ή το Πακιστάν. Κι αν η Helen πάει ποτέ κανένα ταξιδάκι αναψυχής σε οποιοδήποτε μέρος στην υφήλιο, ούτε που θα περάσει ποτέ από το μυαλό της να μιλήσουν αυτή ή το παιδί της σε άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική τους. Η Helen δεν είναι κακιά. Είναι όμως αδιάφορη. Είναι βολεμένη. Είναι ασφαλής. Είναι εντός έδρας.

Η Helen είναι Ελληνάρας.

Δεν πιστεύω σε Θεούς και διαβόλους. Πολλά βράδυα όμως πριν πάω για ύπνο, είτε η μέρα μου υπήρξε δύσκολη είτε από αυτές τις ήσυχες, γελαστές, με φίλους και μπύρες, ένα πράγμα περνάει από το μυαλό μου κάπως σαν προσευχή: να μην ξεχαστώ ποτέ και καμμιά μέρα που ξυπνήσω, έχω γίνει μία Helen.

posted by mindstripper @ 6/20/2023 12:52:00 am  | 1 Comments | 

Friday, March 18, 2022

#metoo_not

Χθες βράδυ έπεσα επάνω σε αυτό το δημοσίευμα.

Έτυχε και αφορά πρόσωπα που ζουν κάτω από τους προβολείς της μουσικής δημοσιότητας. Σκέφτηκα: Τί περιμένεις από έναν ψυχάκια που έχει πάρει το όνομά του από έναν serial killer; Τί περιμένεις από ένα βδέλυγμα που εμπορικοποιήθηκε τον απόηχο του θανάτου τόσων αθώων ανθρώπων; Έτσι σκέφτηκα εγώ που κουβαλάω πέντε δεκαετίες στην πλάτη μου. Το κορίτσι όμως που ήταν 19 χρονών δεν είχε μάθει να σκέφτεται έτσι. Δεν ήταν υποχρεωμένο να το μάθει ποτέ κι από κανέναν. Κι όχι μόνο αυτό το κορίτσι. Όλα αυτά τα κορίτσια που έχουν ποδοπατηθεί στην ψυχή και στο σώμα. Αυτά που έχουν μιλήσει, αυτά που δεν πρόλαβαν και άλλα, εκείνα που έχουν αποφασίσει πως δεν θα μιλήσουν ποτέ.

Ακολουθεί λόγος ωμός.

Πολλά χρόνια πριν. Διάλογος με έναν τύπο που ήθελε να μου ρίξει έναν για το βράδυ. Είχαμε πιεί και οι δύο, δεν είμασταν παρέα, γνωριστήκαμε εκείνο το βράδυ στη μπάρα, κι έτσι κάπως άρχισε να μου αραδιάζει το παραμύθι του. Το πήγε απο δω, το πήγε απο κει, μου μίλησε για ζώδια, ύστερα το πήγε στο πώς και ήμουνα μόνη μου στο μπαρ, κι όταν άρχισε να λαμβάνει απαντήσεις του στυλ "αισθάνομαι καλύτερα έτσι", άρχισε να το κλωθογυρνάει στο "μήπως να το δοκιμάσεις μπας και αισθανθείς καλύτερα και αλλιώς;"

- Και γιατί να δοκιμάσω αλλιώς; Τώρα σου είπα ότι αισθάνομαι μια χαρά έτσι.
- Να στο πω κι αλλιώς ρε κούκλα μου. Στη σαλάτα σου βάζεις κάπαρη;
- Όχι.
- Και πού ξέρεις ότι δεν σου αρέσει άμα δεν την δοκιμάσεις;

Γύρισα και τον κοίταξα.

- Άμα μου αρέσει η σαλάτα μου χωρίς κάπαρη γιατί πρέπει ντε και καλά να την δοκιμάσω με αυτή;
- Γιατί μπορεί να σου αρέσει και η κάπαρη.
- Ρε φίλε, το θέμα δεν είναι να ανακαλύψω αν μου αρέσει ή όχι η κάπαρη, το θέμα είναι ότι δεν θέλω να την δοκιμάσω.

Ο φίλος το πήρε το μήνυμα. Μάζεψε το ποτό του και τα μελετημένα, κατευθυντικά, 'και-γιατί-όχι-δηλαδή' υπονοούμενά του και ξεκουμπίστηκε από δίπλα μου εκνευρισμένος.

Δύο πράγματα έχω να πω για εκείνο το βράδυ και για κάθε βράδυ.

Ένα.
Μπορεί να μην είχα ανακαλύψει ακόμα τί ήθελα ακριβώς από τη ζωή μου, ήξερα όμως πολύ καλά τί ΔΕΝ ήθελα. Βλέπεις, το φιλαράκι ήτανε άτυχο. Την έπεφτε σε μία 33άρα που έμοιαζε με 24άρα. Εγώ, από την άλλη πλευρά, ήμουν τυχερή. Γιατί μέχρι εκείνη την ηλικία, είχα κατασταλάξει στο ότι ένα από αυτά που δεν ήθελα, είναι να μου προτείνει ο οποιοσδήποτε απέναντί μου πότε και αν και τί θέλω να δοκιμάσω, είτε μιλάμε για σαλάτες, είτε για αγγούρια.
Να μάθεις τι δεν θέλεις από τη ζωή σου και να μην το διαπραγματευτείς ποτέ και με κανέναν. Κι αν κάποτε αλλάξεις γνώμη, ποτέ μην το κάνεις για χατήρι στον άλλον, κάνε το όταν σιγουρευτείς ότι το θέλεις εσύ. Ο έρωτας είτε σαρκικός, είτε πλατωνικός, δεν είναι να υποκύπτεις στις επιθυμίες του άλλου για να τον ικανοποιείς. Είναι να τις μοιράζεσαι μαζί του. Να τις επιθυμείς εξ' ίσου.

Δύο.
Μπορεί να είχα βγει μόνη μου έξω, αλλά ήμουν σε ασφαλές περιβάλλον. Στο μαγαζί δούλευαν φίλοι. Φύλαγαν τα νώτα μου. Πάντα.
Να μιλάς στους φίλους. Δεν είναι μόνο το ότι οι σωστοί φίλοι δεν σου χαϊδεύουν το κεφάλι και χέστηκαν και να μασήσουν τα λόγια τους και να σε φέρουν στα ίσια σου όταν έρθει η ώρα. Είναι ότι μιλώντας τους, θα ακούσεις τον εαυτό σου να εξωτερικεύει όλα εκείνα που για κάποιον λόγο εσύ καταπιέζεις ή φοβάσαι να παραδεχθείς σε μία -ίσως- τοξική σχέση. Κι όπως ακούς τους φίλους σου εκείνη την ώρα, να μάθεις να ακούς και τον εαυτό σου. Έτσι θα μάθεις και να τον σέβεσαι.

Θα υπάρχει τίμημα. Πάντα υπάρχει τίμημα. Τίμημα υπάρχει για όλες τις αποφάσεις σου κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή. Εφ' όσον προχωράς σε αρμονία με το μέσα σου και δεν το υποτάσσεις σε κανενός τα χαΐρια, να μάθεις να ζεις με αυτό και να μην το φοβάσαι. Να μάθεις να το αγαπάς. Να γίνει η σημαία σου. Το κάθε τίμημα που πληρώνεις, είσαι εσύ. Μάθε να μη δίνεις σημασία για το πώς το ερμηνεύει ο καθένας γύρω σου. Μάθε να μη δίνεις φράγκο, μάθε να περιφρονείς όλους αυτούς και αυτές που περνούν το χρόνο τους κρίνοντας εσένα και τις αποφάσεις σου. Μάθε να τους αγνοείς. Το καλύτερο απ' όλα, μάθε να τους λυπάσαι.

Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να πω.
Κοπελιά, το να φλερτάρεις -αν φλερτάρεις- δεν σημαίνει ότι πρέπει να του κάτσεις.
Φίλε μου, το να φλερτάρεις, ακόμα και αν παίρνεις θετικά vibes από τη φάση, δεν σημαίνει ότι πρέπει ή ότι πρόκεται να σου κάτσει.

Κάτι έχει πάει πολύ στραβά στη φάρα μας για να εξισώνουμε ένα φλερτ, ένα ερωτικό παιχνίδι, μία σχέση, ακόμα και έναν γάμο, με μία νίκη, μία πανωλεθρία, ένα λάβαρο.

Και κάτι άλλο.
Κοπελιά. Φίλε μου. Άμα καταλάβεις ότι σου κάνει νερά ή ότι παίζει το ματάκι, γύρισέ την τη γαμημένη τη σελίδα, μην το διαβάσεις καν αυτό το κεφάλαιο. Τρώγε τη σαλάτα που γουστάρεις, όπως τη γουστάρεις, μόνος ή μόνη - για αρχή τουλάχιστον. Δεν μπορείς να υποχρεώσεις κανέναν να την τρώτε μαζί εις τους αιώνες των αιώνων, μόνο και μόνο επειδή κάποια στιγμή φάνηκε να την απολαμβάνετε παρεούλα.

Κανείς δεν είναι κανενός γαμώ τα πτυχία, τα σχολεία και την παιδεία μας.
Κανείς δεν είναι κανενός.

posted by mindstripper @ 3/18/2022 12:54:00 pm  | 2 Comments | 

Wednesday, February 03, 2021

Για τον Αρίστο - Υπόθεση Παγκρατίδη

Το μήνυμα ήρθε ένα απόγευμα πριν από 2-3 εβδομάδες από την Β., πολύ καλή μου φίλη από τα εφηβικά μου χρόνια:

"Μόλις άκουσα στην τηλεόραση ότι έχει θέατρο live streaming, Αρίστος, ένα έργο για τον Παγκρατιδη. Και σε σκέφτηκα..."

Όλοι οι καλοί μου φίλοι ξέρουν την εμμονή μου με τον Παγκρατίδη. Όλοι, κατά καιρούς, με ενημερώνουν για ό,τι δουν και ό,τι ακούσουν.

Ήμουν 10-11 χρονών όταν μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Έτος 1980. Η Θεσσαλονίκη με στιγμάτισε. Εκεί έζησα τα χρόνια των πειρατικών σταθμών, εκεί ανέπτυξα το ταλέντο μου στη ζωγραφική και στις τέχνες, εκεί άρχισα να διαβάζω ασταμάτητα δανειζόμενη βιβλία από τη ΧΑΝΘ, να γράφω στα κρυφά και να ερωτεύομαι. Οι μανάδες μας μας αφήναν να παίζουμε στην πλατεία Ναυαρίνου μέχρι τις 11 η ώρα το βράδυ, τα καλοκαίρια θυμάμαι ερχόταν κι έπαιζε ένας ψηλός νέος με φλάουτο κι η μάνα μου καθόταν μέσα στη νύχτα και ζωγράφιζε τους μουσαμάδες της με όλες τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές, για να τον αφουγκράζεται καλύτερα.

Μέχρι τη μέρα που εμφανίστηκε "ο Δράκος". Οι μανάδες μας ξαφνικά μας απαγόρεψαν να κατεβαίνουμε στις πλατείες, ο κόσμος και ειδικά οι γυναίκες, απέφευγαν να κυκλοφορούν μόνες μετά τη δύση του ηλίου. Η Θεσσαλονίκη είχε τρομοκρατηθεί. Η άγρια δολοφονία μίας πανέμορφης 20χρονης φοιτήτριας, της Αναστασίας Αλεξανδρίδου, και ο βιασμός της την ώρα που εκείνη ψυχορραγούσε σχεδόν κάτω από το σπίτι της, ξύπνησαν στους Θεσσαλονικείς φρικιαστικές μνήμες και ιστορίες που ήταν ξεχασμένες για δύο δεκαετίες τουλάχιστον. Δεν ήταν ο πρώτος "Δράκος" ετούτος, έμαθα αργότερα. Υπήρξε, λέγαν, κι άλλος ένας στα τέλη της δεκαετίας του 50, που χτυπούσε ως επί το πλείστον στο δάσος του Σέιχ Σου, δολοφονούσε τα θύματά του χτυπώντας τα απανωτά και λυσσαλέα με πέτρες στο κεφάλι και στη συνέχεια βίαζε τις κοπέλες ενώ αυτές ξεψυχούσαν πνιγμένες στο αίμα τους. 

"Αλλά εκείνον τον Δράκο του Σέιχ Σου, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον έπιασαν και τον έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα", μου είχε εξιστορήσει ο πατέρας μου μία μέρα που τσακωνόμουν με τη μάνα μου επειδή δεν με άφηνε να κατέβω να παίξω στην πλατεία.
"Καλά τον κάνανε", είχα αποφασίσει και είχα ξεστομίσει μέσα στην αμίλεικτη παιδική μου αφέλεια. "Μακάρι να κάνουν το ίδιο και σ' αυτόν εδώ."

Δεν έκαναν όμως το ίδιο στον Κυριάκο Παπαχρόνη, ο οποίος συνελήφθη αργότερα και ομολόγησε την δολοφονία και τον βιασμό της Αλεξανδρίδου και όχι μόνο εκείνης, καθώς είχε χτυπήσει σε Δράμα και Ξάνθη. Προς μεγάλη μου έκπληξη και θυμό, δεν τον εκτέλεσαν. Τον καταδίκασαν σε δις ισόβια και του έριξαν καμμιά 20αριά χρόνια για τις υπόλοιπες κατηγορίες που τον βάρυναν. Εμένα, του 12χρονου τότε παιδιού, αυτό δεν μου έφτανε. Κι ας προσπαθούσε ο πατέρας μου, πρώην υψηλό στέλεχος της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης που είχε βρεθεί σε σκηνές των εγκημάτων του, να μου εξηγήσει ότι η θανατική ποινή είχε καταργηθεί για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν με ενδιέφερε να τον ακούσω. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν ο πατέρας και η μάνα της Αλεξανδρίδου. Οι οποίοι έφυγαν από τη ζωή πολύ σύντομα, μετά. Και οι δύο.

Δύο χρόνια πιο μετά φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη. Άλλαξα σπίτι, σχολείο, φίλους. Και ο καιρός πέρασε. Ήταν άνοιξη του 1989 όταν κάποιο μεσημέρι έπεσα εντελώς τυχαία επάνω στους τίτλους εναρξης μίας ελληνικής ταινίας: "Υπόθεση Παγκρατίδη (αθώος ή ένοχος;)". Χαμογέλασα ειρωνικά. Με ύφος χιλίων καρδιναλίων, την υπεροψία μίας πρώην κατοίκου Θεσσαλονίκης που 'τα ήξερε από πρώτο χέρι' και τον σαρκασμό ενός παντογνώστη θεού και κριτή, σκέφτηκα: "Καλά, τώρα τί προσπαθούνε να κάνουνε;..." Έτσι περιφρονητικά, ξεκίνησα να βλέπω αυτή την ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο έσβηνε το χαμόγελο και η απαξίωση άρχισε να μεταμορφώνεται σε απορία, ύστερα σε αγωνία και σε στενοχώρια και στο τέλος σε ένα χωρίς ανάσα κλάμα με ασταμάτητους λυγμούς. Την ταινία δεν την έχω ξαναδεί έκτοτε. Δεν ξέρω αν έχω το κουράγιο να το ξανακάνω. Γι αυτό το λόγο δεν ξέρω και αν θα δω ποτέ, παρ' ότι θέλω, την παράσταση "Αρίστος" που στηριζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη που μου πρότεινε η φίλη μου.

Διάβασα όμως ό,τι μπορούσα να βρω για τον Αρίστο. Έτρεξα και αγόρασα το βιβλίο του Κώστα Τσαρούχα στο οποίο είχε στηριχθεί η ταινία. Στη βιβλιογραφία αυτού είδα και το βιβλίο του Κώστα Παπαϊωάννου με τίτλο "Ο «δράκος» του Σέιχ-Σου, Ενας αθώος στο απόσπασμα (Υπόθεση Παγκρατίδη)". Αμέσως προμηθεύτηκα και αυτό. Διάβασα εμπεριστατωμένα περιστατικά και δημοσιεύματα, μαρτυρίες, πρακτικά δικαστηρίων, ομολογίες, αγορεύσεις. Άρχισα να σημειώνω ονόματα, ημερομηνίες και τοποθεσίες αναπαραστάσεων, αποδεικτικά στοιχεία που είχαν βρεθεί τότε και δεν παρουσιάστηκαν ποτέ στη δίκη (και καταδίκη) ενός αναρμόδιου για τα εγκλήματα που τον έκριναν δικαστηρίου. Δεν ήθελα να ξανακάνω το ίδιο τραγικό λάθος. Βλέπεις, εκείνο το κλάμα δεν απευθυνόταν τόσο στη μοίρα του Αριστείδη Παγκρατίδη όσο σε εμένα την ίδια. Ανάμεσα στα πρόσωπα των δικαστών και των δημίων που τον οδηγούσαν προς εκτέλεση, είχα δει πεντακάθαρα και το δικό μου. Κι αυτό, όσο υπερβολικό και αν φαίνεται σε εσένα που διαβάζεις ετούτο εδώ το κείμενο, έκανα χρόνια να το ξεπεράσω και να μου το συγχωρήσω.

Με το τέλος της φετινής χρονιάς θα συμπληρωθούν 58 χρόνια από τη σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη. Σε 13 ημέρες θα συμπληρωθούν 53 χρόνια από την εκτέλεση του. Όλα αυτά τα χρόνια στα κατάστιχα των αστυνομικών και δικαστικών αρχών αυτής της χώρας, υπάρχει ένας φάκελος στον οποίον άδικα και λανθασμένα(;), ο Δράκος του Σέιχ Σου κι ο Αριστείδης Παγκρατίδης συνεχίζει να θεωρείται το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Όλο αυτό το διάστημα έχουν γραφτεί βιβλία, έχουν βγει ταινίες, έχουν σκηνοθετηθεί θεατρικές παραστάσεις για την αμφισβήτηση της τετράκις εις θάνατον ποινής που του επιβλήθηκε από ένα πενταμελές εφετείο του οποίου ο πρόεδρος αποτελούσε την προσωποποίηση μίας ξεπουλημένης, αηδιαστικής και σάπιας δικαιοσύνης. Δεν είναι δικά μου συμπεράσματα αυτά. Διάβασε τα βιβλία αν δεν με πιστεύεις. Μην διαβάζεις δημοσιεύσεις απο δω κι απο κει. Μην διαβάζεις φήμες. Διάβασε τα πρακτικά. Είναι όλα εκεί. Υπάρχει κι ένα βιβλίο που το έψαχνα χρόνια και ποτέ δεν το βρήκα, το βιβλίο που είχε βγάλει ο ένας από τους δύο δικηγόρους του Αρίστου, ο Μενέλαος Σαπουντζής. Υποθέτω δεν θα το βρω ποτέ. Ειλικρινά, και τί δεν θα έδινα να μπορούσα να το βρω.

Και τί δεν θά 'δινα να ξημέρωνε μία μέρα που ο φάκελλος Παγκρατίδη θα ξανάνοιγε και το όνομά του θα αποσυνδεόταν από τα εγκλήματα του Σέιχ Σου, της Μίκρας και του Δημοτικού Νοσοκομείου. Δεν είναι μόνο το συναισθηματικό και εντελώς προσωπικό μου δέσιμο με αυτή την υπόθεση. Είναι ότι γεννήθηκα παιδί χωροφύλακα. Μόνο που ετούτος ο χωροφύλακας, ο δικός μου ο πατέρας, που ήθελε να σπουδάσει και να γίνει δικηγόρος αλλά η ζωή του τα 'φερε αλλιώς, είχε έντονο το αίσθημα του δικαίου και αυτό κατάφερε να μου το εμφυσήσει ως στάση ζωής. Κι αν η ζωή δεν είναι δίκαιη κι αυτό το έμαθα κι εγώ με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο μεγαλώνοντας, η δικαιοσύνη ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ. Και αν, ακόμη και αυτή η δικαιοσύνη, κατά καιρούς διαβάλλεται και διαφθείρεται από ανθρώπους που είναι ανάξιοί της, αυτοί φεύγουν κάποια στιγμή κι έρχονται άλλοι. Σ' αυτούς τους άλλους δεν θα σταματήσω να εναποθέτω τις ελπίδες μου. Μία αναψηλάφηση της δίκης που μόνο αυτεπάγγελτα μπορεί να γίνει, δεν θα είναι δικαίωση για τον ίδιο τον Αρίστο, αλλά θα αποτελέσει και κάθαρση στο πρόσωπο της ίδιας της δικαιοσύνης.

Η καταδίκη και η εκτέλεση του Αριστείδη Παγκρατίδη δεν ήταν απλά ένα μαύρο στίγμα στα γρανάζια του μηχανισμού της Ελληνικής δικαιοσύνης. Ήταν μία σιχαμένη, γεμάτη δυσωδία, κατάμαυρη τρύπα στην ιστορία της σε ετούτον εδώ τον τόπο. Και όσο το όνομά του παραμένει συνδεδεμένο με τον Δράκο του Σέιχ Σου, θα συνεχίσει να είναι.

Κι εγώ, ώρες-ώρες, θα συνεχίσω να την περιφρονώ.

_____________________________________________

Πηγές

1. Αριστείδης Παγκρατίδης - Ένοχος, έως πότε; - Ένα σύντομο χρονικό της υπόθεσης Παγκρατίδη, βασισμένο σε βιβλία-ντοκουμέντα.

2. "Υπόθεση Παγκρατίδη (αθώος ή ένοχος;)", ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη

    Μέρος Α': https://www.youtube.com/watch?v=fKFPd1Fajqo
    Μέρος Β': https://www.youtube.com/watch?v=gALEhTkcRpY

3. Κώστας Παπαϊωάννου, "Ο «δράκος» του Σέιχ-Σου, Ενας αθώος στο απόσπασμα (Υπόθεση Παγκρατίδη)", εκδόσεις Ποντίκι, 1988

4. Κώστας Τσαρούχας, "Υπόθεση Παγκρατίδη Αθώος Ή Ένοχος;", εκδόσεις Δωδώνη, 1989

5. "Σημεία των καιρών - Αριστείδης Παγκρατίδης", κανάλι 4Ε, 2019.  Σειρά εκμπομπών του πρώην εισαγγελέα Κώστα Λογοθέτη με νέες πληροφορίες και γνήσια έγγραφα προερχόμενα από τον φάκελο-αρχείο του Αριστείδη Παγκρατίδη.

    Μέρος Α': https://www.youtube.com/watch?v=p_XCviaULEk
    Μέρος Β': https://www.youtube.com/watch?v=TfxyMHq_Dqo
    Μέρος Γ': https://www.youtube.com/watch?v=j7xTgvkVpEk&t=10s
    Μέρος Δ': https://www.youtube.com/watch?v=FRyJSIx4Hww

6. Κώστας Λογοθέτης, “Παγκρατίδης, Εις θάνατον τετράκις...”, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 2021

7. Ένα πολύ σωστά τοποθετημένο και ακριβές κείμενο για την Υπόθεση Παγκρατίδη σε δύο μέρη.

    Ο Δράκος του Σέιχ-Σου: Υπόθεση Παγκρατίδη - 1 
    Ο Δράκος του Σέιχ-Σου: Υπόθεση Παγκρατίδη - 2

    

Labels: , , , , , , , , ,

posted by mindstripper @ 2/03/2021 01:49:00 pm  | 7 Comments | 

Sunday, December 15, 2019

Τα καταδικά μου Κόκκινα Φανάρια

Να εξηγηθώ εξ αρχής. Ό,τι είναι να γράψω θα το γράψω επειδή ανέκαθεν αγαπούσα πάρα μα πάρα πολύ τον Σταύρο Ξαρχάκο, επειδή έχω οικειοποιηθεί τη μουσική του, επειδή την θεωρώ δική μου, κομμάτι της ψυχής μου, θεμελιώδες χρώμα της ζωής μου. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ξεκινάω λάθος. Δεν θα διαφωνήσω. Ούτε σκοπεύω σήμερα να γράψω εδώ μέσα για σωστό ή για λάθος. Αυτή η ανάρτηση είναι άκρως υποκειμενικής φύσεως και λογικό συμπέρασμα δεν πρόκειται να βγει. Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να γράψω για κάτι που με έχει πειράξει. Να προσπαθήσω να γράψω για μία εισβολή. Μία απρόσωπη εισβολή σε μία εντελώς προσωπική, υποκειμενική αγάπη.

Τα Κόκκινα Φανάρια μεγάλωσαν γενιές σαν ταινία κι έγραψαν ιστορία στην Ελληνική μουσική σκηνή. Τα είδα πρώτη φορά σε ηλικία πολύ μικρή, ίσως μικρότερη απ’ όσο θα έπρεπε, κρυφά από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Σε μεγαλύτερη πια ηλικία πληροφορήθηκα με μεγάλο δέος και άλλη τόση ικανοποίηση ότι το 1964, τα Κόκκινα Φανάρια ήταν μία ταινία υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η περηφάνεια μου ήταν τεράστια. Από κεί ξεκίνησε όλο το θέμα. Από εκεί ξεκίνησαν τα Κόκκινα Φανάρια να είναι “δικά μου”. Γιατί αν δεν είσαι περήφανος για κάτι το οποίο θεωρείς δικό σου ή για κάτι που το λιγότερο, αισθάνεσαι ότι για τον άλφα ή βήτα λόγο σε αντιπροσωπεύει, τότε για ποιόν άλλον λόγο άραγε μπορείς να αισθανθείς περήφανος;

Κάθε φορά που βλέπω αυτήν την ταινία, δεκαετίες μετά με άσπρα μαλλιά πλέον στο κεφάλι μου, κλαίω εντελώς αβίαστα όταν λίγο πριν τους τίτλους του τέλους, ο γέρος της Κατερίνας σκύβει ώστε να την κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια και να τη ρωτήσει για άλλη μια φορά: “Όμορφη δεν είναι η ζωή Κατερίνα;…” Και κάθε φορά, υπάρχει αυτός ο λυγμός που εμποδίζω για έναν εντελώς ηλίθιο λόγο να βγει από μέσα μου, έτσι πώς βλέπω τα δυο γεροντάκια φορτωμένα με όλο τους το βιος, διπλωμένα στα δυο από αυτό τους το βάρος, να περπατούν κούτσα-κούτσα στα στενά, ανάμεσα στα σφραγισμένα μπουρδέλα της Τρούμπας, και να πηγαίνουν να τελέψουν επί τέλους την παράγκα τους, φτιαγμένη από τενεκέδες που θα μαζέψουν μαζί από τα σκουπίδια. Και θα φυτέψουν και μερικά λουλουδάκια. Και θα είναι όμορφα. Κι έτσι, μία ταινία τόσο σκληρή, αληθινή και γλυκόπικρη, αποκτά το καλύτερο τέλος που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Κι εκεί έρχεται πάντα η μουσική του τέλους, η μουσική του Ξαρχάκου, η οποία με βρίσκει να χαμογελώ συνοδεία δακρύων και με κάνει να αισθάνομαι ότι η μέρα που ξημερώνει είναι απλά μία όμορφη μέρα.

Είναι όμορφη μέσα από τα μάτια της φοιτήτριας που σπούδασε γλυπτική στη Ρουμανία και τελικά κατέληξε να εκπορνεύεται για να κερδίζει τα ως προς το ζειν. Είναι όμορφη μέσα στο μυαλό της πληθωρικής, ώριμης κυρίας τσατσά που είναι τόσο -σαν την παιδούλα- τυφλά ερωτευμένη με το πρωτοπαλίκαρο-νταβά του “σπιτιού” της. Είναι και τόσο όμορφα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ξανθού άγγελου που γεύεται τον σαρκικό έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή του κι επάνω στη νιότη και το πάθος του δείχνει να ξεχνάει για λίγο ότι αυτός ο έρωτας ήταν πληρωμένος. Γι αυτό είναι όμορφη η ζωή ρε Κατερίνα, κατάλαβες; Όχι επειδή ο άντρας σου θα φέρει στο παιδί ένα τρενάκι από το λιμάνι της Σιγκαπούρης, ούτε ένα ξύλινο κουνιστό αλογάκι με πραγματική σέλα από το Χονγκ Κονγκ, ούτε έναν τόσο μεγάλο αρκούδο από τον Παναμά.

Η ομορφιά της ζωής στα Κόκκινα Φανάρια δεν έχει ονοματεπώνυμο άλλο εκτός από αυτό του Σταύρου Ξαρχάκου, και ακόμα περισσότερο από αυτό, δεν έχει υλιστική ταυτότητα. Δεν είναι χειροπιαστή. Δεν είναι καταμετρήσιμη ούτε κοστολογήσιμη. Και πιο πολύ απ’ όλα ξέρεις τί δεν είναι; Δεν είναι “εκείνο το κομμάτι από τη διαφήμιση των Jumbo”. Είναι η μουσική από τα Κόκκινα Φανάρια του Σταύρου Ξαρχάκου, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, είναι ένα πιάνο που μελαγχολεί, ένα μπουζούκι που κλαίει με τσαμπουκά, είναι μία μυρωδιά, ένα αεράκι, οι αχτίδες του ήλιου που θα σου ζεστάνουν το πρόσωπο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια και όλοι οι γαλαξίες στον ουρανό. Είναι κάτι τενεκέδες από σκουπίδια, κάτι χρησιμοποιημένα τσιγάρα και κανένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες για το χειμώνα. Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής Κατερινάκι.

Όπως σου είπα.
Προσωπική αγάπη τα Κόκκινα Φανάρια.
Υποκειμενική.
Και παντοτινά παιδική.

10 μέρες για τα Χριστούγεννα.

Labels: ,

posted by mindstripper @ 12/15/2019 10:08:00 pm  | 2 Comments | 

Sunday, March 17, 2019

Post love

Είμαι 47 χρονών. Κάποιος μου είχε πει κάποτε ότι από τα 40 και μετά τα χρόνια περνάνε σα μέρες. Αν τον ξανα-έβρισκα μου φαίνεται θα τον χαστούκιζα. Βέβαια, ίδιες είναι οι πιθανότητες να του έσφιγγα και το χέρι. Βασικά θα ήθελα να κάνω και τα δύο, αλλά σαν να παραλογίζομαι ελαφρώς. Τί μου φταίει ο άνθρωπος; Μία αλήθεια είπε, βασισμένος στις δικές του εμπειρίες. Να με προετοιμάσει είχε προσπαθήσει, όχι να με απειλήσει.

Φίλοι έχουν αρχίσει να χάνονται, να "φεύγουν" απροειδοποίητα. Ακούω: "Ήταν πολύ αγχωμένος με τη δουλειά" ή "Έπινε πολύ, είχε τόσα προβλήματα μέσα στην οικογένειά του". Μεγαλώνοντας, όσο μακάβριο κι αν αυτό ακουστεί, όσο απέφευγα πάντα να πηγαίνω σε γάμους και βαφτίσια, τόσο πιάνω τον εαυτό μου να πηγαίνει σε κηδείες με μία ψυχολογία περίεργη, σχεδόν στρατιωτικού καθεστώτος. Τα αόρατα δεκανίκια που κουβαλάω και μου έχουν απομείνει από τις δικές μου απώλειες, βρίσκονται σε ετοιμότητα. Μπορει και να χρειαστούν. Αυτός είναι ο σκοπός. Αυτό και το "αντίο".

Τρεις μέρες πριν. Ηλιόλουστο πρωινό. Η φίλη με την οποία μοιραζόμαστε την επαγγελματική μας καθημερινότητα τα τελευταία 2μισι χρόνια, με παίρνει τηλέφωνο ώρα ασυνήθιστη. Είναι πολύ πρωί, δεν το συνηθίζει. Σκέφτομαι μήπως έτυχε κάτι έκτακτο και δεν μπορεί να πάει. Μήπως την έπιασε λάστιχο, μήπως κάποιο από τα παιδιά της έχει πυρετό. Απαντάω.

"Έλα ρε, καλημέρα."
Την ακούω να μου μιλάει χαμηλόφωνα. 
"Έλα ρε, να σου πω, δεν θα μπορέσω να πάω στη δουλειά σήμερα."
Η φωνή της ραγίζει. Είναι σαν να την ακούω να θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια.
"Αυτοκτόνησε μία φίλη μου."

Πισωπάτησα και στηρίχτηκα σε μία καρέκλα που βρήκα δίπλα μου. Αισθάνθηκα σα να μου είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι. Ο υπόλοιπος διάλογος ήταν σύντομος και δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε από αυτόν.

Έφτιαξα τον καφέ μου και πήγα στη δουλειά μου. Δεν ήξερα την φίλη της φίλης μου. Δεν την είχα δει ποτέ μου. Έπιασα τον εαυτό μου να κάνει προσπάθειες να το απωθήσει από το μυαλό μου. Αλλά η λέξη "αυτοκτόνησε" μου είχε καρφωθεί στον εγκέφαλο. Είχα ταραχτεί. Δεν ήθελα να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου. Μπήκα να διαβάσω τα τοπικά νέα και η είδηση ήταν παντού. Σοκαρίστηκα. Δύο πράγματα. Πρώτο: αυτοκτονία διά απαγχονισμού. Δεύτερο: τρία παιδιά.

Μετά από 20 χρόνια στην Αθήνα, τα τελευταία 7 χρόνια ζω σε μία σχετικά μικρή κοινωνία. Σε συνδυασμό με τις όσες εμπειρίες κουβαλάω στην πλάτη μου, παρατηρώ όλο και περισσότερο την δυστυχία της γενιάς μου, η οποία είναι διασκορπισμένη τριγύρω μου. Όχι τις δυσκολίες. Θα το επαναλάβω. Την δυστυχία. Βλέπω γονείς που δεν θα έπρεπε να είναι γονείς και ζευγάρια που δεν θα έπρεπε να είναι ζευγάρια, παντρεμένα, ανύπαντρα, παράνομα ή gay. Και αν δυσκολεύομαι να καταλάβω τους λόγους που το ξεκίνησαν, αδυνατώ να συλλάβω το γεγονός του ότι συντηρούν μία κατάσταση που τους κατατρώει τα σωθικά στα κρυφά, ενώ διατυμπανίζουν δημοσίως το πού πήγανε διακοπές, το τί βαθμούς φέρνουν στο σπίτι τα παιδιά τους, και το πόσο καλοί είναι οι διατροφολόγοι, οι μανικιουρίστες, οι γυμναστές και οι κομμωτές τους. Βλέπω μία συνεχή προσπάθεια αναγνώρισης και επιβεβαίωσης από το περιβάλλον, μία επιδειξιομανία, ένα κοκόρεμα από ανθρώπους που έχουν διανύσει το μισό του προσδόκιμου της ζωής τους.

Και τώρα που κοντεύω τα 50 και υποτίθεται ότι έχω γίνει πιο σοφή, αναρωτιέμαι το γιατί. Για ποιόν λόγο πολλοί από τους συνομιλήκους μου μου δίνουν την αίσθηση ότι απέχουν πολύ από το να συμπεριφέρονται ως ενήλικες;  Για ποιόν λόγο αντί να μεγαλώνουν χέρι-χέρι, μαζί με την οικογένειά τους αισθάνονται την ανάγκη να την επιδεικνύουν ως λάβαρο αυτο-πραγμάτωσης;  Και για ποιόν λόγο, όταν οι σχέσεις ανάμεσα στους δημιουργούς της οικογένειας φθίνουν ή ακόμη-ακόμη φτάνουν στο τέλος τους, αυτό μεταφράζεται αυτόματα σε προσωπική τους αποτυχία σε αυτή τη ζωή;

Το να απαντούσα "επειδή η έννοια της οικογένειας είναι υπερ-τιμημένη" θα ήταν η μεγαλύτερη ηλιθιότητα που θα μπορούσα να ξεστομίσω. Όμως με το πέρασμα των χρόνων και με ένα διαζύγιο στην πλάτη μου, θα απαντήσω αυτό που θεωρώ πλέον την μόνη αλήθεια. Απέχουμε πολύ οι άνθρωποι από το να παραδεχθούμε ο καθένας τη δική του υπόσταση με ειλικρίνεια και χωρίς παρωπίδες. Επειδή αυτό είναι κάτι που δεν μας το έμαθε ποτέ κανείς. Επειδή έχουμε μεγαλώσει με των προγενεστέρων τα καταπιστεύματα.

"Άντε και με ένα καλό παιδί."
"Άντε κορίτσι μου να κάνεις ένα παιδάκι πριν σε πάρουν τα χρόνια."
"Άντε να τελειώσεις το στρατιωτικό σου, να βρεις μια δουλειά και να συντηρείς την οικογένειά σου."
"Μα πως αγόρι μου, περνούν τα χρόνια, πρέπει να έχεις μία σύντροφο στα γηρατειά σου."
"Κοίτα γύρω σου, όλες οι οικογένειες έχουν προβλήματα, δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία."

Ποτέ κανένας γονιός δεν είπε στο παιδί του πόσο δύσκολο είναι το έργο μίας οικογένειας. Ποτέ καμία μάνα δεν έπιασε την κόρη της να της πει ότι ένα παιδί δεν είναι μόνο ευτυχία, αλλά και κλάμα, αϋπνίες, ορμόνες, υπομονή και αποδοχή μίας το λιγότερο μεταβατικής, το χειρότερο δύσκολης περιόδου της ζωής της. Ποτέ καμία μάνα δεν έπιασε το γιό της να του πει ότι το να γίνει πατέρας προϋποθέτει την παντελή απώλεια του προσωπικού του χρόνου και την συναισθηματική εκγρήγορση ώστε να μπορεί στ' αλήθεια να υποστηρίζει έμπρακτα την σύντροφό του. Κι ας την χαστούκιζε μετά το παιδί της. Θα ερχόταν σίγουρα η μέρα που θα ήθελε να της σφίξει το χέρι. Ανέφερα τη μάνα δύο φορές, αν πρόσεξες. Είδες; Ακόμη κι εγώ...

Πολλά είναι ακόμα αυτά που θέλω να γράψω, αυτά που έχω στο μυαλό μου με αφορμή τον χαμό αυτής της ψυχής που αποφάσισε να βάλει αυτό το τόσο τραγικό, σχεδόν εκδικητικό τέλος στη ζωή της. Δεν ξέρω όμως τί να πρωτο-γράψω, είναι από τις λίγες φορές που αισθάνομαι ότι η σκέψη μου δεν έχει ειρμό, αλλά η ανάγκη μου να γράψω είναι τόσο μεγάλη που δεν δίνω ούτε σε αυτό σημασία. Θέλω να γράψω ότι η αποτυχία είναι απλά μία λέξη στην οποία μόνο αυτή η φάρα του ανθρώπου έχει δώσει υπόσταση και σημασία. Ότι αυτή η ίδια η φάρα η δική μας, των ανθρώπων, εμείς που είμαστε οι νοήμονες και που ξεχωρίζουμε με αυτόν τον τρόπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, θα έπρεπε να ζούμε δύο ζωές. Στην πρώτη να γνωρίσουμε και να μάθουμε να αποδεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό. Στη δεύτερη, να τον τοποθετήσουμε όπως και όπου αποφασίσουμε οι ίδιοι, όχι εκεί που θα μας σπρώχνει ηθελημένα ή μη ο στενός μας οικογενειακός κύκλος ή οι κοινωνικές ομάδες με τις οποίες συναναστρεφόμαστε ή οποιοσδήποτε άλλος. Θέλω να γράψω και για εκείνους τους ανθρώπους που έχουν παγιδευτεί μέσα σε αυτές τις αποφάσεις τους και που θεωρούν ότι επειδή οι ίδιοι επέλεξαν κάποτε να οδεύσουν σε ένα κάποιο μονοπάτι, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεστρατίσουν από αυτό. Αν ξεκινήσω, θα γράφω μέχρι το 2020. Αντί αυτού θα κλείσω, θα ταϊσω τα σκυλιά μου και θα ανέβω να πιω μία μπύρα στο Νίκο.

Αχταρμάς.
Μόνο ένα ξέρω.
Όταν τα όνειρα ενός ανθρώπου καταλήγουν να γίνουν φυλακή του, τότε αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να πλαγιάσει αποβραδίς και το πρωί που θα ξυπνήσει να έχει φτιάξει καινούργια όνειρα.

posted by mindstripper @ 3/17/2019 07:21:00 pm  | 2 Comments | 

Monday, September 24, 2018

Η εποχή της εξοικείωσης

Καιρό τα μαζεύω.

Ήταν και η επέτειος της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα πριν από έξι μέρες. Πέντε χρόνια. Πότε πέρασαν πέντε χρόνια; Ούτε που το κατάλαβα. Η Μάγδα και ο Παναγιώτης όμως το καταλαβαίνουν κάθε μέρα - όλες όσες έχουν περάσει και όλες όσες έρχονται. Για πάντα. Μέχρι το τέλος.

Σαν εχθές κάηκε και το Μάτι. Δύο μήνες. Δύο μήνες; Μου φαίνεται σαν να έχει περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος. Μου φαίνεται μακρινό πολύ το Μάτι. Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τις οικογένειες αυτών που κάηκαν ζωντανοί, γι αυτούς ο χρόνος είναι ακίνητος. Ο θάνατος όταν έρχεται με έναν τρόπο τόσο τραγικό, καρφώνει την αόρατη πολυθρόνα του μπροστά σου και κάθεται εκεί, με τα μάτια του παγωμένα επάνω σου. Χωρίς να πεταρίζει καν τα βλέφαρά του, η ανάσα του να φτύνει στάχτη και να βρωμάει καμένη σάρκα. Εκεί. Για πάντα. Μέχρι το τέλος.

Έπειτα γίνεται κι αυτό με τον Ζακ Κωστόπουλο. Έχει πάει να κλέψει; Δεν έχει πάει να κλέψει; Ποιός το ξέρει. Αυτό που ξέρουν όλοι όμως είναι αυτό που η τηλεόραση δείχνει ασταμάτητα. Το ξυλοκόπημα ενός ανθρώπου ο οποίος ξεψυχά ξανά και ξανά και ξανά, κάθε φορά που οι γεμάτοι ζήλο δημοσιογράφοι προβάλλουν αυτές τις τελευταίες του τραγικές στιγμές, στολισμένες με λογιών λογιών χρωματιστές λεζάντες στο κάτω μέρος της οθόνης.

Δεν έχω προσέξει τη μουσική υπόκρουση που χρησιμοποιούν στο άγριο ξυλοκόπημα του Ζακ. Σε αντίθεση με το θανατικό στο Μάτι, εκεί στ΄αλήθεια ήταν μεγαλειώδης η μουσική, σχεδόν όσο και οι φωτογραφίες των ανθρώπων που έκλαιγαν περιστοιχισμένοι από την ομίχλη του θανάτου, αγκαλιασμένοι μέσα στη θάλασσα, με υγρές πετσέτες και μπλούζες μπροστά από τα πρόσωπά τους. Μία εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις άλλωστε. Γι αυτό και η συγκεκριμένη έκανε το γύρο του κόσμου και την έβλεπα μπροστά μου παντού. Κι επειδή την τηλεόραση την είχα κλειστή, φρόντιζαν μερικοί διαδικτυακοί φίλοι να την αναδημοσιεύουν κάθε τόσο, εκεί, ανάμεσα στους διαπληκτισμούς και τα βρισίδια που έπεφταν κάτω από τις δημοσιεύσεις, στα σχόλια. Και ειλικρινά, νομίζω πως αν μερικά από αυτά τα έβλεπαν οι δημοσιογράφοι που ανέφερα παραπάνω, πολύ ευχαρίστως θα τους έβαζαν ακόμα περισσότερα χρώματα - μα πόσο και γαμώ τις λεζάντες θα γίνονταν ορισμένα από αυτά, έτοιμο πράμα. Εντελώς.

Κι εγώ έχω καιρό που τα μαζεύω. Αυτό που με τρομάζει μεγαλώνοντας, περισσότερο κι από όλο το δημοσιογραφικό -στην πλειοψηφία του- καθημερινό φλέμα, περισσότερο κι από τον κάθε φασίστα Χρυσαυγίτη που έχει μπει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ενώ έχει διαπράξει στυγνή δολοφονία στο όνομα της ιδεολογίας του, περισσότερο κι από τον κάθε θολωμένο "νοικοκύρη" που βαιοπραγεί κατά ενός συνανθρώπου του με τόσο μίσος σαν να του έχουν βιάσει και να του έχουν τεμαχίσει το παιδί, αυτό λοιπόν που μου τρομοκρατεί την ψυχή είναι όλη αυτή η ευκολία που έχει φυτρώσει παντού γύρω μου. Η ευκολία και η ταχύτητα και η απολυτοσύνη των υπολοίπων ανθρώπων να κρίνουν, να κατακρίνουν, να σηκώσουν το δάχτυλο, να διαλέξουν στρατόπεδο, να βρίσουν, να αναπαράγουν θάνατο μέσα από φωτογραφίες με το πάτημα ενός κουμπιού. Και η αναπαραγωγή του θανάτου δε γίνεται έτσι, τυχαία. Για να αναπαράγεις θάνατο πρέπει πρώτα να έχεις εξοικειωθεί με αυτόν. Όχι να τον έχεις βιώσει. Να έχεις εξοικειωθεί. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Οι γονείς του Παύλου του Φύσσα τον έχουν βιώσει. Οι άνθρωποι που ξυλοκόπησαν τον Ζακ Κωστόπουλο δεν τον έχουν βιώσει. Κάτι μου λέει όμως ότι παρα-ήταν εξοικειωμένοι μαζί του. Να, όπως εξοικειώθηκε πολύς κόσμος με τα καμένα άψυχα σώματα εκείνων των ανθρώπων στο Μάτι. Καμένα ποδήλατα. Κομματιασμένα παπούτσια. Βίντεο, φωτογραφίες, γκραντ μουσικές, κοντινά. Ένα τέτοιο πράγμα. Εξοικείωση.

Μόνο σε εμένα όλο αυτό φαίνεται τόσο τρομακτiκό; Μόνο εγώ πιστεύω ότι οι άνθρωποι σιγά σιγά έχουμε αρχίσει και χάνουμε την βασική μας υπόσταση και έχουμε σταματήσει να κατανοούμε τις συνέπειες των λόγων και κατ' επέκταση των μελλοντικών μας πράξεων; Μήπως παίρνω τα πράγματα πολύ σοβαρά; Μήπως έχει αρχίσει το μυαλό μου να σχηματίζει θεωρίες συνωμοσίας, όταν θεωρώ ότι η τηλεόραση έχει καταφέρει με χίλιους δυο τρόπους να αφαιρέσει με χειρουργική ακρίβεια από τα κεφάλια των περισσοτέρων θεατών τις έννοιες "αξιοπρέπεια" και "σεβασμό"; Κι ότι αυτό μέσω των social media, φαίνεται κάτι ώρες να παίρνει διαστάσεις αρρωστημένες, ότι μας μετατρέπει σε θεούς και κριτές, σε ενόρκους και δικαστές;

Κάποτε ο όρος "όχλος" απευθυνόταν σε μία πραγματική, φυσική μάζα ανθρώπων. Τώρα το συναντώ όλο και πιο συχνά μπροστά μου στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο. 

Μπορεί να είναι το ότι μεγαλώνω και βλέπω σκιές στις γωνίες. Αλλά έτσι επιλέγω να συνεχίσω.
Καλύτερα με φανταστικές σκιές στις γωνίες, έτοιμη να το βάλω στα πόδια προκειμένου να σώσω την ψυχή μου, παρά με ένα περίστροφο στην τσέπη, το μάτι να γυαλίζει και το δάχτυλό μου να πιέζει προληπτικά τη σκανδάλη σε κάθε μου βήμα.
Χίλιες φορές καλύτερα.

posted by mindstripper @ 9/24/2018 11:52:00 pm  | 0 Comments |