@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Monday, June 22, 2009

Δύο ζωές

"Σε ξύπνησα; Κλείσε, θα σε πάρω πιο μετά."
"Όχι ρε, είναι αργά έτσι κι αλλιώς, θα σηκωθώ τώρα. Τί έχεις, γιατί ακούγεσαι έτσι;"
"Πέθανε η γιαγιά μου χτες."

Με την Α. και τους υπόλοιπους αποφεύγω να βρίσκομαι από τότε που χάσαμε τον φίλο μας. Δεν μπορώ να το χειριστώ. Τους κοιτάω και τους μιλάω και αυτό που σκέφτομαι συνέχεια είναι ότι λείπει ένας από την παρέα. Ότι τώρα θα έλεγε εκείνο, ότι τώρα θα έβριζε, ότι τώρα θα έπαιρνε την Α. αγκαλιά, ότι τώρα θα σήκωνε το κινητό και θα μιλούσε με την ηλίθια που τα είχε τα τελευταία χρόνια. Κατά ένα περίεργο τρόπο νομίζω οι υπόλοιποι της παρέας το έχουν καταλάβει και δεν με ζορίζουνε. Ίσως επειδή αισθάνονται βαθιά μέσα τους κι αυτοί το ίδιο. Ίσως επειδή η παρέα αυτή πονάει λιγότερο όταν είναι σπασμένη σε κομμάτια.

"Κουράστηκα ρε μαλάκα, δεν μπορώ άλλο", μου είπε η Α. σχεδόν ξεψυχισμένα. "Πρώτα ο παππούς, ύστερα ο Στάθης, τώρα η γιαγιά."

Δεν είχα απάντηση να της δώσω. Δεν περίμενε και καμμία. Αυτή η γαμημένη η απώλεια τρώει σιγά σιγά τις σάρκες μας με το πέρασμα του χρόνου και έχουμε αρχίσει να την συνηθίζουμε σαν μόνιμο τρωκτικό πάνω από τα κεφάλια μας. Αλλά το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι ότι την νιώθουμε κατάμαυρη απειλή μέσα μας ακόμα και ώρες ανύποπτες.

Άκουσα τον Σ. να φωνάζει από μέσα να τσακιστώ να πάω για καφέ. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να πω -για άλλη μία φορά- ψέμματα. Τσαντίστηκα.

"Να περιμένετε να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου κι έρχομαι."

Ανέβηκα στο σπίτι του Σ. με θέα τη δυτική πλευρά της τσιμεντούπολης. Ήπια τον χυμό μου, μιλήσαμε με την Α., της είπα για τις φοβίες μου, μου είπε για τις φοβίες τις δικές της, τις φοβίες του Κ., τις φοβίες του Μ. Ύστερα μιλήσαμε για άλλα, βάλαμε τα γέλια, ξεχάσαμε για λίγη ώρα τη γιαγιά, ξεχάσαμε τον Στάθη, ξεγελάσαμε τους εαυτούς μας ότι όλα ήταν όπως παλιά. Ύστερα πήγαμε από το σπίτι της Α., φάγαμε, και λίγο μετά, μαζί με τον Σ. πήραμε τη μηχανή και πήγαμε για μπάνιο σε μία απ' αυτές τις παραλίες που το beach bar "βαράει" και τα ημίγυμνα κορμιά πάλλονται στη δύναμη των κρουστών και του μπάσου. Βρήκα εκεί φίλους άλλους δύο, και διάφορους άλλους που δεν ξέρω πώς να τους χαρακτηρίσω, γι αυτό θα τους βαφτίσω "διάφορους άλλους". Για λίγη ώρα ήπια την πρώτη μου μπύρα κοιτώντας τον κόσμο, ύστερα πήρα μία δεύτερη και πήγα στην ξαπλώστρα. Έμεινα εκεί να κοιτάζω τη θάλασσα, φόρεσα και τα γυαλιά ηλίου μου, προστασία από τα δάκρυα. Ήρθε ο Σ., είπαμε δυο-τρεις βλακείες, γελάσαμε. Ύστερα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται. Έβγαλα τα γυαλιά μου.

"Πας, ε;"
"Ναι."
"Τί ώρα είναι η κηδεία αύριο;"
"Δε θυμάμαι, θα φύγουμε από δω κατά τις 7 το πρωί."

Δεν είπαμε τίποτε άλλο, φιληθήκαμε σταυρωτά, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά κι έφυγε. Ύστερα ήρθε ο Θ. κοντά μου και με ρώτησε:

"Δεν το θυμάμαι το παλικάρι, πόσο καιρό το ξέρεις;"

Έβαλα πάλι τα γυαλιά μου και γύρισα προς την παλλόμενη ανθρώπινη μάζα.

"Δύο ζωές τον ξέρω... Δύο ζωές."

posted by mindstripper @ 6/22/2009 12:51:00 pm

3 Comments:

Blogger ΠΑΥΛΟΣ said...

Στάθη για σας, Γιώργο και Γιώργο για μας, δύσκολα το διαχειρίζεσαι.

Καλό ταξίδι στην γιαγιά και να προσέχει τους φίλους μας εκεί που πάει.

6/23/2009 03:22:00 pm  
Blogger efoudi said...

χθες το βράδυ ήμουν με μια φίλη που έκλεινε ένα χρόνο ακόμη ζωής. μεσα σε άλλες συζητησεις μου μίλησε για την γιαγιά της που κάπνιζε και της αρεσε ο van damm και ο segal!!
την αναπολήσαμε με αγάπη και δύο τζιν τονικ.
μετα φύσηξε ένα αεράκι και ένας σκύλος έκατσε στα πόδια της..όπως καθόταν εκεινη στα δικά της..

φιλιά.

6/25/2009 12:50:00 am  
Blogger mindstripper said...

Παύλε, Εφούδι, καλό βράδυ και στους δυο σας. Και είναι τόσο όμορφα τα βράδυα τώρα που καλοκαίριασε.

Φιλιά πολλά, να είστε καλά. Να είμαστε όλοι καλά, μέσα κι έξω.

6/26/2009 12:09:00 am  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home