@Gmail
@Our magic bus
@Twitter

Previous Posts

Archives

Saturday, April 26, 2008

Γιορτινή διαπίστωση

Δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει πια που πονάει τόσο πολύ.
Είναι αυτό που δεν υπήρξε ποτέ.

Δεν μπορώ να φανταστώ Μεγάλη Παρασκευή και να μην έχει ψύχρα, θλίψη, συννεφιά. Όχι επειδή είναι Μεγάλη Παρασκευή. Αλλά επειδή έτσι ήτανε πάντα.
Καλή μας Ανάσταση.

posted by mindstripper @ 4/26/2008 12:03:00 am  | 3 Comments | 

Sunday, April 20, 2008

Της Κυριακής τα όνειρα

Πάνε 9 μήνες που η γιαγιά μου πέθανε. Όσο καιρό θέλει μία μαμά να γεννήσει.
Πριν λίγο καιρό μίλησα με τη μάνα μου:

"Εσύ τη βλέπεις στον ύπνο σου;"
"Ναι, τη βλέπω συνέχεια. Έρχεται, μου μιλάει, μου χαϊδεύει το κεφάλι, μου λέει τί να κάνω στα δύσκολα. Τη βλέπεις κι εσύ;"
"...όχι."

Χτες είδα στον ύπνο μου ότι έσκαβα στο χώμα με τα χέρια μου. Χώμα καφέ σκούρο, πεντακάθαρο από πέτρες και ό,τι άλλο, βαρύ, και στην υφή του βελούδινο και δροσερό, σαν το νερό που τρέχει αβίαστα. Έσκαβα, έσκαβα, μέχρι που έφτασα στις άκρες ξύλου σκαλισμένου, άρχισα να το καθαρίζω από τα χώματα με τα ακροδάχυλά μου, ήμουνα χαρούμενη, καθόλου κουρασμένη, ήξερα που είχα φτάσει, αυτός ήτανε ο σκοπός.

Άνοιξα τον τάφο της γιαγιάς μου και η γιαγιά μου ζωντάνεψε πάλι. Μπήκε στο σπίτι, στρουμπουλή, μέσα στα μαύρα της, με τη μαντήλα στο κεφάλι και τη φωνή του παιδιού που γέμιζε τα δωμάτια. Την έβλεπα να περπατάει σχεδόν χοροπηδηχτά από το ένα δωμάτιο στο άλλο, εγώ δεν ξέρω αν είχα γίνει πάλι παιδί, αλλά έτσι αισθανόμουνα, άκουγα τη φωνή μου μέσα στο χώρο μαζί με τη δική της, με φώναζε να πάω κοντά της. Έξω είχε άνοιξη και φως, η πόρτα του σπιτιού ήτανε ορθάνοιχτη με την κουρτίνα να ανεμίζει στο αεράκι, ο κήπος μύριζε τριαντάφυλλα, η κληματαριά είχε ρίξει τον ίσκιο της πάνω από την αυλή.

Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα, με έντονη ταχυπαλμία. Το όνειρο έφευγε κι εγώ πάλευα μάταια να κρατηθώ από πάνω του. Ήθελα να βουλιάξω πάλι μέσα του και να πέσω να κοιμηθώ δίπλα στη γιαγιά μου, στο κρεββάτι το διπλό, στο δωμάτιο που το κουβαλάω μέσα μου όχι πια όπως ήτανε, αλλά όπως έχει γίνει, όπως ανασαίνει μόνο του κάθε βράδυ μέσα στη σιωπή.

Δεν πρόλαβα να την πενθήσω. Ήμουν θυμωμένη με όλους και με όλα. Ήμουν γαντζωμένη πάνω σε δημιουργήματα της φαντασίας μου. Θα ήθελα να περάσω το δέρμα κάτω από τα νύχια μου με χλωρίνη μέχρι να ματώσουν, να απολυμάνω τον εαυτό μου, να αποστειρώσω κάθε του χιλιοστό. Αλλά η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να δείχνει πάντα την έξοδο. Το βασικό είναι να μη χρειάζεσαι μεταφραστή γι αυτό.

Ο θυμός έχει σχεδόν εγκαταλείψει την ψυχή μου πια. Έχει μείνει μόνο πικρία. Και απέχθεια, αλλά ακόμα κι αυτή είναι άξια περιφρόνησης.

Χτες περπάτησα κοντά δύο ώρες. Όταν το κεφάλι καθαρίζει τότε το μόνο που αισθάνομαι πάνω μου είναι δύο μάτια ανοιγμένα διάπλατα σαν πνευμόνια, που προσπαθούν να ρουφήξουν όλες τις εικόνες και τις μυρωδιές που συναντάνε στο διάβα τους. Όπως εκείνα τα χρόνια, όταν έσπρωχνα με όλη μου τη δύναμη κάθε φορά τη σιδερένια αυλόπορτα και ορμούσα μέσα σε κείνο που θεωρούσα το μοναδικό μου σπίτι.

Τα όνειρα της Κυριακής βγαίνουν αληθινά, έτσι έλεγε πάντα η γιαγιά μου.
Μπορεί να είχε και δίκιο.

posted by mindstripper @ 4/20/2008 01:02:00 pm  | 0 Comments | 

Thursday, April 17, 2008

Face to face

Η Τζάκι σήμερα στη δουλειά έκλαιγε. Την κρυφοκοίταζα πάνω από τα γυαλιά μου όλη την ώρα. Ο Μαρκ με σκούντηξε λίγα λεπτά πιο μετά, την ώρα που προσπαθούσε να μου εξηγήσει τα if-then που δεν μπορούσε να κάνει κουμάντο στην php: "Η Τζάκι μόλις σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα", μου είπε. Κινήσεις αυτόματες, γρήγορος βηματισμός, άφησα πίσω μου με περιφρόνηση τη μουγγή αίθουσα των πενήντα. Μπορεί να έπλυνα τα χέρια μου και πέντε φορές περιμένοντάς την. Την είδα μέσα στη στεναχώρια της χαμογελαστή. "Να μη στεναχωριέσαι, ξέρω πώς είναι, το είχα περάσει πριν έρθω εδώ. Κάνε λίγο υπομονή μόνο κι εμείς θα σε βοηθήσουμε όσο μπορούμε." Με ευχαρίστησε χαΙδεύοντάς μου το μπράτσο. Μου είπε: "Νοιώθω σαν να με έχουνε προδώσει." Της είπα: "Μην τους αφήνεις να σε αγγίζουνε. Ο χειρότερος εξευτελισμός δεν είναι όταν σε προδίδουν οι άλλοι. Είναι όταν σε προδίδει ο ίδιος σου ο εαυτός." Ύστερα από λίγα λεπτά έφυγε. Εγώ έμεινα να κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη.

posted by mindstripper @ 4/17/2008 01:52:00 am  | 0 Comments | 

Thursday, April 10, 2008

Χρώματα

Σήμερα θα σου πω μια ιστορία. Και πόσος καιρός πάει κιόλας από τότε που έχω να πω μία εδώ μέσα...

Ήτανε κάποτε μία πιτσιρίκα. Κάπως "αργή" για την ηλικία της, όχι από θέμα εξυπνάδας (αν και ποτέ δεν ξέρεις) όσο από θέμα ανατροφής. Μεγαλωμένη σε ένα χωριό από μία γιαγιά, ανάκατα με δύο γονείς που γυρνούσανε την Ελλάδα από τόπο σε τόπο. Ήτανε από μικρή διαφορετική, αν και η ίδια πίστευε ότι δεν διέφερε και πολύ από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της, παρά μόνο στο ύψος. Ήτανε κι από μικρή ευκολόπιστη κι ενθουσιώδης, όταν δινότανε, δινότανε σε πράματα κι ανθρώπους με όλη της τη δύναμη. Της φαινότανε φυσιολογικό αφού. Γι αυτό το λόγο υπήρχανε τα συναισθήματα, για τον ίδιο λόγο που και τα βασικά χρώματα στη φύση ήταν και είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Τα συναισθήματα είναι μία ολότητα από μόνα τους, μπορούνε να σταθούνε στο χρόνο και να μείνουνε εκεί να αιωρούνται στους αιώνες σαν τα φαντάσματα, διατηρώντας την καθαρότητά τους όπως και τα χρώματα ετούτου του κόσμου. Όλα γύρω έρχονται και φεύγουν, αυτά μένουν σαν μικροσκοπικές δροσοσταλίδες που βγαίνουν από τις κρυψώνες τους με το πρώτο φως - κι αυτό το ήξερε πολύ καλά η Λωξάντρα κάθε πρωί που ξύπναγε χαράματα κι άνοιγε διάπλατα τα παραθύρια της. Ήτανε σίγουρη η πιτσιρίκα γι αυτό το πράγμα.

Μη στα πολυλογώ (που εννοείται ότι αυτό θα κάνω), η μικρή μεγάλωσε. Ήρθε ο καιρός που τελείωσε το σχολείο, πήγε στο πανεπιστήμιο, ήρθε κι ο καιρός που σηκώθηκε κι έφυγε από τη χώρα της και πήγε σε μία άλλη να σπουδάξει κι άλλο. Στο δρόμο της μέσα στον κόσμο είχε ήδη κάνει φίλους αγαπημένους, ήτανε ένα καλό που ποτέ δεν το στερήθηκε, ήτανε ένα καλό που το θεωρούσε δεδομένο όπως το νερό που έπινε κάθε φορά που δίψαγε μετά από δρόμο πολύ. Στη χώρα που πήγε στάθηκε ακόμα πιο τυχερή. Γνώρισε έναν άνθρωπο καινούργιο, έναν άνθρωπο που της έμοιαζε πάρα πολύ, που είχε περάσει πολλά, αλλά παρ' όλ' αυτά είχε μέσα του την πίστη τόσο ζεστή και άφθονη, που κάθε που μιλούσε γι αυτήν, φώτιζε τα πρόσωπα όλων τριγύρω. Ο άνθρωπος αυτός ήτανε μία κοκκινομάλλα Ιρλανδή. Ζήσανε πολλά μαζί. Μοιραστήκανε άλλα τόσα. Σπίτια, πόλεις, ανθρώπους, μεθύσια, όνειρα και ιδέες, αλλά περισσότερο απ' όλα μοιραστήκανε την αθωότητα που κουβαλούσανε κι οι δυο τους από πιτσιρίκες.

Ο καιρός πέρασε, ήρθε η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα. Η πιτσιρίκα που είχε γίνει άγουρη γυναίκα, από τη μία δεν ήθελε να φύγει. Από την άλλη νοσταλγούσε τη χώρα της, τον ήλιο, τις βόλτες στη θάλασσα, τα περίπτερα στους δρόμους. Γύρισε πίσω, κατάλαβε ότι κάτι μέσα της είχε αλλάξει, αποφάσισε να ξαναφύγει, ξαναγύρισε, η τύχη το έφερε και βρήκε δουλειά την ώρα που ετοιμαζότανε να αποδημήσει ξανά. Έμεινε. Τα χρόνια περάσανε, ήρθε στη ζωή της ο έρωτας, ήτανε άρρωστος, ύστερα ήρθε ξανά, ήτανε λάθος, ύστερα ήρθε πάλι, ήτανε ανάξιος. Ήρθανε στη ζωή της φίλοι καινούργιοι, καλοί, ήρθανε άνθρωποι διαμάντια, τους κράτησε, ήρθανε άνθρωποι ψεύτικοι, τους έφτυσε όπως την τσίχλα έξω από το παράθυρο. Έζησε μεγάλο πάθος, έζησε μεγάλη αγάπη, διέπραξε προδοσία, εισέπραξε υποκρισία, ταπεινώθηκε, ύψωσε τοίχους. Κάπως αργά (αυτό που σού 'λεγα στην αρχή δηλαδή) άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν ήτανε πολλοί εκείνοι που έβλεπαν τα χρώματα τόσο καθαρά όσο η ίδια. Της φαινότανε περίεργο πολλές φορές. Αλλά μετά έβλεπε τους φίλους της. Και σκεφτότανε: "Μπα..."

Τη φίλη της την Ιρλανδή την έχασε. Άλλαξε σπίτια, άλλαξε δουλειές, άλλαξε παραστάσεις. Με τον καιρό ξέχασε πολλά αλλά ποτέ δεν ξέχασε εκείνη. Το ήξερε κάπου σε μια γωνιά του μυαλού της ότι και η φίλη της θα την σκεφτότανε με τον ίδιο τρόπο, όπου και να ήτανε. Ήτανε τα χρώματα βλέπεις... Τα δικά της τα χρώματα πάντα σκιάζανε εκείνα της πραγματικότητας. Ένα τελευταίο τηλέφωνο που είχε λάβει από έναν Ιρλανδό θείο, την είχε πληροφορήσει ότι η φίλη της είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι και ζούσε κάπου στο Λονδίνο. Το τηλέφωνο που σημείωσε για να την πάρει, μετά από τρεις εβδομάδες που αξιώθηκε να το σχηματίσει δεν λειτουργούσε. Ο θείος ήταν εξαφανισμένος. Η δική της ζωή ήταν έτσι κι αλλιώς σε πολύ άσχημη καμπή εκείνη την περίοδο... Κι έτσι έχασε τη φίλη της.

Περάσανε οχτώ χρόνια. Η έφηβη που ενηλικιώθηκε άρχισε να ασφυκτιά μέσα στο κλουβί που είχε χτίσει η ίδια γύρω της. Αποφάσισε να τα μαζέψει και να ξαναφύγει. Οι φίλοι στην αρχή την αποπήρανε. Μερικοί σκεφτήκανε ότι ήτανε μία από κείνες τις στιγμές που τα χρώματα μέσα στης είχανε ζωντανέψει τόσο πολύ που πνίξανε πάλι τα πάντα, πνίξανε το λογικό και το σωστό κι αυτό που πρέπει να γίνει. Κι εκείνη θα έπρεπε λίγο να κάνει κράττει, μπας και ησυχάσει η τρικυμία κι έρθει η νηνεμία. Η ίδια το σκεφτότανε κι από μόνη της ότι μπορεί και νά 'χανε δίκιο. Αλλά για εκείνη πια η νηνεμία ήτανε συνώνυμη με την απάθεια και τη σηψαιμία. Άσε που δεν είχε μάθει ποτέ να βάζει χαλινάρι στα συναισθήματά της. Έφυγε, γύρισε στη χώρα που είχε αφήσει πίσω της πριν από δώδεκα χρόνια. Δεν είχε άλλωστε πολύ καιρό ακόμα, τα χρόνια περνούσανε σα μέρες ξαφνικά.

Εκεί που τα χρώματα αρχίσανε να ξαναζωντανεύουν, εκεί ήρθανε και μέρες δύσκολες και στιγμές απερίγραπτα σκληρές, σαν την αλήθεια. Κι η αλήθεια ξέρεις, δεν έχει χρώμα. Είναι κάπου στην άκρη. Άλλες φορές ανακατεύεται με τα χρώματα και τα κάνει ακόμα πιο καθάρια και ζωντανά, άλλες πάλι ρίχνει πάνω τους φως κιτρινισμένο, γιατί δεν είναι πάντα το λουλούδι και η μωρωδιά, είναι κι ο ουρανός που το σκεπάζει κι ο ήλιος που του δίνει ανάσα.

Και τότε έγινε κάτι μαγικό.

Ένα γνώριμο ονοματεπώνυμο κάπου στο internet, ένα mail:
"Hello there, you happen to have exactly the same name with an old mate of mine..."

Κι ένα ξύπνημα κάποιο πρωινό Σαββάτου με ένα εισερχόμενο μύνημα στο mailbox:
"I don't believe this, is it really you?"

Τα κλάμματα και οι λυγμοί ήτανε από ευγνωμοσύνη.

Η κοκκινομάλλα Ιρλανδή φίλη μου έχει πια δύο πανέμορφα κορίτσια κι ένα σπίτι στο Liverpool. Η επανένωσή μας μετά από τόσα χρόνια, ήτανε σαν τις συναντήσεις μας κάθε πρωί, όπως εκείνο τον καιρό που μέναμε μαζί. Τα μάτια της ήτανε λίγο πιο θλιμμένα, τα δικά μου πολύ λιγότερο υπεροπτικά. Η πίστη ήταν ακόμη εκεί, κι αυτό το συγκλονιστικά ήρεμο χαμόγελο ήρθε ξανά να λούσει με φως την ψυχή μου. Οι κουβέντα, ο τρόπος, η έκφραση, η πίκρα και το γέλιο, όλα ίδια, τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα είναι όπως παλιά. Δύο άνθρωποι που συναντιούνται έτσι και που μετά από τόσο καιρό δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό, δεν είναι δυνατό να χτίσουνε τίποτε άλλο από έναν κήπο με τα πιο ζωντανά χρώματα - όπως παλιά. Χωρίς να πρέπει αυτά να υπερκαλύπτουν τα χρώματα της πραγματικότητας. Μόνο να υψώνονται απέναντί τους πιασμένα χέρι-χέρι.

Σήμερα το απόγευμα που γύρισα από τη δουλειά, με περίμενε μία κάρτα στις σκάλες του σπιτιού.



Το άκουσα και στην αγαπημένη μου σειρά προχτές.
Το τέλος είναι το καλύτερο σημείο για να ξαναρχίσεις.

posted by mindstripper @ 4/10/2008 01:22:00 am  | 2 Comments | 

Sunday, April 06, 2008

Breath in

Ο Simon σήμερα γύρισε σπίτι μετά από τρεις εβδομάδες στην Αμερική. Μου έφερε δώρο ένα mp3 player που πιάνει και ραδιόφωνο. Ήτανε το πιο γλυκό δώρο που μου έχει πάρει κάποιος εδώ και πολύ καιρό. Η μουσική έχει γίνει ξανά για μένα αυτό που είχα αφήσει πίσω μου μέσα σε χαρτιά, πτυχιακές και χρόνια ανέμελα: ο φύλακας άγγελός μου.

Κατέβηκα στην πόλη με βροχή. Μπορεί και να τό 'χω ξαναπει, από τότε που ήρθα εδώ όλοι δίπλα μου στο δρόμο με προσπερνάνε. Αγόρασα ένα ρολόι αδιάβροχο, χωρίς λαμπάκι. Είναι δύσκολο να βρεις πια ένα ρολόι απλό, που να έχει και λαμπάκι. Θα ήθελα να υποθέσω ότι αυτό γίνεται επειδή όλο και λιγότεροι άνθρωποι θέλουνε να βλέπουνε τί ώρα είναι όταν πετάγονται στον ύπνο τους τα βράδυα.

Γύρισα σπίτι με ήλιο, από έναν πεζόδρομο που αγαπάω υπερβολικά πολύ, τρώγοντας πίτα με τυρί και μανιτάρια. Άρχισα να χαζεύω, όπως πάντα, τα Βικτωριανά σπίτια, ο ήχος των παπουτσιών μου στο οδόστρωμα με ενόχλησε και όταν μπήκα στο πάρκο έφυγα από το μονοπάτι και βύθισα τα πόδια μου στο γρασίδι. Ησυχία. Έβγαλα την ψηφιακή μου, τράβηξα έναν σκίουρο, δύο πάπιες και δύο μεγάλα ασπρόμαυρα πουλιά.

Ο καιρός τώρα έχει αρχίσει να γλυκαίνει, ακόμα κι όταν κάνει κρύο. Ίσως να είναι το μέσα μου που αρχίζει να καταλαγιάζει. Άμα η φουρτούνα σταματάει, η βροχή και τα σκοτεινά σύννεφα που εξακολουθουν να στριφογυρίζουν στον τόπο του κακού, δε φοβίζουνε κανέναν. Μόνο θυμίζουν αυτά που πέρασαν. Και τον ήλιο που όπου νά 'ναι, θα ξεμυτίσει ξανά.

Μιλάω με τη μία μου την κολλητή στο σκάιπ, την κοιτάζω και σκέφτομαι πόσο πολύ την αγαπάω.
Μιλάω και με εκείνη που κόντεψα να χάσω, κι όσο την βλέπω ξανά να απλώνει τα φτερά της και να καταρρίπτει όλες τις προβλέψες, αισθανομαι μία περηφάνεια σχεδόν εκδικητική, προς όλους εκείνους που όταν είχε ζητηθεί η βοήθειά τους, είχαν στρέψει το βλέμμα σε άλλη κατεύθυνση και βγάλαν ο καθένας τη δική του ετοιμηγορία.
Ένας θείος που ποτέ δεν ζήτησε τίποτα από κανέναν, πέθανε πριν λίγο καιρό έτσι όπως έζησε ολόκληρη τη ζωή του: πάνω στην αναπηρική.
Ένας φίλος καλός κάνει χημειοθεραπεία κάπου στην Αθήνα στα 29 του χρόνια.

Πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο αυτόν τον καιρό, περιμένω σε τούτη τη χώρα τις μανώλιες να ανθίσουν.

Βρες τον ψαρά στη μαγική εικόνα μου. "Who knows how long this will last."

posted by mindstripper @ 4/06/2008 01:55:00 am  | 0 Comments | 

Saturday, April 05, 2008

Κάλμα

Έχω αρχίσει και βλέπω τα χρόνια πού 'ρχονται σαν νά 'τανε μέρες.

Σωστό / Λάθος

posted by mindstripper @ 4/05/2008 01:58:00 pm  | 0 Comments |